Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021

Δρώμενο : ΦΩΤΟ και φράση από την ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ Η Συμμετοχή μου με το αφήγημα : " ΤΩΝ ΤΡΑΙΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΕΣ"

 

Νέο δρώμενο από την Μαίρη μας της ΓΗΙΝΗΣ  ΜΑΤΙΑΣ https://ghinimatia.blogspot.com/2021/11/1.html, νέα πρόκληση και συμμετοχή !!!

Επιλέγω την ΦΩΤΟ      




και η φράση :  "από το παράθυρο του βαγονιού , αυτό που είδα μου άλλαξε την ζωή"


Των τραίνων ιστορίες.....

H συμμετοχή μου στο νέο δρώμενο της Γήϊνης Ματιάς, είναι  βασισμένη  σε προσωπικά βιώματα αλλά  κυρίως στις πραγματικές διηγήσεις συναδέλφων και παλαίμαχων Σιδηροδρομικών....Αφηγηματικά ταξιδιάρικη σε παλιότερες εποχές, ελπίζω να την απολαύσετε.....Η ιστορία μου έχει δημοσιευτεί πριν από αρκετά χρόνια στο Μπλόκ μου .... αλλά στην παρούσα έκδοση αναδιαμορφώθηκε, εμπλουτίστηκε και προσαρμόστηκε στους κανόνες του δρώμενου ( παρά την αρχική μου πρόθεση να περιορίσω την έκτασή της.....δεν τα κατάφερα......ως συνήθως.....)
Τα ονόματα είναι φανταστικά όμως οι χαρακτήρες και τα περιστατικά είναι πέρα για πέρα αληθινά.....


Των τραίνων ιστορίες…



Ο Αστέριος από τότε που θυμότανε τον εαυτό του, είχε μία λατρεία στα τραίνα, μάλλον γεννήθηκε μ΄αυτήν, μιάς και ο παππούς αλλά και ο πατέρας του, δύο μπαρμπάδες του και ένας πρωτοξάδελφός του ήτανε σιδηροδρομικοί.

Γνώριζε από πολύ μικρός, τα δρομολόγια, τους σταθμούς, τους τύπους των βαγονιών, των μηχανών, τον ενθουσίαζε το σφύριγμα των συρμών, τον μάγευε ο ήχος των πιστονιών και αγαπούσε ακόμη και την οσμή του μαύρου καπνού του λιθάνθρακα.

Ήτανε άτυχος όμως, μόλις άγγιξε τ΄όνειρό του, κι έβαλε επιτέλους τη πολυπόθητη μπλέ στολή και το πηλίκιο με το σήμα των Ελληνικών Σιδηροδρόμων, έτυχε εκείνο το τρομερό δυστύχημα στο Μπράλο, ο εκτροχιασμός και η φωτιά που ακολούθησε, έγιναν αιτία να χάσουν τη ζωή τους πέντε άνθρωποι και να τραυματιστούν σοβαρά πάνω από τριάντα….Σ΄εκείνο το δυστύχημα σκοτώθηκε ο Μηχανοδηγός, ο Προϊστάμενος , ο Τόλης ο ελεγκτής από την ΄Αρτα , που πάλεψε ενάμισι μήνα στην εντατική και τελικά έχασε τη μάχη και τέλος με σπασμένα τέσσερα πλευρά και χωρίς το μισό δεξί του πόδι και δύο δάχτυλα του αριστερού του χεριού, επέζησε ο δόκιμος μηχανοδηγός, ο Αστέριος.
Ο αδελφικός φίλος  του ο Φωκίων,  που  εκτελούσε χρέη Συνοδού στις Κλινάμαξες και από τύχη αγαθή σώθηκε με μικροεκδορές, εξιστορούσε γιά χρόνια τις λεπτομέρειες εκείνου του τρομερού δυστυχήματος και πάντα συγκλονισμένος επαναλάμβανε : "Ολα τα βαγόνια είχαν εκτροχιαστεί εκτός από  τις δύο τελευταίες Κλινάμαξες.  Ημουν στην τελευταία και μόλις είχα ολοκληρώσει τον έλεγχο των εισιτηρίων,  ξαφνικά  ακούστηκε ένας τρομακτικός θόρυβος και ένα  τεράστιο τράνταγμα με έριξε κάτω στον διάδρομο , μόλις κατάφερα να σηκωθώ,  από το παράθυρο του βαγονιού , αυτό που είδα μου άλλαξε την ζωή"....  Ολα τα βαγόνια μπροστά είχαν εκτροχιαστεί, η μηχανή και τα τρία πρώτα βαγόνια ήταν σχεδόν διαλυμένα, το στρίγγλισμα των φρένων, ο  εκκωφαντικός ήχος των μετάλλων που συνθλίβονταν ,  οι φωνές και τα ουρλιαχτά, τα εκτροχιασμένα βαγόνια, η φωτιά......στοιχειώνουν τον ύπνο μου κάθε βράδυ....




Τέσσερις οδυνηρούς μήνες πέρασε στο Νοσοκομείο ο Αστέριος και όταν βγήκε δεν την ήθελε τη ζωή του, καταρρακωμένος κλείστηκε στον εαυτό του……είκοσι τεσσάρων ετών παλικάρι και τον έτρωγε η αυτολύπηση και ο πόνος, μέχρι την  ημέρα που ο πατέρας, οι μπαρμπάδες και τα ξαδέλφια του, τον φέρανε με το ζόρι, σηκωτό σχεδόν,  στο Σταθμό….

Ανάσανε τη γνώριμη μυρωδιά, άκουσε το σφύριγμα, την αναγγελία της άφιξης και αναχώρησης, ανατρίχιασε στο στριγγό ήχο των φρένων και έκλαψε από απόγνωση….όμως οι δικοί του άνθρωποι και όσοι συνάδελφοι βρέθηκαν εκεί, όλοι μια οικογένεια, μια αγκαλιά τον σηκώσανε στους ώμους και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε μ΄ένα κλειδί στο χέρι μπροστά στην ξύλινη πόρτα του ισογείου ενός κτίσματος δίπλα στο Σταθμό….

Τέλος πάντων, οι συνάδελφοι και οι δικοί του, είχανε καταφέρει με συνεχή διαβήματα στον Οργανισμό να εξασφαλίσουν άδεια χρήσης 30 ετών γι΄ αυτό το παλιό οικοδόμημα, μία πετρόκτιστη αποθήκη που ήτανε εγκαταλελειμμένη από χρόνια, εκεί δίπλα, μεσοτοιχία σχεδόν με την αίθουσα εμπορευμάτων του Κεντρικού Σταθμού.

Εκεί άρχισε να ξαναζεί ο Αστέριος, με τα χρήματα της αποζημίωσης και με την αγάπη και συμπαράσταση των δικών του ανθρώπων, των φίλων και όλης σχεδόν της «οικογένειας» , έφτιαξε το Καφενείο «Ο ΣΤΑΘΜΟΣ».








Ένα καφενείο φιλόξενο, με γυαλισμένο πάτωμα, τραπεζάκια με λευκό μάρμαρο  και ξύλινες καρέκλες, με άπειρα κάδρα στους τοίχους που απεικόνιζαν…τι άλλο; Τραίνα !!! Ντηζελομηχανές, ατμομηχανές, βαγόνια επιβατικά, εμπορικά, ταχυδρομικά, Αμαξοστοιχίες ολόκληρες, κλινάμαξες… αυτοκινητάμαξες….

Έναν ολόκληρο τοίχο τον είχε αφιερώσει αποκλειστικά στις εξαιρετικές Αφίσσες του θρυλικού ORIENT EXPRESS, ήτανε το καμάρι του, μία συλλογή που είχε ξεκινήσει ο συχωρεμένος ο παππούς του, που εργάστηκε για 40 χρόνια σχεδόν, σ΄αυτό το  μυθικό τραίνο !!!




Εκεί απάγκιασε , ξαναβρήκε το χαμόγελο και τη χαρά της ζωής, εκεί γνώρισε και τη γυναίκα του, τη Γλυκερία κι απέκτησε μαζί της μία πραγματικά ευτυχισμένη οικογένεια που συμπληρώθηκε από 3 θαυμάσια παιδιά, την Ισμήνη , την Ισιδώρα και τον Φίλιππο.

Το Καφενείο του Αστέριου δεν εξυπηρετούσε μόνο τους ταξιδιώτες, έγινε σημείο συνάντησης των εν ενεργεία σιδηροδρομικών και στέκι των συνταξιούχων , που το αποκαλούσαν "εντευκτήριον" κι εκείνος ακούραστος και σβέλτος, έχοντας ξεπεράσει το εμπόδιο του πρόσθετου μέλους, απολάμβανε τους γνώριμους ήχους των αγαπημένων του τραίνων και τις απολαυστικές ιστορίες των συναδέλφων πρώην και νυν… Με βοηθούς τον  Βασιλάκη, ένα παλληκαράκι πεντάρφανο, μεγαλωμένο στο Χατζηκυριάκειο και την κυρά Φιλιώ, χήρα συναδέλφου, στο θαυματουργό κουζινάκι του καφενείου, εκτός από καφέδες μοσχομυριστούς και μερακλήδικους , κατασκευάζονταν από τον ίδιο τον Αστέριο, εξαιρετικοί μεζέδες , ποικιλίες, λουκάνικα κάθε λογής, κεφτεδάκια  μυρωδάτα, σουτζουκάκια ονειρεμένα με κάτασπρο βουτυράτο πιλάφι και οι περίφημοι γαυροκεφτέδες και ρεβυθοκεφτέδες με την κορυφαία συνταγή της σμυρνιάς πεθεράς του, της κυρά Μαρίτσας. 
Αλλά και η Φιλιώ, Μακεδόνισσα γαρ, διέπρεπε στις νόστιμες πίτες  με φύλλο χειροποίητο και τα γλυκά, δεν υπήρχε γλυκό του κουταλιού που να μην έχει φτιάξει, όσο για τα σιροπιαστά, όποιος δοκίμαζε, σίγουρα επιθυμούσε να ξαναδοκιμάσει.... ειδικότητά της οι λουκουμάδες, οι γαλατόπιτες, το σαραγλί, το ραβανί,  η μπουγάτσα με κρέμα και τυρί, τα ροξάκια και το θεϊκό εκμέκ καταϊφι με φυστίκι Αιγίνης…..

Χθές, εκεί στο καφενεδάκι του Σταθμού, στο "εντευκτήριον" έγινε μία από τις συνηθισμένες μαζώξεις των παλαίμαχων, συναντηθήκανε γύρω στις 8.00 καμιά δεκαριά συνταξιούχοι σιδηροδρομικοί, όλοι σχεδόν γνώριμοι μεταξύ τους και θυμηθήκανε, τι άλλο; παλιές ιστορίες….. τέτοιες συνάξεις γινόντουσαν συχνά-πυκνά και ο Αστέριος τις απολάμβανε με την ψυχή του, φρόντιζε μάλιστα να ετοιμάζει σπέσιαλ μεζεδάκια για τους συναδέλφους και αξημέρωτα σχεδόν πήγαινε στην αγορά να προμηθευτεί τα απαραίτητα, λεπτοκομμένο εκλεκτό παστρουμά και τουρσιά , λαδοτύρι, σύγλινο, μύδια, γαυράκι, γαρίδες….αν τυχόν βρισκότανε  στην παρέα ο Σπύρος ο Κερκυραίος , που ήτανε και κουμπάρος του, ειδικά 
γι΄αυτόν, έφτιαχνε μανέστρα Κολοπίμπιρι, γαρίδες σαγανάκι  και τους αγαπημένους του κολοκυθοκεφτέδες με μπόλικο δυόσμο και άνηθο, σαν ανταμοιβή για το κέφι που έφερνε στην παρέα με την κιθάρα και τα τραγούδια του.




Πρόσχαρος και γελαστός, ξεκίναγε μόνος με την ωραία φωνή του και καταλήγανε να τραγουδάνε όλοι μαζί, μέχρι αργά….. «Τα τραίνα που φύγαν, αγάπες μου πήρανε…..» « Το τραίνο φεύγει στις 8….» «Σκέφτηκες άραγε ποτές σ΄ένα σταθμό σ΄ένα εξπρές πόσοι καημοί, πόσες χαρές, πόσες λαχτάρες….» « Τραίνα στους σταθμούς λησμονημένα….»

Δεν υπήρχε τραγούδι σχετικό με τραίνο ή σταθμό που να μην το ήξερε…..εκτός από τα χιλιάδες άλλα……και ήταν αυτοδίδακτος με τεράστιο ταλέντο !!! Ορφάνεψε στα 15 και ανέλαβε τις τρείς μικρότερες αδελφές του, ευτυχώς ένας συγγενής του κατάφερε να προσληφθεί σαν εργάτης γραμμής στο σιδηρόδρομο. Γρήγορα χάρη στο εξαιρετικό ταλέντο του, έγινε μέλος της μπάντας των Σιδηροδρομικών, βοήθησε τη μεγάλη αδελφή του ν΄ανοίξει κομμωτήριο και την πάντρεψε μ΄έναν δημοτικό υπάλληλο, η δεύτερη μικροπαντρεύτηκε μ΄έναν δάσκαλο και την μικρότερη, αφού την σπούδασε , Φιλόλογος έγινε , την πάντρεψε μ΄έναν συνάδελφό της.

Πολύ αγαπητός ήτανε και ο Σήφης ο πρώην Αρχιτεχνίτης, ο επονομαζόμενος «Ποιητής»,  γιατί σκάρωνε πολύ επιτυχημένα στιχάκια και μαντινάδες στη στιγμή, που τα σημείωνε πίσω από το πακέτο των τσιγάρων του ή στις χαρτοπετσέτες και τα απάγγελε με την έντονη κρητική προφορά του, εκπλήσσοντάς τους κάθε φορά :


«Σαν ράγες έχουνε στρωθεί

μέσα μας οι αναμνήσεις

και στην ψυχή έχουν χαραχτεί

χιλιάδες ενθυμήσεις.

Γνώριμοι οι ήχοι των τροχών

το στρίγγλισμα των φρένων,

οι αποβάθρες των σταθμών,

το σφύριγμα των τραίνων.»






Ενώ σε κάθε συνάντηση, αν δεν είχε γράψει κάτι δικό του, του ζητούσαν απαραιτήτως να τους απαγγείλει το ποίημα του Γιώργου Μανθαιάκη:

ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟ ΤΡΕΝΟ


Αν έχεις πάρει της ζωής…φίλε το «μαύρο» τρένο…
κάνε σινιάλο του οδηγού…και πες του «κατεβαίνω» …

Λίγο αν μείνεις στο σταθμό…ένα «άσπρο» θα περάσει…
και κοίτα να επιβιβαστείς…πριν να σε προσπεράσει…

Για εισιτήριο μη νοιαστείς…το έχεις πληρωμένο…
με κόπους κι όνειρα ζωής…είναι αποκτημένο…

Μέσα από κάμπους και βουνά…με περισσή ομορφάδα…
με καλοκαιρινό καιρό…και με λαμπρή λιακάδα…

Θα είναι το ταξίδι σου…μες στης ζωής τη χώρα…
κι ούτε στιγμή μη φοβηθείς…αν δεις και κάποια μπόρα…

Πάλι ο ήλιος θε να βγει…μετά την καταιγίδα…
να ρίξει πάνω σου άπλετα...το φως και την ελπίδα…

Να πάρεις της ζωής…φίλε το «μαύρο» τρένο…
κάνε σινιάλο του  οδηγού…και πες του «κατεβαίνω» …

Εκείνος πάντως, δεν παρέλειπε να απαγγείλει και το αγαπημένο του  χιουμοριστικό τετράστιχο του Μ. Αναγνωστάκη , κερνώντας ρακές :

Από την πόλη έρχομαι και σε χωριό πηγαίνω,
αν τρέξω λίγο και βιαστώ, το τρένο το προφταίνω!
Τί τυχερός, είναι EXPRESS!... παντού δεν σταματάει,
μα στο χωριό που πάω εγώ, το τρένο αυτό δεν πάει!!

Αλλοτε πάλι στην παρέα ήταν οι συνάδελφοι που διακρινόντουσαν για τις διηγήσεις και το χιούμορ τους, όπως χθές που η βραδιά ξεκίνησε με την διήγηση του Αποστόλη του Kαρδιτσιώτη, «Πειρατή» τον αποκαλούσαν  πειρακτικά οι συνάδελφοι και το αποδεχότανε ο καλοκάγαθος Θεσσαλός, πρώην Κεντρικός Ελεγκτής που είχε χάσει το δεξί του μάτι σε σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη. 
Είχε ένα ξεχωριστό χάρισμα αυτός ο άνθρωπος να διηγείται παραστατικά και γλαφυρά με τη βαθιά βελούδινη φωνή του, ήτανε μάλιστα στα μεγάλα κέφια του, εκείνο το βράδυ, γιατί  μόλις την προηγούμενη είχε αρραβωνιάσει την μοναχοθυγατέρα του, μετά λοιπόν τα κεράσματα και τις ευχές, όλοι κρεμόντουσαν από τα χείλη του.... τους θύμισε εκείνον τον Αρχιεπιθεωρητή, τον Πελοπίδα τον Θηβαίο με το παρατσούκλι « Λιχούδης» , που αν και είχε ζάχαρο κι η δόλια η κυρά του τον τάϊζε πικροράδικα και τον πότιζε ματζούνια, εκείνος δεν έχανε ευκαιρία να φάει ένα γλυκό όπου και όπως το εύρισκε…." που λέτε κάποτε στα Φάρσαλα, επιβιβάστηκαν δυό κυρίες καλοβαλμένες,  θεία και ανηψιά, με πολλά μπαγκάζια, ο Πελοπίδας , Ελεγκτής τότε , φρόντισε προσωπικά να τακτοποιηθούν στο κουπέ τους και σε όλη τη διαδρομή δεν έπαψε να περνάει και να ξαναπερνάει , για να βεβαιωθεί ότι όλα είναι καλά.




Οι συνάδελφοι μόλις πήρανε είδηση τι συμβαίνει, άρχισαν να κρυφογελούν βέβαιοι ότι έχει βάλει στο μάτι ,όχι τις κυρίες, αλλά το ταψί με τον σαπουνέ χαλβά που μετέφεραν και δεν είχαν άδικο, μόλις το τραίνο έφθασε στο Σταθμό Αθηνών,ο Πελοπίδας  έσπευσε να βοηθήσει τις συγκεκριμένες επιβάτισσες να αποβιβαστούν και προθυμοποιήθηκε με περισσή ευγένεια να μεταφέρει και το ταψί με τον χαλβά, όμως….τρελαμένος από την ευωδιά και τη λαχτάρα του για το γλύκισμα, σκόνταψε ο άμοιρος στο τελευταίο σκαλοπάτι του βαγονιού και προσγειώθηκε στην αποβάθρα με το πρόσωπο χωμένο μέσα στο ταψί !!!

Μία άλλη φορά , συνέχισε ο Νώντας , πρώην Κεντρικός Σταθμάρχης στη Λάρισα, που συνοδευότανε πάντα από τον αγαπημένο του σκύλο,  τον ΝΤΟΛΤΣΟ, ένα ημίαιμο λαμπραντόρ που  το είχε βρεί νεογέννητο, τραυματισμένο  δίπλα στις γραμμές,  παρ΄ολίγο να πιαστεί στα πράσα από τον Γενικό Επιθεωρητή Αμαξοστοιχιών λίγο έξω από το Σταθμό της Θεσσαλονίκης. 
Ενας κλειδούχος συγχωριανός του, ο Ευδόκιμος, του είχε φέρει ένα βάζο γλυκό κυδώνι , δεν άντεξε τον πειρασμό ο δυστυχής , άνοιξε λοιπόν το βάζο και βουτώντας μέσα τα δάχτυλα γευότανε με αγαλλίαση το μυρωδάτο γλυκό, όταν ξαφνικά αντιλήφθηκε στην άλλη άκρη του βαγονιού τον Γενικό Επιθεωρητή, τον Αργυρίου το συχωρεμένο, να έρχεται προς το μέρος του….πανικόβλητος έχωσε το βάζο όπως-όπως στην τσέπη του και έβγαλε το πασαλειμμένο χέρι του έξω από το παράθυρο, προφασιζόμενος ότι προσπαθεί να κλείσει το τζάμι….ενώ τα σιρόπια είχαν ποτίσει το σακάκι της στολής του και κατρακυλούσαν στο πάτωμα….Κι εκείνος ο Δραμινός ο Μηχανοδηγός, ο επονομαζόμενος και "Φαρμακοποιός" καλή του ώρα, συχνά πυκνά τον προμήθευε .....γιατρικό, πότε μελιτζανάκι, πότε σταφύλι, πότε κεράσι,  πότε λουκούμια ΡΑΧΑΤ, πότε κυδωνόπαστα.....γενικά ο Σωτήρης ο Φαρμακοποιός,  διέθετε πάντα το ανάλογο "φάρμακο"  διά πάσαν νόσον..... τσιπουράκι , κρασάκι, ελιές, τουρσιά, καβουρμά, λαδοτύρι, αυγοτάρταχο, παστέλια, κουρκουμπίνια, λαδοκούλουρα,  και η αγωγή του συνοδεύονταν  πάντα από την καλή του κουβέντα και την φιλική του διάθεση....

Η πλάκα όμως που είχε αφήσει εποχή και η διήγησή της πάντα έφερνε ασυγκράτητο γέλιο στην παρέα, ήταν εκείνη η ιστορία του νεαρού τότε Κωστή, γιού και εγγονού σιδηροδρομικού που έκανε συνοδεία στις Κλινάμαξες στην διαδρομή Αθήνα- Παρίσι .  Αυτός ο αθεόφοβος, όσο μπόϊ του έλειπε τόσο δαιμόνιο μυαλό είχε, πρώτος πήρε είδηση πως εκείνη τη στραβοβδομάδα , τρείς μυστακοφόροι του σιναφιού, είχανε πάθει μεγάλη ζημιά, δηλαδή τους συνέβη ότι χειρότερο και το ΄φεραν βαρέως, πρώτος ο ίδιος ο μπάρμπας του ο Περικλής, Προϊστάμενος Αμαξοστοιχίας, προσπαθώντας να ξεβουλώσει ένα καμινέτο , είχε καψαλίσει γερά τα μουστάκια και τα φρύδια του, από την άλλη ο Κλεόβουλος, Σταθμάρχης από την Τιθορέα, έβριζε ξεσκούφωτος γιατί ο κουρέας του, με μια αδέξια ξουραφιά του είχε κουτσουρέψει το δεξί άκρο του περιποιημένου του μύστακος, για τον οποίο ήτανε ιδιαίτερα περήφανος και ευαίσθητος και δεν έφθανε αυτό, τρίτωσε και το κακό, όταν ο Αρχιεπιθεωρητής ο Τζινιώλης, ένας ευθυτενής ομορφάντρας που έφερε το ωραιότερο μουστάκι πάντων των σιδηροδρομικών, εισέπραξε μία γενναία γρατζουνιά από το γάτο του τον Σμόκυ, που του τραυμάτισε όχι μόνο τη μύτη και το πηγούνι, αλλά δυστυχώς και ένα μεγάλο μέρος από το εξαιρετικά περιποιημένο μουστάκι του ….

Αμίλητοι μετά το πάθημά τους και οι τρείς, για μέρες ….όλο τραβιόντουσαν στις πιό απόμερες γωνίες του Σταθμού και σιγοκουβεντιάζανε προσπαθώντας να παρηγορηθούν για το πάθημά τους και να εκτίθενται όσο το δυνατόν λιγότερο στα βλέμματα των συναδέλφων και των επιβατών. Τότε ακριβώς εμφανίστηκε ο Κωστής, αυτό το διαβολόσπερμα, ως από μηχανής Θεός τους παρουσιάστηκε και τους διαβεβαίωσε ότι θα τους έφερνε από το Παρίσι μία θαυματουργή Μαντέκα και το πρόβλημά τους θα λυνότανε άμεσα και με τον καλλίτερο τρόπο….Κάνανε υπομονή πέντε ημέρες οι ατυχήσαντες και όταν επιτέλους παρέλαβαν το θαυματουργό βαζάκι, αναγάλλιασε η ψυχή τους, ο Κωστής μάλιστα δεν δέχτηκε χρήματα, «είναι δώρο» τους είπε και τους έδωσε λεπτομερείς οδηγίες χρήσης.

Αναθαρρήσανε και γεμάτοι προσμονή….το ίδιο βράδυ και οι τρείς, έσπευσαν και απλώσανε την αλοιφή στα τραυματισμένα μουστάκια τους, βάλανε μάλιστα έναν επίδεσμο και τον τυλίξαμε με ένα δεύτερο γύρω από το κεφάλι για να σταθεροποιήσουνε τον πρώτο και να κάνει καλή δουλειά η αλοιφή, ο μπάρμπας του μάλιστα, άπλωσε μια γερή δόση και στα φρύδια και αποκοιμήθηκαν μπανταρισμένοι σαν τραυματίες πολέμου προσδοκώντας το θαύμα !!! Το πρωϊ τρέξανε όλοι στο λαβομάνο να ξετυλίξουν τους επιδέσμους και να καμαρώσουν τα σωτήρια αποτελέσματα της θαυματουργής Μαντέκας. Κόντεψαν να πάθουν αποπληξία, τα μουστάκια τους αντί να αποκατασταθούν, είχαν κολλήσει στον επίδεσμο ολοσχερώς και η περιοχή ανάμεσα στη μύτη και το επάνω χείλος που καλύπτανε, έμοιαζε με σεληνιακό τοπίο !!! Ο μπάρμπας του ούρλιαζε και έβγαζε αφρούς από το στόμα, δεν είχε εξαφανιστεί μόνο του μουστάκι του, αλλά και τα φρύδια !!! Η κάλτσα του διαβόλου αντί για μαντέκα τους είχε προμηθεύσει αποτριχωτική κρέμα !!!

Ο πατέρας του Κωστή, ο Θεοδόσης , πρώην Κεντρικός Σταθμάρχης στο Λιανοκλάδι, απειλούσε με μια φαλτσέτα να τον σκοτώσει κι ο μπάρμπας του έξαλλος, τον έψαχνε σε γη και ουρανό για να τον σύρει κάτω από τις ρόδες του τραίνου. Η μάνα του, η συχωρεμένη η κυρά Καλλιόπη, τον είχε φυγαδεύσει άρον- άρον στο σπίτι της κουμπάρας της της Νικολίτσας στην Πάτρα,  για να τον γλιτώσει από το μένος  των παθόντων αλλά και του ίδιου του του πατέρα. Με τα παρακάλια της μάνας του και με την  βοήθεια κάποιων  συναδέλφων στο Γραφείο Προσωπικού, 
ο νεαρός πήρε εσπευσμένα και κατ΄εξαίρεση μετάθεση για την Πάτρα.....



Ο γέρος όμως του την φύλαγε , πήγε στην Πάτρα απροειδοποίητα και τον συνάντησε να βολτάρει στην παραλία, του έριξε δύο μπουνιές σαν κεραυνούς, τον έκανε μαύρο στο ξύλο μπροστά στα μάτια των περαστικών και τέλος τον πέταξε στη θάλασσα, ενώ ο Αρχιεπιθεωρητής και ο Σταθμάρχης , βρίζανε θεούς και δαίμονες και κατεβάζανε καντήλια απειλώντας ότι αν πέσει στα χέρια τους ο τρισάθλιος ,θα τον πετάγανε από τη γέφυρα της Παπαδιάς . Τελικά ξεθύμανε η οργή τους και όταν αποκαταστάθηκαν πιά τα μουστάκια τους, δώσανε άφεση, φοβούμενοι να μη γίνουνε αιτία για φονικό, μιας κι ο πατέρας του Κωστή είχε μεν χρυσή καρδιά , αλλά ήτανε οξύθυμος και δεν ανεχότανε τις πλάκες του κανακάρη του, που τον πρόσβαλαν βαριά, αυτόν που είχε πάντοτε άψογες σχέσεις με τους συναδέλφους, ενώ ο άλλος μπάρμπας του ο Ανδρόνικος, Γενικός Επιθεωρητής, όπως και ο μακαρίτης ο παππούς του, Controleur στο θρυλικό SIMPLON ORIENT EXPRESS , ήταν από τους πιο κιμπάρηδες και αξιαγάπητους σιδηροδρομικούς.

Παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι λέει η παροιμία που επαληθεύτηκε 100% μιάς και ο Κωστής από τη μεριά της μάνας του ήτανε πράγματι παπά εγγόνι….

Πάντως ήταν αμετανόητος και ανεξάντλητος στα καλαμπούρια και τις πλάκες ο άτιμος κι εκεί στην Πάτρα είχε σκαρώσει διάφορα, ο Περικλής ο Κλειδούχος, τους θύμισε εκείνο το Πάσχα που είχε βουτήξει ένα μισογεμάτο δοχείο μαύρη λαδομπογιά, από το Μηχανοστάσιο και είχε ζωγραφίσει με μαύρες ρίγες και μαύρες βούλες τα δύο κάτασπρα σκυλιά του Υποπροϊσταμένου Αμαξοστοιχιών.

Εκείνος έξαλλος , είχε γεμίσει τον τόπο σημειώματα επικηρύσσοντας το δράστη με ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για την εποχή. Κι είχε το θράσος το διαβολογέννημα, όχι μόνο να παρουσιαστεί, αλλά να υποστηρίξει με βεβαιότητα, ότι δράστες ήτανε μια κουστωδία τσιγγάνων που είχανε ταξιδέψει την προηγουμένη προς Αμαλιάδα….και να εισπράξει στη συνέχεια χωρίς την παραμικρή ενοχή την αμοιβή, με την οποία οργάνωσε ένα πλούσιο τσιμπούσι και κέρασε όλους τους συναδέλφους πλήν του Υποπροϊσταμένου εννοείται….

Ο Βαγγέλης ο πρώην Προϊστάμενος του Γραφείου Κίνησης, έφερε την κουβέντα σ΄ εκείνη τη δόλια την υπάλληλο του εκδοτηρίου εισιτηρίων, την μελαχρινούλα γαλανομάτα Λίτσα, με το φτωχό μυαλό και τον μεγάλο καημό, να παντρευτεί σιδηροδρομικό, γιατί της άρεσε η στολή…







Δεν είχε δυσκολευτεί να την πείσει ο αφιλότιμος ο Γεράσιμος ο Κεφαλλονίτης , Σταθμάρχης στην Κατερίνη, ότι έχει έτοιμο γαμπρό, τον δίδυμο αδελφό του και την διαβεβαίωνε μάλιστα, μ΄εκείνη την αδιαφιλονίκητη πειστικότητα που διέθετε, ότι ο ίδιος θα γινότανε κουμπάρος…. Της έφερνε ο αθεόφοβος που και που καμία κολώνια ή ένα μαντήλι, δώρα δήθεν από τον μέλλοντα γαμπρό κι εκείνη η μυαλοκομμένη , όχι μόνο το είχε πιστέψει αλλά ετοίμαζε τα προικιά της και ξεροστάλιαζε στο σταθμό γράφοντας στιχάκια :

« όλα τα τραίνα ήρθανε, κι όλοι σιδηροδρόμοι, κι εμένα το πουλάκι μου, δεν φάνηκε ακόμη….»

Τελικά, παντρεύτηκε έναν Λοχία από την Ξάνθη, που της προξένεψε μία εξαδέλφη της. Το όνειρό της γιά ένστολο γαμπρό , πραγματοποιήθηκε !

 Αναψοκοκκινισμένοι όλοι από τα τσίπουρα και τις μπύρες και δακρυσμένοι από τα γέλια, σήκωσαν τα ποτήρια τους και τσουγκρίσανε « Εβίβα»!!! Καλά να είμαστε σύντροφοι ν΄ανταμώνουμε και να μοιραζόμαστε τις ιστορίες μας !!! Την ίδια στιγμή ακούστηκε το σφύριγμα του τραίνου, ο Αστέριος κοίταξε το ρολόϊ του, η Αμαξοστοιχία 602 έμπαινε στο σταθμό στην ώρα της, θα αναχωρούσε στις 11.20΄ακριβώς, η παρέα σε λίγο θα σκόρπιζε μέχρι την επόμενη σύναξη.

Ο Αστέριος έκλεινε πάντα στις 11.30 τηρούσε με σχολαστική ακρίβεια το ωράριό του, σαν δρομολόγιο τραίνου…..χωρίς αλλαγές, χωρίς καθυστερήσεις…μοναδική εξαίρεση τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά,  το Μ.Σάββατο και η Κυριακή του Πάσχα, τότε το καφενείο έμενε ανοικτό όλο το 24ωρο, υπήρχε στρωμένο τραπέζι, φορτωμένο με καλούδια και παραδοσιακά εδέσματα, ανάλογα με την περίσταση. Ο Αστέριος μαζί με την οικογένειά του, υποδεχότανε και κέρναγε όλους τους συναδέλφους που είχανε υπηρεσία στο Σταθμό όπως και τους μοναχικούς , εν ενεργεία ή συνταξιούχους, που φρόντιζε και τους καλούσε προσωπικά να περάσουν μαζί αυτές τις ξεχωριστές ημέρες, σαν μέλη της " μεγάλης σιδηροδρομικής οικογένειας"….και κάθε Πρωτοχρονιά ,  πρίν κοπεί η Βασιλόπιτα, δεν παρέλειπε να τους διαβάζει  ένα ξεχωριστό κείμενο,  που  του είχε αρέσει πολύ και το είχε αντιγράψει σε ένα τετράδιο με χοντρό εξώφυλλο....



 "Η ζωή είναι σαν ένα ταξίδι με το τρένο. Επιβιβάζεσαι συχνά και αποβιβάζεσαι, υπάρχουν ατυχήματα, σε μερικές στάσεις ευχάριστες εκπλήξεις και βαθιά λύπη σε άλλες.

Όταν γεννιόμαστε και επιβιβαζόμαστε στο τρένο, συναντάμε ανθρώπους, για τους οποίους πιστεύουμε οτι θα μας συνοδεύουν σε όλη την διάρκεια του ταξιδιού μας: τους Γονείς μας.

Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Αποβιβάζονται σε κάποια στάση και μας αφήνουν χωρίς την αγάπη, την στοργή, την φιλία και την συντροφιά τους.

Ωστόσο επιβιβάζονται άλλα άτομα, που θα αποδειχθούν πολύ σημαντικά για εμάς. Είναι τα αδέλφια μας, οι φίλοι μας κι΄αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι που αγαπάμε.

Μερικά απο τα άτομα που επιβιβάζονται, βλέπουν το ταξίδια σαν ένα μικρό περίπατο.

Άλλοι βρίσκουν μόνο λύπη στο ταξίδι τους. Υπάρχουν πάλι άλλοι στο τρένο, που είναι πάντα εκεί και έτοιμοι να βοηθήσουν αυτούς που το χρειάζονται.

Κάποιοι αφήνουν στην αποβίβαση μια αιώνια λαχτάρα.

Μερικοί ανεβαίνουν και κατεβαίνουν ξανά, κι’ εμείς δεν τους έχουμε καν αντιληφθεί.

Μας εκπλήσσει ότι μερικοί από τους επιβάτες, που αγαπάμε περισσότερο κάθονται σε κάποιο άλλο βαγόνι και μας αφήνουν να κάνουμε μόνοι αυτό το κομμάτι του ταξιδιού.

Αυτονόητα απέχουμε και δεν μπαίνουμε στον κόπο να τους ψάξουμε και να έρθουμε σε επαφή με το δικό τους βαγόνι.

Δυστυχώς, μερικές φορές, δεν μπορούμε να καθίσουμε δίπλα τους, γιατί η θέση στην πλευρά τους είναι κατειλημμένη.

Δεν πειράζει, έτσι είναι το ταξίδι : γεμάτο προκλήσεις, όνειρα, φαντασία, ελπίδες και αποχαιρετισμούς….αλλά χωρίς επιστροφή.

Λοιπόν, ας κάνουμε το ταξίδι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Ας προσπαθήσουμε να βολευτούμε με τους συνταξιδιώτες μας και να ψάξουμε το καλύτερο στοιχείο στον καθένα απο αυτούς.

Ας θυμόμαστε οτι σε κάθε τμήμα της διαδρομής, ένας απο τους επιβαίνοντες μπορεί να έχει πρόβλημα και πιθανόν να χρειάζεται την κατανόηση μας.

Ακόμη κι εμείς, μπορεί να βρεθούμε σε δύσκολη θέση και κάποιος να υπάρχει, που θα μας καταλάβει.

Το μεγαλύτερο μυστήριο του ταξιδιού, είναι οτι δεν ξέρουμε πότε θα αποβιβαστούμε οριστικά, όπως επίσης ελάχιστα ξέρουμε για το πότε θα αποβιβαστούν οι συνταξιδιώτες μας, ούτε καν για εκείνον που κάθεται ακριβώς δίπλα μας.
Πιστεύω οτι θα στενοχωρηθώ όταν κατέβω για πάντα απο το τρένο…..Ναι! αυτό πιστεύω.

Ο χωρισμός απο μερικούς φίλους, που συνάντησα κατά την διάρκεια του ταξιδιού θα είναι οδυνηρός, θα είναι πολύ λυπηρό. Θα είναι πολύ λυπηρό να αφήσω μόνους τους αγαπημένους μου. Αλλά έχω την ελπίδα, πως κάποτε θα φτάσουμε στον κεντρικό σταθμό, κι΄έχω την αίσθηση οτι θα τους ξαναδώ να έρχονται με αποσκευές, τις οποίες δεν είχαν ακόμα στην επιβίβαση.

Αυτό που με κάνει ευτυχισμένο, είναι η σκέψη οτι κι εγώ βοήθησα να πλουτίσουν οι αποσκευές τους και να γίνουν πολύτιμες.

Φίλοι μου, ας προσέξουμε να έχουμε ένα καλό ταξίδι και στο Τέλος να δούμε οτι άξιζε τον κόπο.

Ας προσπαθήσουμε να αφήσουμε κατά την αποβίβαση, μια κενή θέση πίσω μας, η οποία να αφήσει νοσταλγία και όμορφες αναμνήσεις σ’ αυτούς που συνεχίζουν το ταξίδι.

Σ’ αυτούς που είναι συνεπιβάτες του δικού μου τρένου, εύχομαι ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ…!!!"




Πηγή γιά το τελευταίο κείμενο 
Αντικλείδι , https://antikleidi.com



*Η Μαντέκα = ειδική κηρώδης αρωματική αλοιφή (πομάδα) σε μαύρο ή καφέ χρώμα, για την διαμόρφωση και στερέωση του μουστακιού. Από το λατινικό mantica ή πιθανότερο από το αραβικό ΜΑΝΤΑΚΟ που σημαίνει γράσσο ή λίπος.




* Ο θρυλικός Φαρσαλινός Χαλβάς, που τιμά τα Φάρσαλα και η φήμη του έχει απλωθεί εντός και εκτός Ελλάδας, είναι το σήμα κατατεθέν της πόλης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ανθρώπων που χρόνια τώρα συνέδεσαν τη ζωή τους με τον Φαρσαλινό Χαλβά, αυτός έχει τουρκική προέλευση.Πότε καθιερώθηκε το ανατολίτικο αυτό γλύκισμα στα Φάρσαλα, δεν γνωρίζει κανείς. Εφόσον όμως δεχθούμε την τουρκική προέλευσή του, ο χαλβάς έγινε γνωστός στη Θεσσαλία με τη διείσδυση των Τούρκων το 1393. Από τη διαθήκη του κατακτητή της Θεσσαλίας Τουρχάν Μπέη, το έτος 1446, είναι γνωστό, το Εργαστήρι του Χαλβατζή Χαλίλ στη Λάρισα. Στην ίδια διαθήκη αναφέρονται επίσης οι χαλβατζήδες Ισά, Σιάχης και Χαλίλης. Την ύπαρξη 4 χαλβατζήδων στη Λάρισα το 1446 επεσήμαναν και οι Τουρκολόγοι N. Beldicenu και P. Nasturel σε δημοσίευμά τους.

Στα νεότερα χρόνια και συγκεκριμένα το 1817 αναφέρεται στον χαλβά και τα στραγάλια των Φαρσάλων ο Ιωάννης Οικονόμου ο Λαρισαίος. Εξάλλου, ο Αλ. Φιλαδελφεύς στα 1897 αναφέρει ότι τα Φάρσαλα είναι «γνωστότερα και φημίζονται περισσότερον διά τον γευστικότατον και μελισταγήν χαλβά των, όστις είναι ο ανά πάσην της Ελλάδος κάλλιστος και θαυμαστότατος». Πώς έγινε και περιορίστηκε η Παρασκευή του χαλβά στα Φάρσαλα, όπου και πήρε μεγάλη φήμη, ώστε να ονομάζεται «Φαρσαλινός Χαλβάς» δεν είναι επίσης γνωστό. Είναι γνωστό όμως ότι στα τέλη του προπερασμένου αιώνα ο καλύτερος τεχνίτης ήταν ο Τούρκος Νουρής.
ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΧΑΛΒΑ

Στην αρχή οι χαλβατζήδες παρασκεύαζαν τριών ειδών χαλβά: τον «πίριντς», τον «κόμματ» και τον «Σαπουνέ». Ο «Πίριντς παρασκευαζόταν κυρίως με αλεσμένο ρύζι και ζάχαρη, ο «κόμματ» γινόταν σε κομματάκια σαν λουκούμι και ήταν λευκού χρώματος, σκληρός, αλλά νόστιμος. Για τον εν λόγω χαλβά δεν υπάρχουν στοιχεία για τα υλικά που χρησιμοποιούσαν οι χαλβατζήδες, πουλιόταν όμως μόνο στη διάρκεια του παζαριού των Φαρσάλων, ως το 1960 περίπου. Ο «Σαπουνέ» Χαλβάς με βούτυρο είναι γλύκισμα που δεν αλλοιώνεται και ήταν νόστιμος και καλύτερος από τους άλλους δύο. Υπήρξαν επίσης και δύο άλλες ποικιλίες χαλβά, ο «Σουσάμ» από σουσάμι ή στραγάλια, άμυλο και ζάχαρη και ο «Ασουτέ» που ήταν εύγευστος, αλλά δύσκολα διατηρητέος και παρασκευαζόταν μέχρι το 1920. Επικρατέστερος όλων όμως ήταν ο «Σαπουνέ», το σήμα κατατεθέν των Φαρσάλων, ενώ τελευταία ο γνωστός χαλβαδοποιός Δημήτρης Αλεξόπουλος παρασκευάζει χαλβά με περιτύλιγμα σοκολάτα και φύλλο κρούστας.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΦΑΡΣΑΛΙΝΟΙ ΤΕΧΝΙΤΕΣ

Όπως αναφέρθηκε, ο καλύτερος χαλβατζής ήταν ο Νουρής. Αυτός πήρε συνεταίρους στο μαγαζί του τον Καλταμπάνη και τον Οικονόμου αρχικά και τον Σπανό αργότερα. Το μαγαζί τους βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα το κατάστημα Μητρογώγου. Αργότερα ο Καλταμπάνης και ο Οικονόμου άνοιξαν δικό τους κατάστημα. Στον Νουρή εργάστηκαν σαν βοηθοί ο Γουβέλης και ο Κουλιάμπας, οι οποίοι αργότερα έγιναν κορυφαίοι τεχνίτες του χαλβά. Ο Νουρής μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 έφυγε για την Τουρκία και πούλησε το μαγαζί του για 15 δρχ. σε κάποιον Μπουλασίκη.

Τους Φαρσαλινούς μαστόρους μιμήθηκαν αργότερα τεχνίτες από διάφορα μέρη της Ελλάδος. Ο Φαρσαλινός Χαλβάς όμως εξακολουθεί να είναι ασυναγώνιστος.
ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΧΑΛΒΑ

Από τους πιο παλιούς χαλβατζήδες της πόλης, ο Τάκης Δεληδημητρίου, που ως γνωστόν, δώρισε όλη την περιουσία του στον Δήμο Φαρσάλων, έλεγε για την τέχνη του χαλβά τα εξής: «Το μυστικό του χαλβά είναι στο ψήσιμο και σε ποια χρονική στιγμή ρίχνονται τα υλικά. Το ψήσιμο για να έχει καλό αποτέλεσμα χρειάζεται τουλάχιστον μία ώρα».

Συνταγή γιά σαπουνέ χαλβά ΦΑΡΣΑΛΩΝ :

https://funkycook.gr/halvas-farsalon-sapoune-pazariotikos/


Συνταγή από την Αργυρώ Μπαρμαρίγου : 
https://www.argiro.gr/recipe/chalvas-farsalon/