Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

Οι Σημαδεμένοι



Η φανταστική αυτή ιστορία, αποτελεί την συμμετοχή μου στο δρώμενο Φωτοσυγγραφική σκυτάλη 5 που οργανώνει και επιμελείται η Μαίρη στο Blog της ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ https://ghinimatia.blogspot.com/2020/03/5_23.htm

l Η Μαρίνα επέλεξε γιά μένα αυτή την υπέροχη φωτό και τη λέξη ΠΟΤΑΜΙ. και τα δύο μου χάρισαν την έμπνευση να ξεδιπλώσω την ιστορία μου , που βγήκε σχεδόν μυθιστόρημα και να με συμπαθάτε αν σας κουράσω..... Μαρίνα μου από καρδιάς σ΄ευχαριστώ.







Οι σημαδεμένοι

Είχε βουίξει όλο το χωριό !!!Πόρτα πόρτα, στόμα στόμα τα νέα είχαν διαδοθεί με ταχύτητα αστραπής…!!!

Η Ζαφειρούλα με ανασκουμπωμένα τα μανίκια, φορώντας την παραδοσιακή φορεσιά του τόπου της, την πλουμιστή ολοκέντητη ποδιά και τον επίσημο κεφαλόδεσμο, πήρε τον κατήφορο και ροβολώντας προσπέρασε με βιάση τα τελευταία σπίτια του χωριού , τον σταύλο του Λαμπροθανάση, τα κοτέτσια της Πούλιενας, διέσχισε λοξά το περιβολάκι του Κοντοθόδωρου κι έφτασε στην πίσω αυλή του πιο ξεχωριστού σπιτιού του χωριού τους….Το σπίτι της Μιλέβας και του Γιώργη!!!

Αποκομμένο από το χωριό , δίπλα σχεδόν στην ακροποταμιά , αυτό το χαμηλό σπιτάκι με τα θολωτά παράθυρα και την γκρίζα σκεπή, στρωμένη με ασημόγκριζες πλάκες σχιστόλιθου ήταν βαμμένο μ΄ένα απαλό κιτρινωπό χρώμα και ζωγραφισμένο με λογής λογής σύμβολα και λουλούδια….




Ανοιξε την ξύλινη πόρτα με το μεγάλο μπρούτζινο κλειδί, άνοιξε τα παράθυρα να μπεί το φως του ήλιου , επιθεώρησε γύρω αν όλα είναι στη θέση τους , ξανασκούπισε τα ποτήρια και τα τοποθέτησε στους μεγάλους δίσκους πάνω στο τραπέζι και βγήκε στην αυλή….

Κάθισε στο φαρδύ πεζούλι κι άφησε τα μάτια της να πλανηθούν στο ονειρικό τοπίο….τα δέντρα στον οπωρώνα ήταν ολάνθιστα, τα φυτά στις γλάστες που είχε φυτέψει πριν μήνες είχαν σχεδόν όλα ανθίσει, οι μέλισσες βούϊζαν ευτυχισμένες και το ποτάμι , ακολουθούσε τον υδάτινο δρόμο του ακατάπαυστα, ξεκινώντας από τις πηγές ψηλά στα βουνά, κατρακυλώντας στις πλαγιές ορμητικό , κάπου μάλιστα ριχνόταν από ψηλά και σχημάτιζε καταρράχτη που κατέληγε σε μικρή λίμνη και συνέχιζε διασχίζοντας την κοιλάδα, περνώντας κάτω από μικρά και μεγάλα πέτρινα γεφύρια, από χωριουδάκια και πολιτείες για να καταλήξει στην αγκαλιά της θάλασσας….

Μια βδομάδα τώρα ετοιμαζόταν όλο το χωριό για τούτη τη μέρα, μαζί με τις άλλες γυναίκες είχαν φουρνίσει από τ΄αξημέρωτα ψωμιά, είχαν φτιάξει γλυκά, πίτες και παραδοσιακά φαγητά του τόπου τους και ο Πρόεδρος είχε ετοιμάσει μια μικρή τελετή για να καλωσορίσει το Συνεργείο της τηλεόρασης και την οικογένεια της Καλλιστώς.

Σήμερα ήταν μεγάλη μέρα….θα ερχόταν στο σπίτι της προγιαγιάς της, η Καλλιστώ , ο άνδρας της , τα παιδιά της, και άνθρωποι της τηλεόρασης που θα κατέγραφαν εικόνες του τόπου και θα έπαιρναν συνεντεύξεις από τους λιγοστούς κατοίκους….γιατί λιγοστοί είχαν απομείνει πιά οι μόνιμοι κάτοικοι, οι νέοι είχαν φύγει για τις μεγάλες πόλεις και το εξωτερικό και μονάχα 2-3 μήνες το καλοκαίρι, το χωριό ζωντάνευε από αυτούς που επέστρεφαν για λίγο, για τις διακοπές τους….



Η Καλλιστώ είχε γράψει ένα βιβλίο που ιστορούσε την ζωή της Μιρέλας της προγιαγιάς της και των προγόνων της… είχε ψάξει βαθειά για τις ρίζες της , είχε ταξιδέψει, είχε συναντήσει ανθρώπους και είχε καταφέρει να βρεί στοιχεία για την οικογένεια Γεωργίου έναν αιώνα πριν, στην Οδησσό, το Ιάσιο, την Φωξάνη …..ήρωες προγόνους μαχητές που έπεσαν το 1821 στη Μάχη του Σκουλενίου και στη Μονή Σέκκου, προγόνους ανθρώπους των γραμμάτων αλλά και εμπόρους που έζησαν και έκαναν περιουσία στην Ρουμανία, την Ουγγαρία, την Αυστρία… Κατάφερε να συνδέσει τις ιστορίες που άκουσε από το στόμα της μάνας της και της γιαγιάς της για την περιπετειώδη ζωή της προγιαγιάς της και θέλησε όχι μόνο να ερευνήσει και να γράψει το βιβλίο, αλλά να επισκεφθεί και τους τόπους που έζησε μέχρι να καταλήξει σε τούτη την κοιλάδα δίπλα στο ποτάμι , να ανακαινίσει το παλιό σπίτι, να αναστήσει τον οπωρώνα με την πρόθεση να περνάει μεγάλο μέρος του χρόνου εκεί μαζί με την οικογένειά της….

Πόσο είχε συγκινηθεί η Ζαφειρούλα ……γινόταν αναφορά και στη μάνα της τη Διαμάντω που ήταν συνομήλικη με την Σμαράγδα την κόρη της Μιρέλας, αλλά και την προγιαγιά της την Βασίλω , που ήταν από τις πιο αγαπητές της συγχωριανές…Εδώ και δυό μήνες που είχε πάρει το βιβλίο στα χέρια της, ούτε μέτρησε τις φορές που το διάβασε….και κάθε φορά βούρκωνε και κάθε φορά οι μνήμες την κατέκλυζαν , πάνε δυό χρόνια που είχε φύγει η μάνα της…οχτώ ο άντρας της , δώδεκα η γιαγιά της, τα παιδιά της ζούσαν με τις οικογένειές τους, όλα μακριά της…

Περισσότερο την είχαν συγκλονίσει τα κεφάλαια που αναφέρονταν στη Μιρέλα….

…… « Ετρεμε από το κρύο !!! Ω πόσο κρύωνε και το κεφάλι της γεμάτο από τις φωνές , τα ουρλιαχτά μέσα στο σκοτάδι…ο φόβος που την είχε παραλύσει ….προσπάθησε να φωνάξει Μαμά !!! Μαμάααα αλλά η φωνή της δεν έβγαινε και μετά αισθάνθηκε ένα τράνταγμα και το σώμα της να βυθίζεται στο παγωμένο νερό , προσπάθησε απεγνωσμένα να πάρει ανάσα…..μετά τίποτα….

Όταν άνοιξε τα μάτια της γύρω της βρίσκονταν σκυμένοι επάνω της, άγνωστοι άνθρωποι, που μιλούσαν μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε….επαναλάμβαναν : « Γιασσάϊ τορ ή μουλό;» (Ζεί ή πέθανε; ) ΄Αρχισε να κλαίει και να επαναλαμβάνει ανάμεσα στ΄αναφιλητά της Μαμάαααα, μαμάααα…

-Γκέσα ροβέλας ο χουρντέ ντάκε (Κλαίει με λυγμούς το παιδί για τη μάνα του) είπε η μεγάλη γυναίκα με το μελαχροινό πρόσωπο και τα διαπεραστικά μαύρα μάτια..

-Λεκάκου κενάρι (στην ακροποταμιά) το βρήκαμε , αναποδογύρισε μια βάρκα το βράδυ, κάποιοι προσπαθούσαν να περάσουν απέναντι, έγινε μάχη, υπάρχουν και δυο πληγωμένοι, ο Φερκά και ο Φόνσο τους κουβάλησαν εδώ είπε ο Σαντόρ απευθυνόμενος με σεβασμό στη μητέρα του.

-Κάσκι σι καγιά σσοκκάρ τσχεϊορί; (Ποιανού να είναι το όμορφο κοριτσάκι); ρώτησε η Ζεμφίρα, χωρίς να πάρει απάντηση.

-Παρνί τσχεϊορί (Λευκό κοριτσάκι) διευκρίνισε ο μεγάλος γιός της ο Σαντόρ

Η Ζεμφίρα, σεβάσμια και πολύ ψηλά στην ιεραρχία της φυλής, αποφάσισε να κρατήσει το παιδί, μιάς και δεν βρέθηκε κανείς επιζών από εκείνη την τραγωδία. Οι δύο πληγωμένοι, παρά τις προσπάθειες και τη βοήθεια που τους προσφέρθηκε από τους τσιγγάνους, δεν τα κατάφεραν .

Ετσι η μικρή, που την ονόμασαν Μιρέλα «υιοθετήθηκε» από την Ζεμφίρα. Θα ήταν τεσσεράμισυ πέντε χρονών όταν την βρήκαν, φορούσε χρυσό σταυρό και κατάλαβαν ότι ήταν «Μπολντί» βαπτισμένη χριστιανή , είχε και ένα χαρακτηριστικό κόκκινο σημάδι που ξεκίναγε από το αριστερό πλάϊ του λαιμού και έσβηνε κάτω από το αριστερό αυτί της. Λολιπέ το έλεγε η Ζεμφίρα και χαμογελούσε….







Το είχε δει καθαρά στα χαρτιά, τα χαρτιά δεν έλεγαν ψέμματα….της είχε μεγάλο σεβασμό της τράπουλας η Ζεμφίρα και την συμβουλευόταν για σοβαρά ζητήματα μόνο και ποτέ για χρήματα….την είχε τυλιγμένη σε ένα μεταξωτό σάλι δίπλα στην εικόνα του Αη Γιώργη…αυτό το παιδί… «καγιά σι λεσκί ένι σεβγκιλίκα τσχέϊ» αυτή θα είναι η πιο αγαπητή μου κόρη…αυτό της είχαν δείξει τα χαρτιά, αλλά θα την αποχωριζόταν μετά από 11 χρόνια….

-«Σεβιλιόρ καβά χουρντό» Αγαπιέται αυτό το παιδί, έλεγε σε όλους, προκαλώντας πολλές φορές και τη ζήλεια, των κοριτσιών αλλά και των εγγονών της…και είχε δυό κόρες και τρείς γιούς η Ζεμφίρα. Την Γκιλί, την Ζόρα, τον Σαντόρ, τον Φερκά και τον Φόνσο είχε νύφες, γαμπρούς και πολλά έγγόνια….Ο άντρας της είχε πεθάνει.

Η Μιρέλα μεγάλωνε μαζί τους, είχε ξεχάσει πιά την μητρική της γλώσσα και είχε ενταχθεί στον κόσμο τους έχοντας επίγνωση της διαφορετικότητάς της….




Ο Φόνσο ήταν σιδεράς , πεταλωτής, ο Σαντόρ και ο Φερκά ήταν μουσικοί, όπως πολλοί από τη φυλή τους, έπαιζαν βιολί και τραγουδούσαν σε γιορτές και πανηγύρια.΄Ηταν τόσο καλοί που τους καλούσαν παντού και πήγαιναν με το κάρο τους στα γύρω χωριά, αλλά και σε πολιτείες, σε Γάμους , βαφτίσια και μεγάλες γιορτές ….επιστρέφοντας έφερναν δώρα σε όλους,,, γλυκίσματα στα παιδιά και μαντήλια, εσάρπες, υφάσματα, βραχιόλια και γιορντάνια στις γυναίκες….Θεωρούσαν μεγάλη ντροπή την επαιτεία και μεγάλη ασέβεια ο μάντεμα της μοίρας με χαρτιά ή καφέ, για χρήματα.

Με κάθε ευκαιρία στηνόταν χορός και η μουσική συνόδευε την καθημερινότητά τους, είχαν μέσα τους τον ρυθμό και την αγάπη για τη μουσική. Εκείνη σπάνια χόρευε, την γοήτευε περισσότερο ο ήχος του βιολιού και ο Φερκά της είχε δωρίσει ένα μικρό βιολί και της είχε δείξει τα βασικά. Μόνη της σχεδόν είχε μάθει να παίζει ¨κεμανάβα¨ … « Πουταρέλ κο γκι ντα ροβνταρέλ λε κεμανάβα και μπασσαλέλ ο Ρομ!» «Σ΄ανοίγει την ψυχή και την κάνει να κλαίει το βιολί που παίζει ο τσιγγάνος» της είχε πει ο Σαντόρ. Οι γυναίκες, όπως και οι άνδρες συνήθιζαν να καπνίζουν, είχαν ευέλικτα κορμιά και λικνίζονταν μαγευτικά με τους ήχους της μουσικής, αγαπούσαν πολύ τον χορό και το τραγούδι όμως είχαν και επιδέξια χέρια και ασχολούνταν με την καλαθοπλεκτική «σεπετλίκο», με τα καλάμια και τις λυγαριές που έβρισκαν άφθονα στην άκρη του ποταμού. Οι άντρες τους ήταν «Παζαρτζίο» και τα πούλαγαν στα γύρω χωριά, πολλές φορές πήγαιναν όλη η οικογένεια μαζί και τα παιδιά που χαίρονταν ιδιαίτερα την βόλτα με το κάρο , την είχαν πάρει πολλές φορές μαζί τους, η Γκιλί με τον Χοχάν και η Ζόρα με τον Τζάνκο. Τα παιδιά τους τα θεωρούσε αδέλφια της , έπαιζαν ολημερίς ανέμελα χωρίς να τα μαλώνει κανείς….τσαλαβουτούσαν στα νερά, τις λάσπες, ανέβαιναν στα κάρα και πηδούσαν από ψηλά, τα μεγαλύτερα ψάρευαν στο ποτάμι…..ή ανέβαιναν στ΄άλογα και κάλπαζαν κατά μήκος του ποταμού.








Πολλοί ζούσαν σε χαμηλοτάβανα σπίτια με πέτρινες στέγες και ζωγραφισμένους εσωτερικούς και εξωτερικούς τοίχους με λουλούδια και προστατευτικά σύμβολα σε ζωηρά χρώματα. Πολλοί όμως ακόμη και αν είχαν σπίτι, προτιμούσαν, ειδικά το καλοκαίρι, να μένουν σε ρουλότες, μεγάλα σκεπαστά κάρα που τα έσερναν άλογα, «Ρομά ε γκραστά» Οι Τσιγγάνοι έχουν άλογα που τα αγαπούν όπως τα σκυλιά και τις γάτες τους…

Της είχαν χαρίσει μία κάτασπρη μακρύτριχη γατούλα «Πισικορί» που λάτρευε και όταν έγινε 12 χρονών (σχορί) κοπέλα, φόρεσε κάτω από την φαρδιά φούστα της το μακρύ σαλβάρι που φορούσαν όλες οι συνομήλικές της, η Λάλα, η Μπαβάτ, η Ζόρα και η Ρουζάννα , τους χάρισαν επίσης ένα μακρύ γιορντάνι με πολύχρωμες χάντρες και η Ζεμφίρα τους φόρεσε στα χέρια από δύο ασημένιες βέργες ….και τους είπε : « πουτάρ κο βας τε ντικχάβ κο φάλο» ( ΄Ανοιξε το χέρι σου να σου πω τη μοίρα σου) και έσκυψε σοβαρή να μελετήσει τις γραμμές στο χέρι της Μιρέλας πρώτα…. «Θα φύγεις μακριά της είπε, κοντά σε ποτάμι θα ζήσεις … «Σο ντα κερέλ ο μανούςς κατάρ πι γαζία νασστί νασσέλ» « Ότι και να κάνει ο άνθρωπος, από το πεπρωμένο του δεν μπορεί να ξεφύγει…»

Στα δεκατρία της άρχισαν να τη ζητούν σε γάμο, πολλοί νέοι την είχαν ξεχωρίσει και την ήθελαν για ταίρι, η Ζεμφίρα όμως απάντησε σε όλους αρνητικά… «Δεν ανήκει στη φυλή μας»…πρέπει να ακολουθήσει το δικό της πεπρωμένο …

Δύο χρόνια αργότερα, όταν άρχισαν να λιώνουν τα χιόνια και φούσκωσαν τα νερά του ποταμού, εμφανίστηκε στον καταυλισμό τους ένας καβαλάρης με κοκκινόχρυσα μαλλιά και πληγωμένο άλογο….



Ο Φόνσο έβαλε καινούργια πέταλα στο άλογό του και ο αδελφός της Ζεμφίρας και αρχηγός της Ομάδας τους, ο Σούρχε, τον φιλοξένησε δυό βδομάδες στο σπίτι του. Όταν ήρθε η ώρα να φύγει ,τους ευχαρίστησε όλους , άφησε χρήματα αν και δεν του ζήτησε κανείς, γιατί τους φάνηκε «νασσανταρντό» , κατατρεγμένος… «Μπουτ λατσχό μανούςς σι» Είναι πολύ καλός άνθρωπος , αποφάνθηκε ο Σούρχε και η Ζεμφίρα συμφώνησε μαζί του.

Δυό χρόνια πέρασαν και όταν ήρθε ο καιρός για την μεγάλη γιορτή του ΕΝΤΕΡΛΕΖΙ ο ξένος με τα κοκκινόχρυσα μαλλιά εμφανίστηκε πάλι….πάνω σε ένα λευκό άλογο σαν τον Αη Γιώργη…

Εμεινε κοντά τους σχεδόν όλο το καλοκαίρι , ήταν γιατζιτζίο σι,( γραμματισμένος), και ζήτησε την Μιρέλα σε γάμο !!!

Ο Σούρχε τον πήγε στη Ζεμφίρα κι εκείνη αφού κοίταξε τα μάτια του, το χέρι του και έριξε τα χαρτιά, τον ρώτησε : Εχεις λολιπέ; (κόκκινο σημάδι) Εκείνος έκπληκτος απάντησε : Ναι που το είδες ; Εδώ πίσω στο σβέρκο, το σκεπάζουν τα μαλλιά μου και της το έδειξε…Τότε εκείνη του απάντησε: αν σε θέλει η Μιρέλα …μι ντοβάβα νταβ τουτ (την ευχή μου σου δίνω)….

Η Μιρέλα δέχτηκε, την είχαν κερδίσει το τρυφερό του βλέμμα , οι ευγενικοί του τρόποι, η ζεστή του φωνή και η γλυκιά ταραχή που της έφερνε η παρουσία του , εξ άλλου είχε βαθειά πίστη ότι : Ο ουσουμνάλ Ντέλ τζανέλ σο κερέλ «Ο παντοδύναμος Θεός ξέρει τι κάνει».

Εγινε ο γάμος με τα τσιγγάνικα έθιμα και όταν ήρθε η ώρα να φύγουν η μπορορί (νυφούλα) με τον σσουκάρ τσχαό τζαμουτρό ( ομορφόπαιδο Γαμπρό ) όλοι τους αποχαιρέτησαν συγκινημένοι, τους έδωσαν ένα κάρο γεμάτο με τα δώρα και την προίκα της νύφης, σκεπάσματα, μπακίρια, μεταξωτά σάλια με μακριά κρόσια, φορέματα, καλάθια, πασούμια….

Μπαχταλό φανούς ! Τυχερός άνθρωπος έλεγαν οι γεροντότεροι,

Λατσχέ γκέσκο (καλόψυχη) ! της φώναζαν δακρυσμένες οι γυναίκες

Δύσκολος ο αποχωρισμός της από όλους αυτούς που την αγάπησαν και τους αγάπησε και κυρίως από την Ζαμφίρα.

Εκείνη πολύ συγκινημένη αλλά χωρίς δάκρυα της κρέμασε τον χρυσό βαφτιστικό σταυρό της, στο στήθος της και της ευχήθηκε : Ο Ντελ τε πφουραρέλ τουμέν εκχέ σσαρά ντέστε «Ο Θεός να σας γεράσει σε ένα μαξιλάρι» έβγαλε και το σκαλιστό ασημένιο δαχτυλίδι της και της το φόρεσε στο αριστερό μεσαίο δάχτυλο, στο δεξί φορούσε ανγκρουσνί , τη χρυσή βέρα που της είχε περάσει ο Γιώργης. Ο Σούρχε τους ευχήθηκε με θέρμη : Ο Νταλ σαστιπέ ντα ζουραλιπέ τε ντελ τοτ «Ο Θεός υγεία και δύναμη να σας δώσει»

Οσο ξεμάκραινε το κάρο τους, άκουγαν τις φωνές να τους συνοδεύουν ΄Ατσεν ντεβλέσα !!! «Στην ευχή του Θεού» ! μέχρι που χάθηκαν….







Εγκαταστάθηκαν σ΄εκείνο τον τόπο, στο σπιτάκι δίπλα στην ακροποταμιά.

Ηταν ευτυχισμένη, ο Γιώργης την λάτρευε, ήταν δάσκαλος κι έγραφε βιβλία. Αρχισε να την διδάσκει την ελληνική γλώσσα και έμεινε κατάπληκτος πόσο γρήγορα έμαθε να μιλάει, να διαβάζει και να γράφει…

Σχεδόν αμέσως βάλθηκε να ζωγραφίσει τους τοίχους του σπιτιού. Όλα τα μοτίβα που είχε ζωγραφίσει μέχρι τώρα, τα επανέλαβε και αισθάνθηκε αμέσως απόλυτα οικείο το νέο της σπίτι.




Ο οπωρώνας έγινε αγαπημένη της ασχολία, έμαθε να μπολιάζει τα δέντρα, ξεχορτάριαζε, ξεκλάριζε και όταν ερχόταν η ώρα της συγκομιδής, μια μεγάλη γιορτή στηνόταν στο χωριό που συμμετείχαν όλοι !!!

Στο χωριό η αλήθεια είναι ότι δεν την καλοδέχτηκαν όλοι, οι προκαταλήψεις και η προσωπικές αντιζηλίες έκαναν τους ανθρώπους καχύποπτους και μερικούς ακόμη και εχθρικούς….Ο δάσκαλος φοβήθηκε ότι ο νέος δάσκαλος θα του πάρει την θέση, ο γέροντας παπά Φιλάρετος, τους αγκάλιασε και τους καλοδέχτηκε στο Ποίμνιό του, μερικές γυναίκες την χαρακτήρισαν «Παλιοκατσιβέλα» , κάποιοι άντρες, «ξενοφερμένη» και κάποιοι άλλοι τους καλοδέχτηκαν και τους δύο ….

Φιλίες πολλές δεν έκανε η Μιλέβα, μόνο με την Βασίλω και τη Φλώρα συνδέθηκε πιο στενά, με την πρώτη γιατί ήταν συνομήλικες και η μάννα της ήταν η μαμή που την βοήθησε στη γέννα της μονάκριβής της, της Σμαράγδας . Αυτή η φιλία έμελλε να συνεχιστεί και στις θυγατέρες τους, που έγιναν αχώριστες , η Διαμάντω και η Σμαράγδα , μαζί στις σκανταλιές, στο τσαλαβούτηγμα στο ποτάμι, στο ψάρεμα, στο πλέξιμο των καλαμιών που τους έδειξε υπομονετικά η Μιρέλα αλλά και στον χορό και το τραγούδι… με την Φλώρα πάλι, ένα περιστατικό τις έφερε, από αγαθή τύχη, πολύ κοντά…..











Ένα καλοκαιρινό απομεσήμερο πού μάζευε καλάμια από την ακροποταμιά, άκουσε μακρινό κοπετό και φωνές….Σαστισμένη προσπάθησε να ξεκαθαρίσει τους ήχους και μπήκε μέχρι τους γοφούς στο ποτάμι, που στο σημείο εκείνο και ρηχό ήταν .αλλά και λόγω του καλοκαιριού, το νερό ήταν λιγοστό.

Ξαφνικά είδε στο βάθος κάτι να κυλάει στο ποτάμι, παρασυρμένο από ο νερό που αναπηδούσε πάνω στις πλατιές πέτρες της ανάβαθης απλωσιάς του, και πλησιάζοντας βρέθηκε μ΄ένα παιδάκι δύο δυόμισι περίπου χρονών στην αγκαλιά της, που είχε πιεί κάμποσο νερό….Το γύρισε ανάποδα χτυπώντας του την πλάτη μέχρι που άρχισε να κλαίει γοερά ….

Βγήκε από το νερό και ανηφόρισε στο σπίτι της προσπαθώντας να ησυχάσει το μικρό. Αφού το σκούπισε, το εξέτασε καλά μην είναι χτυπημένο σοβαρά και όταν σιγουρεύτηκε ότι μόνο μώλωπες και γρατζουνιές έχει, πήρε τον ανήφορο για το πλάτωμα κάτω από το μεγάλο πέτρινο γεφύρι που συνήθιζαν να μαζεύονται οι γυναίκες και να πλένουν τα ρούχα…..




Τις βρήκε να χτυπιούνται και να τραβούν τα μαλλιά τους…πολλές είχαν μαζί και τα παιδιά τους, όμως όλες βουβάθηκαν μόλις την είδαν με το μικρό να κλαψουρίζει στην αγκαλιά της….η μάνα του ήρθε και το άρπαξε με λαχτάρα και ανακούφιση, στη συνέχεια γονάτισε κι άρχισε να της καταφιλάει τα χέρια και τα πόδια… όλες έκαναν ένα κύκλο γύρω της μιλώντας ταυτόχρονα με λόγια που μπερδεύονταν και δεν ξεχώριζαν…

Ετσι απέκτησε μια στενή σχέση με τη Φλώρα, τη μάνα του παιδιού που έσωσε και εννοείται ότι μετά από αυτό το γεγονός, άλλαξε σχεδόν η στάση όλων των γυναικών και ανδρών απέναντί της…την καλούσαν στα σπίτια τους, την καλοδέχονταν στις κοινωνικές εκδηλώσεις και απέφευγαν να σχολιάζουν αρνητικά το «κατσιβέλικο» ντύσιμό της με της φαρδιές φούστες και τις λουλουδάτες εσάρπες με τα κρόσσια.

Εκείνη τη χρονιά ήρθαν να τους επισκεφθούν κάποιοι τσιγγάνοι από τους «δικούς της» ο Μπόϊκο και η Βομβάνα, ο Χανσί, ο Μαντσί με την Δρίνα, ο Μοντί με την Μπάκτ, ο Ιστβάν . Αφησαν τις ρουλότες τους στην πίσω αυλή, ξέζεψαν τα άλογά τους κι έμειναν κοντά τους μία εβδομάδα, μάλιστα γιόρτασαν και το ΕΝΤΕΡΛΕΖΙ παρέα…..άναψαν φωτιά, έβαλαν το φαγητό στη μεγάλη χύτρα να βράζει, χόρεψαν , η Μιρέλα μάλιστα έπαιξε βιολί και τραγούδησε μαζί τους :










Sa me amala oro kelena

Mέρα γιορτινή, μέσα στο χορό



Oro kelena, dive kerena

Όλοι οι φίλοι μας τη γιορτάζουνε



Sa o Roma daje

Ολοι οι Ρομά μαμά



Sa o Roma babo babo

Ολοι οι Ρομά πατέρα



Sa o Roma o daje

Ολοι οι Ρομά ώ μαμά



Sa o Roma babo babo

Ολοι οι Ρομά πατέρα



Ederlezi, Ederlezi

Α-Ανοιξή μου, Ανοιξή μου



Sa o Roma daje

Ολοι οι Ρομά μαμά

Sa o Roma babo, e bakren chinen

Ολοι οι Ρομά κάνουν προσφορές



A me chorro, dural vesava

Αλλά μόνο εγώ στέκομαι μακρυά



Romano dive, amaro dive

Η δική μας μέρα, όλων των Ρομά



Amaro dive, Ederlezi

Η δική μας μέρα, για την Ανοιξη







Οταν έφυγαν, φούντωσε πάλι στο χωριό η διχογνωμία…. «Θα μας κουβαληθούν εδώ οι κατσίβελοι» « Θα μας κλέψουν οι τσιγγάνοι»….ο Γιώργης τρόμαξε να την παρηγορήσει….έτσι είναι οι άνθρωποι, ξεχνούν, έχουν βαθειές προκαταλήψεις….

Ξαναήρθαν κάποιες χρονιές ακόμη και κάποια στιγμή η Μιρέλα το αισθάνθηκε στον αέρα, της το μήνυσε το βουρβουρητό του ποταμού και το φύλλωμα των δέντρων….ότι η Ζαμφείρα έχει πεθάνει…έμεινε μια εβδομάδα άλαλη σε βαθύ πένθος, μουρμούριζε στα ρομανί , έφτιαξε κόλλυβα και άναψε κεριά, το γεγονός της το επιβεβαίωσαν ο Σούρχε, ο Τζάνκο και η Πάλι, ο Γκουαρίλ και η Ανελκά που τους επισκέφθηκαν το καλοκαίρι. Δεν θα την ξεχνούσε ποτέ και κάθε μέρα θυμόταν τα λόγια που της ψιθύριζε : Μανγκέν τουτ «Μην σταματάς ν΄αγαπάς»

Ήρθε ο μεγάλος πόλεμος, έπεσε δυστυχία στον κόσμο, θάνατοι, πείνα, τραγωδίες…..στο χωριό τους ζούσαν κάθε σπίτι και το δράμα του , όλοι σχεδόν είχαν ανθρώπους στο αντάρτικο ή στον στρατό…Τραγικά τα νέα και από τους τσιγγάνους, συμφορά και θάνατος ….τους περισσότερους τους έκλειναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και τους θανάτωναν με φρικτό τρόπο…..

Κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ έγινε κάποια συμπλοκή κοντά στο πέτρινο γεφύρι, άκουγαν τα πολυβόλα να κροταλίζουν και τις μηχανές των αυτοκινήτων να μουγκρίζουν…όταν η μάχη και η αντάρα κόπασαν ο Γιωργής κατέβηκε στην ακροποταμιά νε φέρει νερό….το νερό είχε κοκκινήσει από το αίμα…..κοίταξε προσεκτικά τριγύρω….ένα κορμί μπλεγμένο στα καλάμια κι ένα ακόμη παραπέρα σκαλωμένο στα βράχια της απέναντι όχθης…..Ενας γερμανός, κι ένας αντάρτης…..αιμόφυρτοι, πληγωμένοι και οι δύο…..Τους κουβάλησε στους ώμους….τον γερμανό τον απόθεσε στο σπίτι και η Μιρέλα ξεκίνησε να κόβει πανιά αφού έβαλε καθαρό νερό να βράσει. Τον αντάρτη τον βόλεψε στην μικρή αποθηκούλα στην άκρη του οπωρώνα δίπλα στο κοτέτσι…..Τους φρόντισαν και τους δυό , ο Γερμανός ανάρρωσε πρώτος , γύρισε στη μονάδα του αφού τους ευχαρίστησε θερμά, τους βεβαίωσε ότι δεν θα ξεχάσει την καλωσύνη τους, θέλησε μάλιστα να τους πληρώσει….δεν δέχτηκαν το παραμικρό…τους έστειλε όμως την επομένη ένα αυτοκίνητο γεμάτο προμήθειες....αλεύρι, λάδι, ζάχαρη, καφέ, γάλα, αλάτι, κονσέρβες σοκολάτες...Το νέο αμέσως διαδόθηκε στο χωριό, αλλά ακόμη και όταν μοίρασαν σχεδόν όλα τα αγαθά, κάποιες γλώσσες άρχισαν να λένε τα δικά τους….: «Φίλοι των Γερμανών» «έχουμε προδότες φανερούς στο χωριό μας» …Ο αντάρτης μόλις έγινε καλά, δυνάμωσε και στάθηκε στα πόδια του, χάθηκε μέσα στη νύχτα αφού τους φίλησε κλαίγοντας τα χέρια…..Ποτέ δεν έμαθε κανείς ότι το χωριό τους ούτε κάηκε, ούτε καταστάφηκε χάρη σ΄αυτή τους την ενέργεια και οι ίδιοι ποτέ δεν μίλησαν γι΄αυτό….

Ο χρόνος πέρασε, όπως κυλάει ο ποταμός…..η Σμαράγδα παντρεύτηκε έναν έμπορο και έφυγε να ζήσει μαζί του στην μεγάλη πόλη. Αργότερα μετανάστευσαν στη Αμερική. Ο Γιώργης πέθανε στην αγκαλιά της Μιρέλας κι εκείνη τον ακολούθησε μερικά χρόνια αργότερα….

Το μικρό ζωγραφισμένο σπίτι έμεινε έρημο και ο οπωρώνας απεριποίητος και σιωπηλός….

Η Σμαράγδα αφού κήδεψε την μάνα της, χήρα πιά και η ίδια, δεν επέστρεψε στην Αμερική αλλά χτυπημένη από ανίατη ασθένεια, δεν ξαναγύρισε ποτέ στον γενέθλιο τόπο της, όμως τα παιδιά της , η Αύρα και ο Σπύρος, θέλησαν κάποιο καλοκαίρι να γνωρίσουν τον τόπο που έζησαν ο παππούς και η γιαγιά τους.

Ήρθαν σαν επισκέπτες στο χωριό , περπάτησαν στα λιθόστρωτα σοκάκια, κατηφόρησαν στο σπιτάκι που οι ζωγραφιές του είχαν πιά ξεθωριάσει αλλά μαρτυρούσαν ακόμη ,ότι κάποτε κατοικούσαν ξεχωριστοί άνθρωποι εκεί….ο οπωρώνας είχε γεμίσει αγριόχορτα τους φίλεψε όμως μερικά ροδάκινα και η πίσω αυλή ήταν σκεπασμένη με ένα παχύ στρώμα από ξερά φύλλα….υποσχέθηκαν να επιστρέψουν και να ξαναζωντανέψουν τον ονειρεμένο τόπο….

Το ποτάμι εξακολουθούσε να πορεύεται στον υδάτινο δρόμο του, το παλιό πέτρινο γεφύρι στεκόταν αγέρωχο στην θέση του αν και δεν το διέσχιζαν πιά ούτε κάρα, ούτε άλογα ούτε γαϊδουράκια, σχεδόν ούτε πεζοί πιά, διατηρούσε όμως την επιβλητική γοητεία του….







Η ζωή τα έφερε έτσι ώστε η Αύρα και ο Σπύρος να φύγουν πρόωρα από τη ζωή πριν προλάβουν να πραγματοποιήσουν την υπόσχεσή τους….όμως η κόρη της Αύρας, η Καλλιστώ έγινε σπουδαία δημοσιογράφος και παντρεύτηκε τον Πάτροκλο, καθηγητή Ιστορίας και οι δυό τους αποφάσισαν να ερευνήσουν την ιστορία της οικογένειας της Καλλιστώς… Η έρευνα αυτή τους ταξίδεψε στο παρελθόν σε τόπους μακρινούς και ιστορικούς, σε αρχεία και επιζώντες….τους γνώρισε πρόσωπα και γεγονότα που η Καλλιστώ κατέγραψε με κάθε λεπτομέρεια στο βιβλίο της….Φρόντισαν τον οπωρώνα, φύτεψαν καινούργια δέντρα, ανακαίνισαν το σπιτάκι των προ-παππούδων, έκαναν σπουδαία δουλειά αναπαλαίωσης, έφεραν ειδικούς ανθρώπους για όλα… και τώρα, σε λίγο θα έφταναν με το συνεργείο της τηλεόρασης να καταγράψουν τις μαρτυρίες των γεροντότερων του χωριού και να απολαύσουν την ολοκλήρωση του οράματός τους !!!








Η Ζαφειρούλα αναπήδησε ξαφνιασμένη από τον θόρυβο των αυτοκινήτων…..σε καλό μου, ξεχάστηκα εντελώς…..έστρωσε την ποδιά της και προχώρησε να υποδεχτεί τους νεοφερμένους….Η κοκκινομάλλα Καλλιστώ χαμογελαστή και πρόσχαρη την αγκάλιασε και την φίλησε εγκάρδια, το ίδιο και ο σύζυγός της ο Πάτροκλος, τα παλληκάρια της τηλεόρασης την χαιρέτησαν με χειραψία κουβαλώντας τις μηχανές και τα σύνεργα της δουλειάς τους , τα παιδιά την χαιρέτησαν ευγενικά και λίγο αμήχανα…..ο πατέρας τους έκανε τις συστάσεις, η καλή μας φίλη κυρία Ζαφειρούλα παιδιά και από εδώ ο Γιωργής, ο Νώντας και η Μιρέλα μας….

Τριγύρισαν στην περιποιημένη αυλή , τον Οπωρώνα, εξερεύνησαν το σπίτι με τις ζωγραφιές στους τοίχους, κατέβηκαν στην ακροποταμιά ….

Τα παλικάρια τραβούσαν εικόνες με τις μηχανές….κεραστήκανε γλυκό του κουταλιού και παγωμένο νερό εμφιαλωμένο, γιατί δυστυχώς το νερό του ποταμού ήταν επίφοβο πιά να χρησιμοποιηθεί σαν πόσιμο και ανηφόρησαν όλοι μαζί στην Πλατεία του χωριού για να παραστούν στην τελετή που είχε ετοιμάσει ο Πρόεδρος….




Είπε λίγα λόγια για την ιστορία του χωριού που γνώριζε και για την ιστορία του Γιωργή και της Μιρέλας που δεν γνώριζε, αλλά πληροφορήθηκε μέσα από το βιβλίο της Καλλιστώς και από κάποιους γέροντες που είχαν ακούσματα από τους γονείς και τους παππούδες τους.

Τους καλωσόρισε σαν νέους χωριανούς και ευχήθηκε και άλλοι συντοπίτες να μιμηθούν το παράδειγμά τους και να επιστρέψουν , να συντηρήσουν τα σπίτια των προγόνων τους και να μένουν έστω περιστασιακά… ώστε το χωριό να έχει ζωή…Στη συνέχεια κάθησαν όλοι στο μεγάλο τραπέζι που είχε στρωθεί κάτω από τον γέρικο πλάτανο της πλατείας και απόλαυσαν τα τοπικά εδέσματα, το κρασί και το φρεσκοψημένο ψωμί…..


Ο Πάτροκλος διάβασε τους στίχους ενός ποιήματος που είχε γράψει ένα φίλος , αφιερωμένο στους τσιγγάνους :


Τσιγγάνοι Στου κόσμου την απέραντη αγκαλιά είμαστε εμείς εκείνα τα ελεύθερα πουλιά που ταξιδιάρικα της μοίρας χελιδόνια, περιπλανιόμαστε όλα μας τα χρόνια, μέσα στη φτώχια και την καταφρόνια, είτε τον ήλιο ανταμώνουμε, είτε τα χιόνια. Και η μικρούλα μας ζεστή καρδιά ζητάει να βρει μια σταλιά παρηγοριά, στου Κόσμου την αγάπη και συμπόνια. εμείς ενός κατώτερου θεού σπουργίτια, χωρίς αυλές, χωράφια, δίχως σπίτια, με τα παιδιά μας, τα σκυλιά μας καραβάνι περνάμε κάθε τόπο, άστεγοι τσιγγάνοι Κι όταν ο ήλιος έχει πια στη Δύση γύρει, στήνουμε όπου βρεθούμε το φτωχό τσαντήρι. Και δεν ζητάμε τίποτα άλλο όταν δίπλα μας περνάτε, μια καλημέρα μόνο να λέτε και να μας αγαπάτε.

Στάθης Γρίβας


Ηταν μια χαρούμενη μέρα, αρχή της άνοιξης , οι τσιγγάνοι θα γιορτάζουν το ΕΝΤΕΡΛΕΖΙ αυτές τις μέρες ….και σίγουρα οι ψυχές των προπαππούδων θα τραγουδούν :


Εντερλέζι εντερλέζι σα αντό μπρόςς ασσουγκιαράβ τουτ κάνα τε αβές, κάϊ κιρνί μπαρί ρατ τε να πασστιάβ λεάκο παί αντό ηχέρ τε τζάβ τα ταβάβ,,,,,,συμμετέχοντας σ΄αυτή τη χαρά…..

Εντερλέζι Εντερλέζι, όλο το χρόνο σε περιμένω πότε να ΄ρθεις, στη δική σου μεγάλη νύχτα να μην κοιμηθώ, ποταμίσιο νερό στο σπίτι να πάω να φέρω….»











Σημείωση :

Ederlezi: Η μεγαλύτερη γιορτή των Τσιγγάνων, η γιορτή της Άνοιξης. Θρησκευτικά ταυτίζεται με την Γιορτή του Αη-Γιώργη. Ξεκινάει να γιορτάζεται στις 23 Απριλίου και κορυφώνεται στις 6 Μαΐου.



Η  λέξη που επέλεξα   γιά την αγαπημένη ΑΧΤΙΔΑ : ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΟΤΗΤΑ και η φωτό :


Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020

Αντιμετωπίζοντας σωστά... τον κορονοϊό

Και βέβαια θα κάτσω σπίτι και θα περάσω υπέροχα !!! Εχω τόσα πράγματα να κάνω !!! Καμία μαγκιά , τα πράγματα είναι σοβαρά....




Ξεκινάω να τακτοποιήσω εκείνες τις φωτό που είναι σκόρπιες σε συρτάρια, τσάντες, σακούλες, κουτιά, ράφια....
Λέω να κάνω κι ένα ξεκαθάρισμα σε ντουλάπες και συρτάρια....χρόνια τώρα το λέω και κάνω  κατά καιρούς κάτι αποσπασματικές ενέργειες,  αλλά τώρα είμαι αποφασισμένη να κάνω επιτέλους σωστή δουλειά...
Πάντα είχα επιθυμία να μάθω βελονάκι.....τώρα έχω το χρόνο να παρακολουθήσω όσα βίντεο αντέχω....
Τρία τέσσερα βιβλία που έχω στόχο να διαβάσω, αν και δυσκολεύομαι λόγω γλαυκώματος, νομίζω ότι θα τα καταφέρω....
Εχω μπόλικα υλικά χειροτεχνία και κοσμήματος... θα ανασκουμπωθώ....
Εχω φίλους διαδικτυακούς που μπορώ άνετα να επικοινωνώ μαζί τους και το τηλέφωνο φυσικά προσφέρεται γιά άμεση επικοινωνία...με τους συγγενείς και φίλους...
Εχω μισοτελιωμένα- μισοαρχινισμένα καμιά 15αριά κεντήματα.....ίσως είναι ευκαιρία κάποια να τα ολοκληρώσω να μην με βλαστημούν οι κληρονόμοι....
Ευκαιρία να γίνει μία καλή τακτοποίηση-ξεκαθάρισμα στα ντουλάπια της κουζίνας....να πεταχτούν τυχόν ληγμένα, να χρησιμοποιηθούν τα υπόλοιπα....πριν λήξουν....
Γιά προφανείς λόγους δεν θα το ρίξω ασύστολα στην μαγειρική και ζαχαροπλαστική....

΄Ομως θα λιώσω στην οθόνη του υπολογιστή σερφάροντας σε Μουσεία και Βιβλιοθήκες....




Εννοείται ότι  ολοήμερη συντροφιά θα υπάρχει ....μπόλικη μουσική και το βράδι ταινίες επιλογής μας....!!!

Μία φίλη μου έστειλε αυτό :

Τραγουδιέται με μουσική υπόκρουση Κηλαϊδόνη!!!https://youtu.be/ulm9wV3h864





Κόλλησε η Δήμητρα τη Μαίρη

φίλη που την είχε από παιδί

Κόλλησε μετά και τον Λευτέρη
το 'φεραν κι οι δυο στο Θοδωρή
Κόλλησε η Τασία
που χε πάει Βενετία
που το έφερε στο σπίτι
και κολλά και τον Κωστή
και η Νίκη με το Γιάννη
τώρα σύγκρυο τους πιάνει
γιατί φίλησαν προχθές το Θοδωρή
Βήξανε στο Θάνο
που δεν πήγε στο Μιλάνο
που χε σύζυγο τη Ρέα
και κουνιάδα την Ηρώ
αρρωστήσανε κι οι δύο
κι έχουν πάει νοσοκομείο
Ω να πάρει τους χαιρέτησα κι εγώ.


Φεύγει η Γιώτα από την Αμαλιάδα

για να πάει Ιερουσαλήμ

κόλλησαν πενήντα στην ομάδα

κάτω κι ο παπάς ο Σεραφείμ

Ανεβάσαν το Σταμάτη

στο σαράντα παρά κάτι

και τον βάλαν καραντίνα

μ' άλλους τρείς στο Αττικό

κι απ' τη Ζάκυνθο το Νιόνιο

τον κρατούν με οξυγόνο

που τον κόλλησε στην Πάτρα η Φιλιώ

Νάτη κάτω και την Άση

του μανάβη του Θανάση

που χε πάει Σαλονίκη

στην κουμπάρα τη Γωγώ

που χαιρέτησε τη Ρίτα

όταν ζύγιζε τα βλίτα

Ω να πάρει εκεί ψώνιζα κι εγώ


Κόλλησε ο Λουκάς στο λεωφορείο

κόλλησε κι η ατσίδα η Λενιώ

κλείσαν και ψεκάσαν το σχολείο

κόλλησαν τον Παύλο το γιατρό

Αρρωσταίνει η Μελίτη

που της έτρεχε η μύτη

που χει γκόμενο το Γιώργο

τον κολλάει το λοιπόν

κι η Κλειώ απ την Καβάλα

δεν της φτάναν όλα τ άλλα

της τελειώσαν ασπιρίνες και ντεπόν

Την πατάει κι η Ευγενία

Που 'χει ελιές στη Μεσσηνία

και κολλάει το Σωκράτη

της δουλειάς τ' αφεντικό

κι απ’ αυτόν που είναι λάσκα

και δε φόραγε τη μάσκα

βρε τι έπαθα, το κόλλησα κι εγώ.

Ας ελπίζουμε να δείξουμε όλοι την αναγκαία σύνεση και σοβαρότητα και να μήν κολλήσει κανείς !!!



Δευτέρα 2 Μαρτίου 2020

Το έθιμο της χελιδόνας και τα κάλαντα του Μάρτη


Ο Μάρτης είναι ο πρώτος μήνας της Άνοιξης.
Οι μητέρες δένουν ακόμα και σήμερα στα χέρια των παιδιών τους ένα βραχιόλι από πολύχρωμες κλωστές, που το λένε «μάρτη», για να μην τα «μαυρίσει» ο ήλιος. Είναι ένα μαγικό προφύλαγμα για τη νέα εποχική περίοδο. Το περίδεμα αυτό το φορούσαν τα παιδιά ως τη Ανάσταση ή ώσπου να πρώτο δουν χελιδόνι.
Το μήνα αυτό τα παιδιά έφτιαχναν ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδόνας, το οποίο στόλιζαν με ζουμπούλια. Έπειτα το γύριζαν από σπίτι σε σπίτι σ' όλο το χωριό τραγουδώντας τραγούδια για τον ερχομό των χελιδονιών. Οι νοικοκυρές έδιναν στα παιδιά λεφτά, λάδι, κρασί, αλεύρι, σιτάρι. Τα λεφτά καθώς και τα προϊόντα αυτά τα αφιέρωναν τα παιδιά στην εκκλησία.
Είναι σημαντικό ότι το έθιμο αυτό επιβιώνει από τους αρχαίους Έλληνες και σε άλλα μέρη της πατρίδας μας όπως στη Μακεδονία, Θράκη, Δωδεκάνησα. Πρόκειται για τα λεγόμενα «χελιδονίσματα» τα ανοιξιάτικα κάλαντα.
Την πρώτη Μαρτίου τα παιδιά γυρνάνε στα σπίτια κρατώντας ένα αρθρωτό ομοίωμα χελιδονιού, την «χελιδόνα», και τραγουδούν ένα είδος καλάντων, τα χελιδονίσματα. Το έθιμο της χελιδόνας, έχει τις ρίζες του στην αρχαία Ελλάδα και επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας σε πολλές περιοχές του Νομού Καρδίτσας (Παλαμά, Μουζακίου, Λίμνης Πλαστήρα, Σοφάδων κ.α.)
Σύμφωνα με τον κ. Απόστολο Φιρφιρή, Πρόεδρο του Κέντρου Πολιτιστικών Ερευνών Πεδινής Θεσσαλίας, για το παιδικό δρώμενο, το τραγούδι της χελιδόνας (τα κάλαντα της άνοιξης), (στην περιοχή του Παλαμά) τα παιδιά κρατούν ξύλινο ομοίωμα της χελιδόνας, το οποίο περιστρέφεται πάνω σε βάση φτιαγμένη με διαφορετικό τρόπο σε κάθε σπίτι.
xelidonismata palama4Παλαιότερα στη βάση (κόθρο) είχαν κρεμασμένες «κοκαλίτσες» (κελύφη από σαλιγκάρια) οι οποίες δημιουργούσαν πραγματική «συναυλία» στην περιστροφή της χελιδόνας.
Γύρω από το μικρό ξύλινο ιστό της χελιδόνας μαζεύεται ένα σχοινί το οποίο τραβούν τα παιδιά για να γυρίζει η χελιδόνα γρήγορα. Τα παιδιά γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας το τραγούδι της χελιδόνας παίρνοντας διάφορα φιλοδωρήματα. Το τραγούδι όπως διασώθηκε μέχρι σήμερα λέγει:
Μάρτης ήρθε
καλώς μας ήρθε
χελιδόνα έρχεται
θάλασσα επέρασε
έκατσε και λάλησε
και γλυκά κελάηδησε
Μάρτη, Μάρτη μου καλέ
και Φλεβάρη χιοναρέ
κι ο Απρίλης ο γλυκύς
έφτασε δεν είναι αργά
τα πουλάκια κελαηδούν
κελαηδούν κι αυγά κλωσούν
κι ανεβαίνουν στα κλαριά
και φωνάζουν με χαρά
Μάρτης ήρθε.
Στις περισσότερες περιπτώσεις τα παιδιά τελειώνουν με τις φράσεις: Μέσα Μάρτης όξου τα ψήλια (Μέσα Μαρτς όξ' τα ψήλια). Είναι μια παλιότερη ευχή για τα αγροτικά σπίτια με τους αχυρώνες και τους στάβλους που το χειμώνα «γέμιζαν» ψήλους. Παλαιότερα τα παιδιά έπρεπε να σηκωθούν νύχτα για να ξεκινήσουν το τραγούδι. Έπρεπε λέει να προλάβουν τον ερχομό της Άνοιξης με τραγούδι για να πάνε όλα καλά. Για τις ώρες αυτές της νύχτας, μέχρι να ξημερώσει η πρώτη μέρα της άνοιξης, ειπώθηκαν από την πιτσιρικάδα πολλά για στοιχειά, φαντάσματα, καλότυχες, λάμιες, δρίμες που βγαίνουν από την παιδική φαντασία απ' αυτά που άκουγαν.




Το τραγούδι της χελιδόνας «χελιδόνισμα», όπως λέγεται σε διάφορες περιοχές, ήταν σίγουρα πιο μεγάλο, αλλά ξεχάστηκαν οι τελευταίες του στροφές όταν το έθιμο άρχισε να φθίνει. Τούτο αποδεικνύεται από μία στροφή που καταγράψαμε στον Παλαμά από ηλικιωμένους παλαιότερα:
Άφ'σα σύκα και σταφύλια
και σταυρό στη θυμωνίτσα
γύρ'σα πίσω δεν τα βρήκα
βρήκα στάρια φυτρωμένα
και αμπέλια κλαδεμένα.
Είναι λόγια που μπαίνουν στο στόμα της χελιδόνας και που θέλουν να τονίσουν τις αλλαγές που έγιναν στη φύση στο διάστημα αυτό από τον καιρό που έφυγε η χελιδόνα μέχρι τώρα που γύρισε. Άξιο θαυμασμού είναι ότι όχι μόνο το έθιμο αλλά και το ίδιο το τραγούδι παρουσιάζουν ομοιότητα με αυτό της αρχαιότητας που μας παρέδωσε ο Αθηναίος (Η, 60) γύρω στα 200 μ.Χ. αλλά ανάγεται σε πολύ παλαιότερα χρόνια. Το τραγουδούσαν και τότε τα παιδιά που περιέφεραν το ομοίωμα της χελιδόνας ζητώντας φιλοδωρήματα. Η ομοιότητα του αρχαίου τραγουδιού δεν είναι μόνο εννοιολογική αλλά και εν μέρει λεκτική:
Ήλθ' ήλθε η χελιδών
καλάς ώρας άγουσα
καλούς ενιαυτούς
επί γαστέρα λευκά
επί νώτα μέλαινα
παλάθαν συ προκύκλει
εκ πίονος οίκου.
Οίνου τε δέπαστρον
τυρών τε κάνιστρον
και πυρών α χελιδών
και λεκιθίταν
ουκ απωθείται…
Το αρχαίο τραγούδι παρουσιάζει ομοιότητα και με την τελευταία στροφή σ' ένα απ' τα τραγούδια του Λάζαρη τα γνωστά λαζαριάτικα που λέγει στον Παλαμά.
Το καλαθάκι μ' θελ' αυγό
κι η τσέπη μ' κουκουσίτσα *
κι του δεξί χειράκι μου
θελ' ένα παρατζέλου **
Μία παραλλαγή του τραγουδιού της χελιδόνας από την Αστρίτσα (Μπουλή) αναφέρει:
Μπαίνει βγαίνει η κυρά
φερ΄ αυγά σαρακοστά
για να δώσει στα πιδιά
που τραγούδησαν του Μαρτ'
Το έθιμο όπως μας πληροφορεί ο θρησκειολόγος M. Nilson έχει τις ρίζες του στην αγροτική λαϊκή λατρεία, σε θρησκευτικές και μαγικές δοξασίες.
Σήμερα στη Θεσσαλία σε λίγα χωριά συνεχίζεται το έθιμο. Σε πολλά χωριά σταμάτησε εδώ και λίγα χρόνια και μόνο οι ηλικιωμένοι το θυμούνται και το τραγουδούν όταν τους ρωτάς, νοσταλγώντας τα παλιά. Δεν πρέπει όμως να σταματήσει και όπου σταμάτησε πρέπει να αναβιώσει και να συνεχιστεί. Είναι εθνική μας υποχρέωση, ανάγκη επιτακτική, να συνεχιστεί. Διατηρήθηκε χιλιετηρίδες και δεν δικαιολογείται να σταματήσει σήμερα που οι εχθροί της πατρίδας μας φτάνουν στο σημείο να αμφισβητούν τα γεωγραφικά μας σύνορα.
Πολλές οικογένειες φτιάχνουν το ομοίωμα της χελιδόνας, τη «χελιδόνα» όπως τη λένε, μόνοι τους και εκεί ο καθένας βάζει το μεράκι του. Άλλα παιδιά χρησιμοποιούν τη “χελιδόνα” του πατέρα ή και του παππού που την έχουν φυλαγμένη καλά στο σπίτι τους. Οι μεγάλοι ξέρουν καλά την τέχνη της κατασκευής της «χελιδόνας». Υπολογίζουν το μέγεθος και το βάρος της ώστε να είναι “ζυγιασμένη”, να μαζεύει καλά το σχοινί και να γυρίζει γρήγορα και με άνεση. Ανάλογα με την κατασκευή η «χελιδόνα» έχει και διαφορετικό θόρυβο. Όταν είναι καλά κατασκευασμένη και «ζυγισμένη» χωρίς «τζόγο» και περιττές τριβές, ο μοναδικός θόρυβος που κάνει είναι αυτός της περιστροφής. Ακούγεται, δηλαδή, βούισμα και η «χεριδόνα» είναι επιτυχημένη στην κατασκευή και τότε τη λέμε «βαγκανούσα». Όταν, όμως, δεν είναι ζυγισμένη και έχει «τζόγο» στον ιστό, ακούγεται ο θόρυβος του ξύλου «κρρρ», για αυτό και τη λέμε «καρκαρούσα». Για τους ερευνητές των αρχαίων μουσικών οργάνων και τους μουσικολόγους το ομοίωμα της χελιδόνας θεωρείται ένα από τα αρχαιότερα μουσικά όργανα. Είναι άλλωστε μουσικό όργανο αφού συνοδεύει τραγούδι και σκοπό.
Αφού περάσει μία μέρα με ευχάριστη οικονομική δραστηριότητα, το μεσημέρι, οι πιτσιρικάδες θα κάνουν ένα απολογισμό για τα έσοδα, τα οποία και θα μοιράσουν μεταξύ τους.
Ύστερα θα φυλάξουν τη «χελιδόνα» στο σπίτι τους και θα πουν…… Και του χρόνου!
* Κουκουσίτσα, κουκόσια = το καρύδι
** Παρατζέλια = μικρά νομίσματα-παρατζέλια κρεμούσαν και οι καραγκούνες στις επίσημες μέρες. Τα παρατζέλια ήταν πιο μικρά σε μέγεθος απ' τα φλουριά και μικρότερης αξίας. Πολλές φορές οι καραγκούνες για να τα ξεχωρίσουν απΆ τα φλουριά που φορούσαν τα ονόμαζαν και λιανοφλούρια.
Το τέλος του Χειμώνα και τον ερχομό των χελιδονιών γιόρταζαν τα παιδιά από την αρχαιότητα με τα "χελιδονίσματα". Ο συγγραφέας Αθηναίος (2ος αιώνας μ.Χ.) έχει διασώσει ένα "χελιδόνισμα" που τραγουδούσαν τα παιδιά στη Ρόδο. Κρατώντας ένα ομοίωμα χελιδονιού, τριγύριζαν στην πόλη και ζητούσαν φιλέματα.



Στα πρώτα βυζαντινά χρόνια, το "ελληνικό" έθιμο της χελιδόνας θεωρήθηκε ειδωλολατρικό και στην αρχή απαγορεύτηκε από την εκκλησία. Παρ' όλα αυτά όμως τα παιδιά συνέχιζαν να τραγουδούν τον ερχομό της Άνοιξης και έτσι το έθιμο διατηρήθηκε όπως ακριβώς και στην αρχαιότητα. Σε κάθε μεριά της Ελλάδας, την 1η του Μαρτη τα παιδιά ξεχύνονταν στους δρόμους για να καλωσορίσουν τα χελιδόνια τους, τους αγγελιοφόρους της Άνοιξης. Κρατούσαν στα χέρια τους ένα ξύλινο χελιδόνι και του κρεμούσαν στο λαιμό κουδουνάκια . Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα "χελιδονίσματα" ενώ τα κουδουνάκια συνόδευαν το τραγούδι τους.
Ήρθε ήρθε χελιδόνα
ήρθε και άλλη μεληδόνα
κάθισε και λάλησε
και γλυκά κελάηδησε:
Μάρτη, Μάρτη μου καλέ,
και Φλεβάρη φοβερέ
κι αν φλεβίσεις κι αν τσικνίσεις
καλοκαίρι θα μυρίσεις
Κι αν χιονίσεις κι αν κακίσεις
πάλιν άνοιξη θ' ανθίσεις.
Σε άλλα μερη λένε:
«Του Μάρτη χελιδονίσματα»
Χελιδόνα έρχεται
από μαύρη θάλασσα
θάλασσα επέρασε
τη φωλιά δε ξέχασε
εν δυο, εν δυο.
Μάρτη, Μάρτη βροχερέ
και Απρίλη δροσερέ
τα πουλάκια κελαηδούν
τα δεντράκια φύλλα ανθούν
τα πουλάκια αυγά γεννούν
κι αρχινούν να τα κλωσούν.
Χαρακτηριστικό είναι ένα άλλο ανοιξιάτικο έθιμο της βροχής, που σχετίζεται με την ανησυχία του αγροτικού κόσμου για τη βροχή και γίνεται συνήθως λίγο πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα. Μαζεύονταν λοιπόν παιδιά μέχρι δεκαοκτώ χρονών και ορίζονταν με κλήρωση ένα από αυτά που το έντυναν με χόρτα.
Έπειτα έπαιρναν ένα παγούρι και ένα ποτήρι και γύριζαν από σπίτι σε σπίτι. Στο κάθε έριχναν στο ντυμένο με χόρτα παιδί ένα ποτήρι νερό, το οποίο κουνιόταν με αποτέλεσμα να στάζει κάτω το νερό. Κάθε φορά έλεγαν την παρακάτω προσευχή:
«να βρέξει αγαπημένε Θεέ να μεγαλώσουν τα σπαρτά».
ΧΕΛΙΔΟΝΙΣΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Μάρτης μας ήρθε,καλώς μας ήρθε
τα χελιδόνια έρχονται από την Αραβία,
μας φέρνουνε την άνοιξη κι όλο το καλοκαίρι
και ΄μεις για τούτο ήρθαμε, να πούμε καλημέρα
και να παρακαλέσουμε Χριστό και Παναγία
να μας βοηθά παντοτινά και όλοι με υγεία. Και του χρόνου!
ΧΕΛΙΔΟΝΙΣΜΑ ΣΑΜΟΥ (1o)
Δόνι, χελιδόνι
ήρθες, καλώς ήρθες.
Φκιάσε τη φωλιά σου
κάμε τα πουλιά σου
φκιάστηνε στο σπίτι
κανένας δεν τη γκίζει.
ΧΕΛΙΔΟΝΙΣΜΑ ΣΑΜΟΥ (2o)
Το χελιδόνι το πουλί
πάει πέρα κι’ έρχεται
πάει και ξανάρχεται
στήνει μήνυμα και λέει
πως είναι καλοκαίρι.
ΧΕΛΙΔΟΝΙΣΜΑ ΡΟΔΟΥ
Το χελιδόνισμα της Ρόδου, ένα ανώνυμο δημώδες άσμα, παραδίδεται από τον Αθήναιο (ακμή: περ. 200 μ.Χ.), ο οποίος αντλεί τις πληροφορίες του από το έργο Περὶ τῶν ἐν Ρόδῳ θυσιῶν του ιστοριογράφου Θέογνη, που δεν γνωρίζουμε πότε έζησε. Το άσμα είναι πιθανώς πολύ παλαιότερο, ενδεχομένως παλαιότερο και από τον 5ο αι. π.Χ., αφού ο Αριστοφάνης φαίνεται να έχει υπόψη του κάποιο χελιδόνισμα. Το τραγουδούσαν παιδιά που πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι τον μήνα Βοηδρομιώνα (περ. 15 Φεβρουαρίου-15 Mαρτίου), δηλ. όταν έρχονταν τα χελιδόνια, οι προάγγελοι της άνοιξης. Στα παιδιά έδιναν γλυκίσματα, άλλα φαγώσιμα ή ακόμη και κρασί.
Τα άσματα αυτά. ανάλογα των οποίων υπάρχουν και σήμερα, κατά κανόνα συνδέονται με κρίσιμες μεταβάσεις μέσα στον κύκλο του έτους (πρωτοχρονιά, αρχή της άνοιξης κ.ά.) και έχουν συχνά ευετηρικό χαρακτήρα, αποσκοπούν δηλ. στο να φέρουν "καλή χρονιά". Παρόμοια χελιδονίσματα έχουν καταγραφεί στους νεότερους χρόνους σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Πανελλήνια γνωστό είναι το «ήρθε, ήρθε η χελιδόνα...».
“Το Χελιδόνισμα της Ρόδου”
ἦλθ᾽ ἦλθε χελιδών
καλὰς ὥρας ἄγουσα,
καλοὺς ἐνιαυτούς,
ἐπὶ γαστέρα λευκά,
5ἐπὶ νῶτα μέλαινα.
παλάθαν σὺ προκύκλει
ἐκ πίονος οἴκου
οἴνου τε δέπαστρον
τυροῦ τε κάνυστρον·
10καὶ πύρνα χελιδών
καὶ λεκιθίταν
οὐκ ἀπωθεῖται· πότερ᾽ ἀπίωμες ἢ λαβώμεθα;
εἰ μέν τι δώσεις· εἰ δὲ μή, οὐκ ἐάσομες·
ἢ τὰν θύραν φέρωμες ἢ τὸ ὑπέρθυρον
15ἢ τὰν γυναῖκα τὰν ἔσω καθημέναν·
μικρὰ μέν ἐστι, ῥᾳδίως νιν οἴσομες.
ἂν δὴ τι φέρῃς, μέγα δή τι φέροις·
ἄνοιγ᾽ ἄνοιγε τὰν θύραν χελιδόνι·
οὐ γὰρ γέροντές ἐσμεν, ἀλλὰ παιδία.
Μ. Ζ. Κοπιδάκης
Ήλθε το χελιδόνι ήλθε
φέρνει τις καλοκαιριές
και χαρούμενες χρονιές,
κάτασπρη έχει την κοιλιά,
μαύρη την ουρά.
Ρίξε συκοπιταρίδα
από το αρχοντικό σου,
φέρε κύπελλο κρασί
και κανίστρι με τυρί.
Και το ξεροκόμματο,
μα και το αυγόψωμο
αγαπά το χελιδόνι. Να του δίνουμε ή θα καλοχεριστούμε;
Αν μας δώσεις -Αν μας αρνηθείς, ησυχία δεν θα βρεις
ή θα αρπάξουμε την πόρτα ή τ᾽ ανώφλι της
ή τη νοικοκυρά που ᾽ναι μες στο σπίτι·15
είναι μικροκαμωμένη, εύκολα σηκώνεται.
Αν θα μας φιλοδωρήσεις, να ᾽ναι κάτι που αξίζει.
Άνοιγε, άνοιγε τη θύρα στα χελιδονάκια·
δεν είμαστε δα γέροι, είμαστε παιδιά.
Χελιδονίσματα Κρήτης (Κάλαντα της Άνοιξης)
Ο Μάρτης ήρθε με χαρές και με δροσιές γεμάτος,
όλα τα έχνη τα κακά να μη φανή η φανιά ντως,
όξω ψύλλοι και κοργοί, όφιδες και μποντικοί
κολισαύρες και λιακόνια,
όξω απού τ΄ αφεντικού το στρώμα.
Το χελιδόνι νάρχεται , στο σπίτι να φωλεύγει,
και να του δίδετε θροφή να παίρνει να μισέβγει
να πηαίνει εις την έρημο, να είναι φορτωμένο,
να τρώει να ευφραίνεται κι αυτό το βλοημένο
δώτε και μας τον κόπο μας, ό,τι είναι ο ορισμός σας
και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι ο βοηθός σας,
χρόνους πολλούς να ζήσετε, πάντα ευτυχισμένοι
σωματικά και ψυχικά να είστε ευτυχισμένοι .