Η φανταστική αυτή ιστορία, αποτελεί την συμμετοχή μου στο δρώμενο Φωτοσυγγραφική σκυτάλη 5 που οργανώνει και επιμελείται η Μαίρη στο Blog της ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ https://ghinimatia.blogspot.com/2020/03/5_23.htm
l Η Μαρίνα επέλεξε γιά μένα αυτή την υπέροχη φωτό και τη λέξη ΠΟΤΑΜΙ. και τα δύο μου χάρισαν την έμπνευση να ξεδιπλώσω την ιστορία μου , που βγήκε σχεδόν μυθιστόρημα και να με συμπαθάτε αν σας κουράσω..... Μαρίνα μου από καρδιάς σ΄ευχαριστώ.
Οι σημαδεμένοι
Είχε βουίξει όλο το χωριό !!!Πόρτα πόρτα, στόμα στόμα τα νέα είχαν διαδοθεί με ταχύτητα αστραπής…!!!
Η Ζαφειρούλα με ανασκουμπωμένα τα μανίκια, φορώντας την παραδοσιακή φορεσιά του τόπου της, την πλουμιστή ολοκέντητη ποδιά και τον επίσημο κεφαλόδεσμο, πήρε τον κατήφορο και ροβολώντας προσπέρασε με βιάση τα τελευταία σπίτια του χωριού , τον σταύλο του Λαμπροθανάση, τα κοτέτσια της Πούλιενας, διέσχισε λοξά το περιβολάκι του Κοντοθόδωρου κι έφτασε στην πίσω αυλή του πιο ξεχωριστού σπιτιού του χωριού τους….Το σπίτι της Μιλέβας και του Γιώργη!!!
Αποκομμένο από το χωριό , δίπλα σχεδόν στην ακροποταμιά , αυτό το χαμηλό σπιτάκι με τα θολωτά παράθυρα και την γκρίζα σκεπή, στρωμένη με ασημόγκριζες πλάκες σχιστόλιθου ήταν βαμμένο μ΄ένα απαλό κιτρινωπό χρώμα και ζωγραφισμένο με λογής λογής σύμβολα και λουλούδια….
Ανοιξε την ξύλινη πόρτα με το μεγάλο μπρούτζινο κλειδί, άνοιξε τα παράθυρα να μπεί το φως του ήλιου , επιθεώρησε γύρω αν όλα είναι στη θέση τους , ξανασκούπισε τα ποτήρια και τα τοποθέτησε στους μεγάλους δίσκους πάνω στο τραπέζι και βγήκε στην αυλή….
Κάθισε στο φαρδύ πεζούλι κι άφησε τα μάτια της να πλανηθούν στο ονειρικό τοπίο….τα δέντρα στον οπωρώνα ήταν ολάνθιστα, τα φυτά στις γλάστες που είχε φυτέψει πριν μήνες είχαν σχεδόν όλα ανθίσει, οι μέλισσες βούϊζαν ευτυχισμένες και το ποτάμι , ακολουθούσε τον υδάτινο δρόμο του ακατάπαυστα, ξεκινώντας από τις πηγές ψηλά στα βουνά, κατρακυλώντας στις πλαγιές ορμητικό , κάπου μάλιστα ριχνόταν από ψηλά και σχημάτιζε καταρράχτη που κατέληγε σε μικρή λίμνη και συνέχιζε διασχίζοντας την κοιλάδα, περνώντας κάτω από μικρά και μεγάλα πέτρινα γεφύρια, από χωριουδάκια και πολιτείες για να καταλήξει στην αγκαλιά της θάλασσας….
Μια βδομάδα τώρα ετοιμαζόταν όλο το χωριό για τούτη τη μέρα, μαζί με τις άλλες γυναίκες είχαν φουρνίσει από τ΄αξημέρωτα ψωμιά, είχαν φτιάξει γλυκά, πίτες και παραδοσιακά φαγητά του τόπου τους και ο Πρόεδρος είχε ετοιμάσει μια μικρή τελετή για να καλωσορίσει το Συνεργείο της τηλεόρασης και την οικογένεια της Καλλιστώς.
Σήμερα ήταν μεγάλη μέρα….θα ερχόταν στο σπίτι της προγιαγιάς της, η Καλλιστώ , ο άνδρας της , τα παιδιά της, και άνθρωποι της τηλεόρασης που θα κατέγραφαν εικόνες του τόπου και θα έπαιρναν συνεντεύξεις από τους λιγοστούς κατοίκους….γιατί λιγοστοί είχαν απομείνει πιά οι μόνιμοι κάτοικοι, οι νέοι είχαν φύγει για τις μεγάλες πόλεις και το εξωτερικό και μονάχα 2-3 μήνες το καλοκαίρι, το χωριό ζωντάνευε από αυτούς που επέστρεφαν για λίγο, για τις διακοπές τους….
Η Καλλιστώ είχε γράψει ένα βιβλίο που ιστορούσε την ζωή της Μιρέλας της προγιαγιάς της και των προγόνων της… είχε ψάξει βαθειά για τις ρίζες της , είχε ταξιδέψει, είχε συναντήσει ανθρώπους και είχε καταφέρει να βρεί στοιχεία για την οικογένεια Γεωργίου έναν αιώνα πριν, στην Οδησσό, το Ιάσιο, την Φωξάνη …..ήρωες προγόνους μαχητές που έπεσαν το 1821 στη Μάχη του Σκουλενίου και στη Μονή Σέκκου, προγόνους ανθρώπους των γραμμάτων αλλά και εμπόρους που έζησαν και έκαναν περιουσία στην Ρουμανία, την Ουγγαρία, την Αυστρία… Κατάφερε να συνδέσει τις ιστορίες που άκουσε από το στόμα της μάνας της και της γιαγιάς της για την περιπετειώδη ζωή της προγιαγιάς της και θέλησε όχι μόνο να ερευνήσει και να γράψει το βιβλίο, αλλά να επισκεφθεί και τους τόπους που έζησε μέχρι να καταλήξει σε τούτη την κοιλάδα δίπλα στο ποτάμι , να ανακαινίσει το παλιό σπίτι, να αναστήσει τον οπωρώνα με την πρόθεση να περνάει μεγάλο μέρος του χρόνου εκεί μαζί με την οικογένειά της….
Πόσο είχε συγκινηθεί η Ζαφειρούλα ……γινόταν αναφορά και στη μάνα της τη Διαμάντω που ήταν συνομήλικη με την Σμαράγδα την κόρη της Μιρέλας, αλλά και την προγιαγιά της την Βασίλω , που ήταν από τις πιο αγαπητές της συγχωριανές…Εδώ και δυό μήνες που είχε πάρει το βιβλίο στα χέρια της, ούτε μέτρησε τις φορές που το διάβασε….και κάθε φορά βούρκωνε και κάθε φορά οι μνήμες την κατέκλυζαν , πάνε δυό χρόνια που είχε φύγει η μάνα της…οχτώ ο άντρας της , δώδεκα η γιαγιά της, τα παιδιά της ζούσαν με τις οικογένειές τους, όλα μακριά της…
Περισσότερο την είχαν συγκλονίσει τα κεφάλαια που αναφέρονταν στη Μιρέλα….
…… « Ετρεμε από το κρύο !!! Ω πόσο κρύωνε και το κεφάλι της γεμάτο από τις φωνές , τα ουρλιαχτά μέσα στο σκοτάδι…ο φόβος που την είχε παραλύσει ….προσπάθησε να φωνάξει Μαμά !!! Μαμάααα αλλά η φωνή της δεν έβγαινε και μετά αισθάνθηκε ένα τράνταγμα και το σώμα της να βυθίζεται στο παγωμένο νερό , προσπάθησε απεγνωσμένα να πάρει ανάσα…..μετά τίποτα….
Όταν άνοιξε τα μάτια της γύρω της βρίσκονταν σκυμένοι επάνω της, άγνωστοι άνθρωποι, που μιλούσαν μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε….επαναλάμβαναν : « Γιασσάϊ τορ ή μουλό;» (Ζεί ή πέθανε; ) ΄Αρχισε να κλαίει και να επαναλαμβάνει ανάμεσα στ΄αναφιλητά της Μαμάαααα, μαμάααα…
-Γκέσα ροβέλας ο χουρντέ ντάκε (Κλαίει με λυγμούς το παιδί για τη μάνα του) είπε η μεγάλη γυναίκα με το μελαχροινό πρόσωπο και τα διαπεραστικά μαύρα μάτια..
-Λεκάκου κενάρι (στην ακροποταμιά) το βρήκαμε , αναποδογύρισε μια βάρκα το βράδυ, κάποιοι προσπαθούσαν να περάσουν απέναντι, έγινε μάχη, υπάρχουν και δυο πληγωμένοι, ο Φερκά και ο Φόνσο τους κουβάλησαν εδώ είπε ο Σαντόρ απευθυνόμενος με σεβασμό στη μητέρα του.
-Κάσκι σι καγιά σσοκκάρ τσχεϊορί; (Ποιανού να είναι το όμορφο κοριτσάκι); ρώτησε η Ζεμφίρα, χωρίς να πάρει απάντηση.
-Παρνί τσχεϊορί (Λευκό κοριτσάκι) διευκρίνισε ο μεγάλος γιός της ο Σαντόρ
Η Ζεμφίρα, σεβάσμια και πολύ ψηλά στην ιεραρχία της φυλής, αποφάσισε να κρατήσει το παιδί, μιάς και δεν βρέθηκε κανείς επιζών από εκείνη την τραγωδία. Οι δύο πληγωμένοι, παρά τις προσπάθειες και τη βοήθεια που τους προσφέρθηκε από τους τσιγγάνους, δεν τα κατάφεραν .
Ετσι η μικρή, που την ονόμασαν Μιρέλα «υιοθετήθηκε» από την Ζεμφίρα. Θα ήταν τεσσεράμισυ πέντε χρονών όταν την βρήκαν, φορούσε χρυσό σταυρό και κατάλαβαν ότι ήταν «Μπολντί» βαπτισμένη χριστιανή , είχε και ένα χαρακτηριστικό κόκκινο σημάδι που ξεκίναγε από το αριστερό πλάϊ του λαιμού και έσβηνε κάτω από το αριστερό αυτί της. Λολιπέ το έλεγε η Ζεμφίρα και χαμογελούσε….
Το είχε δει καθαρά στα χαρτιά, τα χαρτιά δεν έλεγαν ψέμματα….της είχε μεγάλο σεβασμό της τράπουλας η Ζεμφίρα και την συμβουλευόταν για σοβαρά ζητήματα μόνο και ποτέ για χρήματα….την είχε τυλιγμένη σε ένα μεταξωτό σάλι δίπλα στην εικόνα του Αη Γιώργη…αυτό το παιδί… «καγιά σι λεσκί ένι σεβγκιλίκα τσχέϊ» αυτή θα είναι η πιο αγαπητή μου κόρη…αυτό της είχαν δείξει τα χαρτιά, αλλά θα την αποχωριζόταν μετά από 11 χρόνια….
-«Σεβιλιόρ καβά χουρντό» Αγαπιέται αυτό το παιδί, έλεγε σε όλους, προκαλώντας πολλές φορές και τη ζήλεια, των κοριτσιών αλλά και των εγγονών της…και είχε δυό κόρες και τρείς γιούς η Ζεμφίρα. Την Γκιλί, την Ζόρα, τον Σαντόρ, τον Φερκά και τον Φόνσο είχε νύφες, γαμπρούς και πολλά έγγόνια….Ο άντρας της είχε πεθάνει.
Η Μιρέλα μεγάλωνε μαζί τους, είχε ξεχάσει πιά την μητρική της γλώσσα και είχε ενταχθεί στον κόσμο τους έχοντας επίγνωση της διαφορετικότητάς της….
Ο Φόνσο ήταν σιδεράς , πεταλωτής, ο Σαντόρ και ο Φερκά ήταν μουσικοί, όπως πολλοί από τη φυλή τους, έπαιζαν βιολί και τραγουδούσαν σε γιορτές και πανηγύρια.΄Ηταν τόσο καλοί που τους καλούσαν παντού και πήγαιναν με το κάρο τους στα γύρω χωριά, αλλά και σε πολιτείες, σε Γάμους , βαφτίσια και μεγάλες γιορτές ….επιστρέφοντας έφερναν δώρα σε όλους,,, γλυκίσματα στα παιδιά και μαντήλια, εσάρπες, υφάσματα, βραχιόλια και γιορντάνια στις γυναίκες….Θεωρούσαν μεγάλη ντροπή την επαιτεία και μεγάλη ασέβεια ο μάντεμα της μοίρας με χαρτιά ή καφέ, για χρήματα.
Με κάθε ευκαιρία στηνόταν χορός και η μουσική συνόδευε την καθημερινότητά τους, είχαν μέσα τους τον ρυθμό και την αγάπη για τη μουσική. Εκείνη σπάνια χόρευε, την γοήτευε περισσότερο ο ήχος του βιολιού και ο Φερκά της είχε δωρίσει ένα μικρό βιολί και της είχε δείξει τα βασικά. Μόνη της σχεδόν είχε μάθει να παίζει ¨κεμανάβα¨ … « Πουταρέλ κο γκι ντα ροβνταρέλ λε κεμανάβα και μπασσαλέλ ο Ρομ!» «Σ΄ανοίγει την ψυχή και την κάνει να κλαίει το βιολί που παίζει ο τσιγγάνος» της είχε πει ο Σαντόρ. Οι γυναίκες, όπως και οι άνδρες συνήθιζαν να καπνίζουν, είχαν ευέλικτα κορμιά και λικνίζονταν μαγευτικά με τους ήχους της μουσικής, αγαπούσαν πολύ τον χορό και το τραγούδι όμως είχαν και επιδέξια χέρια και ασχολούνταν με την καλαθοπλεκτική «σεπετλίκο», με τα καλάμια και τις λυγαριές που έβρισκαν άφθονα στην άκρη του ποταμού. Οι άντρες τους ήταν «Παζαρτζίο» και τα πούλαγαν στα γύρω χωριά, πολλές φορές πήγαιναν όλη η οικογένεια μαζί και τα παιδιά που χαίρονταν ιδιαίτερα την βόλτα με το κάρο , την είχαν πάρει πολλές φορές μαζί τους, η Γκιλί με τον Χοχάν και η Ζόρα με τον Τζάνκο. Τα παιδιά τους τα θεωρούσε αδέλφια της , έπαιζαν ολημερίς ανέμελα χωρίς να τα μαλώνει κανείς….τσαλαβουτούσαν στα νερά, τις λάσπες, ανέβαιναν στα κάρα και πηδούσαν από ψηλά, τα μεγαλύτερα ψάρευαν στο ποτάμι…..ή ανέβαιναν στ΄άλογα και κάλπαζαν κατά μήκος του ποταμού.
Πολλοί ζούσαν σε χαμηλοτάβανα σπίτια με πέτρινες στέγες και ζωγραφισμένους εσωτερικούς και εξωτερικούς τοίχους με λουλούδια και προστατευτικά σύμβολα σε ζωηρά χρώματα. Πολλοί όμως ακόμη και αν είχαν σπίτι, προτιμούσαν, ειδικά το καλοκαίρι, να μένουν σε ρουλότες, μεγάλα σκεπαστά κάρα που τα έσερναν άλογα, «Ρομά ε γκραστά» Οι Τσιγγάνοι έχουν άλογα που τα αγαπούν όπως τα σκυλιά και τις γάτες τους…
Της είχαν χαρίσει μία κάτασπρη μακρύτριχη γατούλα «Πισικορί» που λάτρευε και όταν έγινε 12 χρονών (σχορί) κοπέλα, φόρεσε κάτω από την φαρδιά φούστα της το μακρύ σαλβάρι που φορούσαν όλες οι συνομήλικές της, η Λάλα, η Μπαβάτ, η Ζόρα και η Ρουζάννα , τους χάρισαν επίσης ένα μακρύ γιορντάνι με πολύχρωμες χάντρες και η Ζεμφίρα τους φόρεσε στα χέρια από δύο ασημένιες βέργες ….και τους είπε : « πουτάρ κο βας τε ντικχάβ κο φάλο» ( ΄Ανοιξε το χέρι σου να σου πω τη μοίρα σου) και έσκυψε σοβαρή να μελετήσει τις γραμμές στο χέρι της Μιρέλας πρώτα…. «Θα φύγεις μακριά της είπε, κοντά σε ποτάμι θα ζήσεις … «Σο ντα κερέλ ο μανούςς κατάρ πι γαζία νασστί νασσέλ» « Ότι και να κάνει ο άνθρωπος, από το πεπρωμένο του δεν μπορεί να ξεφύγει…»
Στα δεκατρία της άρχισαν να τη ζητούν σε γάμο, πολλοί νέοι την είχαν ξεχωρίσει και την ήθελαν για ταίρι, η Ζεμφίρα όμως απάντησε σε όλους αρνητικά… «Δεν ανήκει στη φυλή μας»…πρέπει να ακολουθήσει το δικό της πεπρωμένο …
Δύο χρόνια αργότερα, όταν άρχισαν να λιώνουν τα χιόνια και φούσκωσαν τα νερά του ποταμού, εμφανίστηκε στον καταυλισμό τους ένας καβαλάρης με κοκκινόχρυσα μαλλιά και πληγωμένο άλογο….
Ο Φόνσο έβαλε καινούργια πέταλα στο άλογό του και ο αδελφός της Ζεμφίρας και αρχηγός της Ομάδας τους, ο Σούρχε, τον φιλοξένησε δυό βδομάδες στο σπίτι του. Όταν ήρθε η ώρα να φύγει ,τους ευχαρίστησε όλους , άφησε χρήματα αν και δεν του ζήτησε κανείς, γιατί τους φάνηκε «νασσανταρντό» , κατατρεγμένος… «Μπουτ λατσχό μανούςς σι» Είναι πολύ καλός άνθρωπος , αποφάνθηκε ο Σούρχε και η Ζεμφίρα συμφώνησε μαζί του.
Δυό χρόνια πέρασαν και όταν ήρθε ο καιρός για την μεγάλη γιορτή του ΕΝΤΕΡΛΕΖΙ ο ξένος με τα κοκκινόχρυσα μαλλιά εμφανίστηκε πάλι….πάνω σε ένα λευκό άλογο σαν τον Αη Γιώργη…
Εμεινε κοντά τους σχεδόν όλο το καλοκαίρι , ήταν γιατζιτζίο σι,( γραμματισμένος), και ζήτησε την Μιρέλα σε γάμο !!!
Ο Σούρχε τον πήγε στη Ζεμφίρα κι εκείνη αφού κοίταξε τα μάτια του, το χέρι του και έριξε τα χαρτιά, τον ρώτησε : Εχεις λολιπέ; (κόκκινο σημάδι) Εκείνος έκπληκτος απάντησε : Ναι που το είδες ; Εδώ πίσω στο σβέρκο, το σκεπάζουν τα μαλλιά μου και της το έδειξε…Τότε εκείνη του απάντησε: αν σε θέλει η Μιρέλα …μι ντοβάβα νταβ τουτ (την ευχή μου σου δίνω)….
Η Μιρέλα δέχτηκε, την είχαν κερδίσει το τρυφερό του βλέμμα , οι ευγενικοί του τρόποι, η ζεστή του φωνή και η γλυκιά ταραχή που της έφερνε η παρουσία του , εξ άλλου είχε βαθειά πίστη ότι : Ο ουσουμνάλ Ντέλ τζανέλ σο κερέλ «Ο παντοδύναμος Θεός ξέρει τι κάνει».
Εγινε ο γάμος με τα τσιγγάνικα έθιμα και όταν ήρθε η ώρα να φύγουν η μπορορί (νυφούλα) με τον σσουκάρ τσχαό τζαμουτρό ( ομορφόπαιδο Γαμπρό ) όλοι τους αποχαιρέτησαν συγκινημένοι, τους έδωσαν ένα κάρο γεμάτο με τα δώρα και την προίκα της νύφης, σκεπάσματα, μπακίρια, μεταξωτά σάλια με μακριά κρόσια, φορέματα, καλάθια, πασούμια….
Μπαχταλό φανούς ! Τυχερός άνθρωπος έλεγαν οι γεροντότεροι,
Λατσχέ γκέσκο (καλόψυχη) ! της φώναζαν δακρυσμένες οι γυναίκες
Δύσκολος ο αποχωρισμός της από όλους αυτούς που την αγάπησαν και τους αγάπησε και κυρίως από την Ζαμφίρα.
Εκείνη πολύ συγκινημένη αλλά χωρίς δάκρυα της κρέμασε τον χρυσό βαφτιστικό σταυρό της, στο στήθος της και της ευχήθηκε : Ο Ντελ τε πφουραρέλ τουμέν εκχέ σσαρά ντέστε «Ο Θεός να σας γεράσει σε ένα μαξιλάρι» έβγαλε και το σκαλιστό ασημένιο δαχτυλίδι της και της το φόρεσε στο αριστερό μεσαίο δάχτυλο, στο δεξί φορούσε ανγκρουσνί , τη χρυσή βέρα που της είχε περάσει ο Γιώργης. Ο Σούρχε τους ευχήθηκε με θέρμη : Ο Νταλ σαστιπέ ντα ζουραλιπέ τε ντελ τοτ «Ο Θεός υγεία και δύναμη να σας δώσει»
Οσο ξεμάκραινε το κάρο τους, άκουγαν τις φωνές να τους συνοδεύουν ΄Ατσεν ντεβλέσα !!! «Στην ευχή του Θεού» ! μέχρι που χάθηκαν….
Εγκαταστάθηκαν σ΄εκείνο τον τόπο, στο σπιτάκι δίπλα στην ακροποταμιά.
Ηταν ευτυχισμένη, ο Γιώργης την λάτρευε, ήταν δάσκαλος κι έγραφε βιβλία. Αρχισε να την διδάσκει την ελληνική γλώσσα και έμεινε κατάπληκτος πόσο γρήγορα έμαθε να μιλάει, να διαβάζει και να γράφει…
Σχεδόν αμέσως βάλθηκε να ζωγραφίσει τους τοίχους του σπιτιού. Όλα τα μοτίβα που είχε ζωγραφίσει μέχρι τώρα, τα επανέλαβε και αισθάνθηκε αμέσως απόλυτα οικείο το νέο της σπίτι.
Ο οπωρώνας έγινε αγαπημένη της ασχολία, έμαθε να μπολιάζει τα δέντρα, ξεχορτάριαζε, ξεκλάριζε και όταν ερχόταν η ώρα της συγκομιδής, μια μεγάλη γιορτή στηνόταν στο χωριό που συμμετείχαν όλοι !!!
Στο χωριό η αλήθεια είναι ότι δεν την καλοδέχτηκαν όλοι, οι προκαταλήψεις και η προσωπικές αντιζηλίες έκαναν τους ανθρώπους καχύποπτους και μερικούς ακόμη και εχθρικούς….Ο δάσκαλος φοβήθηκε ότι ο νέος δάσκαλος θα του πάρει την θέση, ο γέροντας παπά Φιλάρετος, τους αγκάλιασε και τους καλοδέχτηκε στο Ποίμνιό του, μερικές γυναίκες την χαρακτήρισαν «Παλιοκατσιβέλα» , κάποιοι άντρες, «ξενοφερμένη» και κάποιοι άλλοι τους καλοδέχτηκαν και τους δύο ….
Φιλίες πολλές δεν έκανε η Μιλέβα, μόνο με την Βασίλω και τη Φλώρα συνδέθηκε πιο στενά, με την πρώτη γιατί ήταν συνομήλικες και η μάννα της ήταν η μαμή που την βοήθησε στη γέννα της μονάκριβής της, της Σμαράγδας . Αυτή η φιλία έμελλε να συνεχιστεί και στις θυγατέρες τους, που έγιναν αχώριστες , η Διαμάντω και η Σμαράγδα , μαζί στις σκανταλιές, στο τσαλαβούτηγμα στο ποτάμι, στο ψάρεμα, στο πλέξιμο των καλαμιών που τους έδειξε υπομονετικά η Μιρέλα αλλά και στον χορό και το τραγούδι… με την Φλώρα πάλι, ένα περιστατικό τις έφερε, από αγαθή τύχη, πολύ κοντά…..
Ένα καλοκαιρινό απομεσήμερο πού μάζευε καλάμια από την ακροποταμιά, άκουσε μακρινό κοπετό και φωνές….Σαστισμένη προσπάθησε να ξεκαθαρίσει τους ήχους και μπήκε μέχρι τους γοφούς στο ποτάμι, που στο σημείο εκείνο και ρηχό ήταν .αλλά και λόγω του καλοκαιριού, το νερό ήταν λιγοστό.
Ξαφνικά είδε στο βάθος κάτι να κυλάει στο ποτάμι, παρασυρμένο από ο νερό που αναπηδούσε πάνω στις πλατιές πέτρες της ανάβαθης απλωσιάς του, και πλησιάζοντας βρέθηκε μ΄ένα παιδάκι δύο δυόμισι περίπου χρονών στην αγκαλιά της, που είχε πιεί κάμποσο νερό….Το γύρισε ανάποδα χτυπώντας του την πλάτη μέχρι που άρχισε να κλαίει γοερά ….
Βγήκε από το νερό και ανηφόρισε στο σπίτι της προσπαθώντας να ησυχάσει το μικρό. Αφού το σκούπισε, το εξέτασε καλά μην είναι χτυπημένο σοβαρά και όταν σιγουρεύτηκε ότι μόνο μώλωπες και γρατζουνιές έχει, πήρε τον ανήφορο για το πλάτωμα κάτω από το μεγάλο πέτρινο γεφύρι που συνήθιζαν να μαζεύονται οι γυναίκες και να πλένουν τα ρούχα…..
Τις βρήκε να χτυπιούνται και να τραβούν τα μαλλιά τους…πολλές είχαν μαζί και τα παιδιά τους, όμως όλες βουβάθηκαν μόλις την είδαν με το μικρό να κλαψουρίζει στην αγκαλιά της….η μάνα του ήρθε και το άρπαξε με λαχτάρα και ανακούφιση, στη συνέχεια γονάτισε κι άρχισε να της καταφιλάει τα χέρια και τα πόδια… όλες έκαναν ένα κύκλο γύρω της μιλώντας ταυτόχρονα με λόγια που μπερδεύονταν και δεν ξεχώριζαν…
Ετσι απέκτησε μια στενή σχέση με τη Φλώρα, τη μάνα του παιδιού που έσωσε και εννοείται ότι μετά από αυτό το γεγονός, άλλαξε σχεδόν η στάση όλων των γυναικών και ανδρών απέναντί της…την καλούσαν στα σπίτια τους, την καλοδέχονταν στις κοινωνικές εκδηλώσεις και απέφευγαν να σχολιάζουν αρνητικά το «κατσιβέλικο» ντύσιμό της με της φαρδιές φούστες και τις λουλουδάτες εσάρπες με τα κρόσσια.
Εκείνη τη χρονιά ήρθαν να τους επισκεφθούν κάποιοι τσιγγάνοι από τους «δικούς της» ο Μπόϊκο και η Βομβάνα, ο Χανσί, ο Μαντσί με την Δρίνα, ο Μοντί με την Μπάκτ, ο Ιστβάν . Αφησαν τις ρουλότες τους στην πίσω αυλή, ξέζεψαν τα άλογά τους κι έμειναν κοντά τους μία εβδομάδα, μάλιστα γιόρτασαν και το ΕΝΤΕΡΛΕΖΙ παρέα…..άναψαν φωτιά, έβαλαν το φαγητό στη μεγάλη χύτρα να βράζει, χόρεψαν , η Μιρέλα μάλιστα έπαιξε βιολί και τραγούδησε μαζί τους :
Sa me amala oro kelena
Mέρα γιορτινή, μέσα στο χορό
Oro kelena, dive kerena
Όλοι οι φίλοι μας τη γιορτάζουνε
Sa o Roma daje
Ολοι οι Ρομά μαμά
Sa o Roma babo babo
Ολοι οι Ρομά πατέρα
Sa o Roma o daje
Ολοι οι Ρομά ώ μαμά
Sa o Roma babo babo
Ολοι οι Ρομά πατέρα
Ederlezi, Ederlezi
Α-Ανοιξή μου, Ανοιξή μου
Sa o Roma daje
Ολοι οι Ρομά μαμά
Sa o Roma babo, e bakren chinen
Ολοι οι Ρομά κάνουν προσφορές
A me chorro, dural vesava
Αλλά μόνο εγώ στέκομαι μακρυά
Romano dive, amaro dive
Η δική μας μέρα, όλων των Ρομά
Amaro dive, Ederlezi
Η δική μας μέρα, για την Ανοιξη
Οταν έφυγαν, φούντωσε πάλι στο χωριό η διχογνωμία…. «Θα μας κουβαληθούν εδώ οι κατσίβελοι» « Θα μας κλέψουν οι τσιγγάνοι»….ο Γιώργης τρόμαξε να την παρηγορήσει….έτσι είναι οι άνθρωποι, ξεχνούν, έχουν βαθειές προκαταλήψεις….
Ξαναήρθαν κάποιες χρονιές ακόμη και κάποια στιγμή η Μιρέλα το αισθάνθηκε στον αέρα, της το μήνυσε το βουρβουρητό του ποταμού και το φύλλωμα των δέντρων….ότι η Ζαμφείρα έχει πεθάνει…έμεινε μια εβδομάδα άλαλη σε βαθύ πένθος, μουρμούριζε στα ρομανί , έφτιαξε κόλλυβα και άναψε κεριά, το γεγονός της το επιβεβαίωσαν ο Σούρχε, ο Τζάνκο και η Πάλι, ο Γκουαρίλ και η Ανελκά που τους επισκέφθηκαν το καλοκαίρι. Δεν θα την ξεχνούσε ποτέ και κάθε μέρα θυμόταν τα λόγια που της ψιθύριζε : Μανγκέν τουτ «Μην σταματάς ν΄αγαπάς»
Ήρθε ο μεγάλος πόλεμος, έπεσε δυστυχία στον κόσμο, θάνατοι, πείνα, τραγωδίες…..στο χωριό τους ζούσαν κάθε σπίτι και το δράμα του , όλοι σχεδόν είχαν ανθρώπους στο αντάρτικο ή στον στρατό…Τραγικά τα νέα και από τους τσιγγάνους, συμφορά και θάνατος ….τους περισσότερους τους έκλειναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και τους θανάτωναν με φρικτό τρόπο…..
Κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ έγινε κάποια συμπλοκή κοντά στο πέτρινο γεφύρι, άκουγαν τα πολυβόλα να κροταλίζουν και τις μηχανές των αυτοκινήτων να μουγκρίζουν…όταν η μάχη και η αντάρα κόπασαν ο Γιωργής κατέβηκε στην ακροποταμιά νε φέρει νερό….το νερό είχε κοκκινήσει από το αίμα…..κοίταξε προσεκτικά τριγύρω….ένα κορμί μπλεγμένο στα καλάμια κι ένα ακόμη παραπέρα σκαλωμένο στα βράχια της απέναντι όχθης…..Ενας γερμανός, κι ένας αντάρτης…..αιμόφυρτοι, πληγωμένοι και οι δύο…..Τους κουβάλησε στους ώμους….τον γερμανό τον απόθεσε στο σπίτι και η Μιρέλα ξεκίνησε να κόβει πανιά αφού έβαλε καθαρό νερό να βράσει. Τον αντάρτη τον βόλεψε στην μικρή αποθηκούλα στην άκρη του οπωρώνα δίπλα στο κοτέτσι…..Τους φρόντισαν και τους δυό , ο Γερμανός ανάρρωσε πρώτος , γύρισε στη μονάδα του αφού τους ευχαρίστησε θερμά, τους βεβαίωσε ότι δεν θα ξεχάσει την καλωσύνη τους, θέλησε μάλιστα να τους πληρώσει….δεν δέχτηκαν το παραμικρό…τους έστειλε όμως την επομένη ένα αυτοκίνητο γεμάτο προμήθειες....αλεύρι, λάδι, ζάχαρη, καφέ, γάλα, αλάτι, κονσέρβες σοκολάτες...Το νέο αμέσως διαδόθηκε στο χωριό, αλλά ακόμη και όταν μοίρασαν σχεδόν όλα τα αγαθά, κάποιες γλώσσες άρχισαν να λένε τα δικά τους….: «Φίλοι των Γερμανών» «έχουμε προδότες φανερούς στο χωριό μας» …Ο αντάρτης μόλις έγινε καλά, δυνάμωσε και στάθηκε στα πόδια του, χάθηκε μέσα στη νύχτα αφού τους φίλησε κλαίγοντας τα χέρια…..Ποτέ δεν έμαθε κανείς ότι το χωριό τους ούτε κάηκε, ούτε καταστάφηκε χάρη σ΄αυτή τους την ενέργεια και οι ίδιοι ποτέ δεν μίλησαν γι΄αυτό….
Ο χρόνος πέρασε, όπως κυλάει ο ποταμός…..η Σμαράγδα παντρεύτηκε έναν έμπορο και έφυγε να ζήσει μαζί του στην μεγάλη πόλη. Αργότερα μετανάστευσαν στη Αμερική. Ο Γιώργης πέθανε στην αγκαλιά της Μιρέλας κι εκείνη τον ακολούθησε μερικά χρόνια αργότερα….
Το μικρό ζωγραφισμένο σπίτι έμεινε έρημο και ο οπωρώνας απεριποίητος και σιωπηλός….
Η Σμαράγδα αφού κήδεψε την μάνα της, χήρα πιά και η ίδια, δεν επέστρεψε στην Αμερική αλλά χτυπημένη από ανίατη ασθένεια, δεν ξαναγύρισε ποτέ στον γενέθλιο τόπο της, όμως τα παιδιά της , η Αύρα και ο Σπύρος, θέλησαν κάποιο καλοκαίρι να γνωρίσουν τον τόπο που έζησαν ο παππούς και η γιαγιά τους.
Ήρθαν σαν επισκέπτες στο χωριό , περπάτησαν στα λιθόστρωτα σοκάκια, κατηφόρησαν στο σπιτάκι που οι ζωγραφιές του είχαν πιά ξεθωριάσει αλλά μαρτυρούσαν ακόμη ,ότι κάποτε κατοικούσαν ξεχωριστοί άνθρωποι εκεί….ο οπωρώνας είχε γεμίσει αγριόχορτα τους φίλεψε όμως μερικά ροδάκινα και η πίσω αυλή ήταν σκεπασμένη με ένα παχύ στρώμα από ξερά φύλλα….υποσχέθηκαν να επιστρέψουν και να ξαναζωντανέψουν τον ονειρεμένο τόπο….
Το ποτάμι εξακολουθούσε να πορεύεται στον υδάτινο δρόμο του, το παλιό πέτρινο γεφύρι στεκόταν αγέρωχο στην θέση του αν και δεν το διέσχιζαν πιά ούτε κάρα, ούτε άλογα ούτε γαϊδουράκια, σχεδόν ούτε πεζοί πιά, διατηρούσε όμως την επιβλητική γοητεία του….
Η ζωή τα έφερε έτσι ώστε η Αύρα και ο Σπύρος να φύγουν πρόωρα από τη ζωή πριν προλάβουν να πραγματοποιήσουν την υπόσχεσή τους….όμως η κόρη της Αύρας, η Καλλιστώ έγινε σπουδαία δημοσιογράφος και παντρεύτηκε τον Πάτροκλο, καθηγητή Ιστορίας και οι δυό τους αποφάσισαν να ερευνήσουν την ιστορία της οικογένειας της Καλλιστώς… Η έρευνα αυτή τους ταξίδεψε στο παρελθόν σε τόπους μακρινούς και ιστορικούς, σε αρχεία και επιζώντες….τους γνώρισε πρόσωπα και γεγονότα που η Καλλιστώ κατέγραψε με κάθε λεπτομέρεια στο βιβλίο της….Φρόντισαν τον οπωρώνα, φύτεψαν καινούργια δέντρα, ανακαίνισαν το σπιτάκι των προ-παππούδων, έκαναν σπουδαία δουλειά αναπαλαίωσης, έφεραν ειδικούς ανθρώπους για όλα… και τώρα, σε λίγο θα έφταναν με το συνεργείο της τηλεόρασης να καταγράψουν τις μαρτυρίες των γεροντότερων του χωριού και να απολαύσουν την ολοκλήρωση του οράματός τους !!!
Η Ζαφειρούλα αναπήδησε ξαφνιασμένη από τον θόρυβο των αυτοκινήτων…..σε καλό μου, ξεχάστηκα εντελώς…..έστρωσε την ποδιά της και προχώρησε να υποδεχτεί τους νεοφερμένους….Η κοκκινομάλλα Καλλιστώ χαμογελαστή και πρόσχαρη την αγκάλιασε και την φίλησε εγκάρδια, το ίδιο και ο σύζυγός της ο Πάτροκλος, τα παλληκάρια της τηλεόρασης την χαιρέτησαν με χειραψία κουβαλώντας τις μηχανές και τα σύνεργα της δουλειάς τους , τα παιδιά την χαιρέτησαν ευγενικά και λίγο αμήχανα…..ο πατέρας τους έκανε τις συστάσεις, η καλή μας φίλη κυρία Ζαφειρούλα παιδιά και από εδώ ο Γιωργής, ο Νώντας και η Μιρέλα μας….
Τριγύρισαν στην περιποιημένη αυλή , τον Οπωρώνα, εξερεύνησαν το σπίτι με τις ζωγραφιές στους τοίχους, κατέβηκαν στην ακροποταμιά ….
Τα παλικάρια τραβούσαν εικόνες με τις μηχανές….κεραστήκανε γλυκό του κουταλιού και παγωμένο νερό εμφιαλωμένο, γιατί δυστυχώς το νερό του ποταμού ήταν επίφοβο πιά να χρησιμοποιηθεί σαν πόσιμο και ανηφόρησαν όλοι μαζί στην Πλατεία του χωριού για να παραστούν στην τελετή που είχε ετοιμάσει ο Πρόεδρος….
Είπε λίγα λόγια για την ιστορία του χωριού που γνώριζε και για την ιστορία του Γιωργή και της Μιρέλας που δεν γνώριζε, αλλά πληροφορήθηκε μέσα από το βιβλίο της Καλλιστώς και από κάποιους γέροντες που είχαν ακούσματα από τους γονείς και τους παππούδες τους.
Τους καλωσόρισε σαν νέους χωριανούς και ευχήθηκε και άλλοι συντοπίτες να μιμηθούν το παράδειγμά τους και να επιστρέψουν , να συντηρήσουν τα σπίτια των προγόνων τους και να μένουν έστω περιστασιακά… ώστε το χωριό να έχει ζωή…Στη συνέχεια κάθησαν όλοι στο μεγάλο τραπέζι που είχε στρωθεί κάτω από τον γέρικο πλάτανο της πλατείας και απόλαυσαν τα τοπικά εδέσματα, το κρασί και το φρεσκοψημένο ψωμί…..
Ο Πάτροκλος διάβασε τους στίχους ενός ποιήματος που είχε γράψει ένα φίλος , αφιερωμένο στους τσιγγάνους :
Τσιγγάνοι Στου κόσμου την απέραντη αγκαλιά είμαστε εμείς εκείνα τα ελεύθερα πουλιά που ταξιδιάρικα της μοίρας χελιδόνια, περιπλανιόμαστε όλα μας τα χρόνια, μέσα στη φτώχια και την καταφρόνια, είτε τον ήλιο ανταμώνουμε, είτε τα χιόνια. Και η μικρούλα μας ζεστή καρδιά ζητάει να βρει μια σταλιά παρηγοριά, στου Κόσμου την αγάπη και συμπόνια. εμείς ενός κατώτερου θεού σπουργίτια, χωρίς αυλές, χωράφια, δίχως σπίτια, με τα παιδιά μας, τα σκυλιά μας καραβάνι περνάμε κάθε τόπο, άστεγοι τσιγγάνοι Κι όταν ο ήλιος έχει πια στη Δύση γύρει, στήνουμε όπου βρεθούμε το φτωχό τσαντήρι. Και δεν ζητάμε τίποτα άλλο όταν δίπλα μας περνάτε, μια καλημέρα μόνο να λέτε και να μας αγαπάτε.
Στάθης Γρίβας
Ηταν μια χαρούμενη μέρα, αρχή της άνοιξης , οι τσιγγάνοι θα γιορτάζουν το ΕΝΤΕΡΛΕΖΙ αυτές τις μέρες ….και σίγουρα οι ψυχές των προπαππούδων θα τραγουδούν :
Εντερλέζι εντερλέζι σα αντό μπρόςς ασσουγκιαράβ τουτ κάνα τε αβές, κάϊ κιρνί μπαρί ρατ τε να πασστιάβ λεάκο παί αντό ηχέρ τε τζάβ τα ταβάβ,,,,,,συμμετέχοντας σ΄αυτή τη χαρά…..
Εντερλέζι Εντερλέζι, όλο το χρόνο σε περιμένω πότε να ΄ρθεις, στη δική σου μεγάλη νύχτα να μην κοιμηθώ, ποταμίσιο νερό στο σπίτι να πάω να φέρω….»
Σημείωση :
Ederlezi: Η μεγαλύτερη γιορτή των Τσιγγάνων, η γιορτή της Άνοιξης. Θρησκευτικά ταυτίζεται με την Γιορτή του Αη-Γιώργη. Ξεκινάει να γιορτάζεται στις 23 Απριλίου και κορυφώνεται στις 6 Μαΐου.
Η λέξη που επέλεξα γιά την αγαπημένη ΑΧΤΙΔΑ : ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΟΤΗΤΑ και η φωτό :