Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

Η Ιστορία του κόκκινου ποδήλατου Μέρος Β'

 Συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης

Μέρος Β΄



Ο γιός της Ιφιγένειας , ο Μιλτιάδης, Αξιωματικός του στρατού,  είχε παντρευτεί την Εριφύλλη και ζούσαν στην Αθήνα, κάπου στο Μετς ….Η Εριφύλλη εργαζότανε στο Νοσοκομείο τον ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ  , Νοσηλεύτρια , η αδελφή της η Ερασμία , χήρα στα 24 χωρίς να προλάβει να αποκτήσει παιδιά, ζούσε στο Κουκάκι μαζί με την μάνα τους και εργαζότανε επίσης στον Ευαγγελισμό σαν Τραπεζοκόμα….

 Οι δύο αδελφές και ο Μιλτιάδης, ήταν οργανωμένοι στην Αντίσταση  ….έχοντας απόλυτη επίγνωση του κινδύνου , προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πολεμήσουν τους κατακτητές…..Η Εριφύλλη εξοικονομούσε φάρμακα και πρόσφερε περίθαλψη σε τραυματίες αγωνιστές, ο Μιλτιάδης έκανε πολλά , αλλά ποτέ δεν συζητούσε γι΄αυτά  « καλύτερα να μην ξέρετε τίποτα τους έλεγε, είστε πιο ασφαλείς….» αργότερα  τα παιδιά τους έμαθαν για την ΕΣΠΟ ....

Ο μεγάλος τους γιός, ο 19χρονος Αντώνης, Φοιτητής του Πολυτεχνείου, είχε προσχωρήσει στην ΕΠΟΝ,  είχε γνωρίσει την Ηρώ Κωνσταντοπούλου , έγραφε συνθήματα στους τοίχους και κολλούσε προκηρύξεις, η 14 χρονη Ράνια, με το κόκκινο ποδήλατό της, που κάποτε ανήκε σε  μία΄Ελλη που δεν είχε γνωρίσει ποτέ, μετά την απελευθέρωση  έμαθαν ότι είχε παντρευτεί έναν Αμερικανό γιατρό και ζούσε στο εξωτερικό, μετέφερε μηνύματα απομνημονεύοντάς τα……




Ο μικρός της οικογένειας, ο 12 χρονος Ιάσονας ζούσε με την επιθυμία να ψηλώσει μια ώρα αρχύτερα ώστε τα πόδια του να φθάνουν  με άνεση τα πετάλια του κόκκινου ποδήλατου….Ηδη ήτανε δεινός  στο πατίνι που του είχε κατασκευάσει ο πατέρας του και κατηφόριζε σαν σφαίρα στα πεζοδρόμια της γειτονιάς ,  αλλά ο καημός του ήτανε το ποδήλατο , εξασκήθηκε  βέβαια και ως  ποδηλάτης χρησιμοποιώντας το σαραβαλιασμένο πιά «παιδικό» ποδήλατο του Αντώνη, που είχε φάει τα ψωμιά του και σχεδόν είχε αχρηστευτεί αφού ούτε ανταλλακτικά μπορούσαν να βρεθούν ούτε τα λάστιχα σήκωναν άλλα μπαλώματα….

 Ο λιμός του χειμώνα 1941 – 1942 είχε δραματικό αντίκτυπο στις μεγάλες πόλεις, κυρίως στην Αθήνα και τον Πειραιά, αλλά και στα μικρά άγονα νησιά. Στις 9 Ιουνίου 1941, οι κάτοικοι της Αθήνας ξεκίνησαν να λαμβάνουν τρόφιμα με δελτίο. Παράλληλα, η Μαύρη Αγορά έλαβε τεράστιες διαστάσεις. Σύμφωνα με τις πηγές της εποχής, το μεγαλύτερο μέρος της σοδειάς από την επαρχία δεν κατέληγε στην αγορά αλλά σε κερδοσκόπους και μεσάζοντες. Το παράνομο εμπόριο σχεδόν αντικατέστησε τις πραγματικές συναλλαγές και σε λίγους μήνες τα τρόφιμα είχαν σχεδόν εξαφανιστεί από τα ράφια των καταστημάτων. Συσσίτια άρχισαν να οργανώνονται από την εκκλησία, φιλανθρωπικές οργανώσεις και τον Ερυθρό Σταυρό.


Στην πρωτεύουσα την περίοδο 1941 – 1942 πέθαναν από τον λιμό κατά προσέγγιση 45.000 άνθρωποι, ενώ στη Θεσσαλονίκη το χρονικό διάστημα 1942 – 1943 απεβίωσαν από ασιτία - σε συνδυασμό και με την ελονοσία - περίπου 5.000 άνθρωποι.

Στην ελληνική συλλογική μνήμη η οδύνη του λιμού παραμένει ένα από τα ισχυρότερα μελανά στοιχεία της γερμανικής κατοχής.


Η Εριφύλλη και η Ερασμία προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουν φάρμακα και τρόφιμα …..Στηνόντουσαν με τις ώρες στις ουρές των συσσιτίων με τα δελτία στο χέρι για τα λιγοστά τρόφιμα που μοιράζονταν, οι νεκροί στους δρόμους που πλήθαιναν καθημερινά τις έκαναν να πάρουν την απόφαση να επιδοθούν σε ένα ιδιότυπο σύστημα αφαίρεσης τροφίμων και φαρμάκων από τους Γερμανούς.…..Εραψαν ποδιές με εσωτερικές τσέπες που τις φορούσαν κατάσαρκα κι εκεί έκρυβαν ότι μπορούσαν να εξασφαλίσουν, με μεγάλο κίνδυνο….Πλιάτσικο οι κατακτητές, πλιάτσικο και οι δύο αδελφές, κάτω από την μύτη τους παρά το ρίσκο….Η Ερασμία μάλιστα που σέρβιρε τις πτέρυγες με τους γερμανούς αρρώστους και είχε πρόσβαση στα μαγειρεία ……έκανε τα κουμάντα της και παραδόξως τα κατάφερνε τόσο καλά, που κανείς ποτέ δεν υποψιάστηκε το παραμικρό….Βοηθούσαν όσους περισσότερους μπορούσαν … διαθέτοντας φάρμακα και τρόφιμα…

Τον Απρίλιο του 1942 , σε ένα μπλόκο συλλαμβάνεται ο Αντώνης μαζί με πολλούς άλλους και παρ΄όλο που δεν βρέθηκε τίποτα ενοχοποιητικό επάνω του, είχε προλάβει ευτυχώς και είχε παραδώσει τις προκηρύξεις που κουβαλούσε στην Ηρώ, τον πήγαν για ανάκριση και τον καταδίκασαν σε θάνατο διά τυφεκισμού

Κλαυθμός και οδυρμός στην οικογένεια, ο Μιλτιάδης έτρεξε να χτυπήσει τις πόρτες όλων όσων πίστευε ότι μπορούν να βοηθήσουν, η Ερασμία έτρεξε στην Ιουλία ζητώντας την συνδρομή των συντρόφων της, η Εριφύλλη έπεσε στα γόνατα του Διευθυντή της Χειρουργικής Κλινικής ….όλοι υποσχέθηκαν να βοηθήσουν με κάθε τρόπο…..

Εφθασε η παραμονή της ορισμένης ημερομηνίας εκτέλεσης, ο Μιλτιάδης και η Εριφύλλη σκιές του εαυτού τους, η Ερασμία προσποιητά ψύχραιμη, η γιαγιά όλη τη νύχτα γονατισμένη μπροστά στο εικονοστάσι, η Ράνια μην μπορώντας να συγκρατηθεί, έκλαιγε με γοερά αναφιλητά, ο Ιάσονας σαστισμένος προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συμβαίνει…..ο Τέλης ο κολλητός του φίλος του είχε εκμυστηρευθεί μόλις πριν λίγες ώρες «Αύριο το ξημέρωμα, οι Γερμαναράδες θα σκοτώσουνε τον αδελφό σου τον Αντώνη εκεί στη μάντρα στου Γουδή….εκεί τους σκοτώνουνε όλους….τους ντουφεκάνε….» το έλεγε ο πατέρας μου στη μάνα μου και το άκουσα " Κρίμα τα παλληκάρια ….κρίμα τους πατριώτες…." έλεγε και η μάνα μου του είπε: « Δεν μπορείς να κάνεις κάτι Αγησίλαε, έστω για τον Αντώνη το γειτονάκι μας…. " Εχω μιλήσει ήδη στον κουμπάρο μας που γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα..... ελπίζω να τα καταφέρει ...."

Πάμε να δούμε που είναι αυτή η μάντρα, θέλω να την δώ είπε αποφασιστικά ο Ιάσονας….ο Τέλης δίσταζε, αλλά η περιέργεια και το παράτολμο της ηλικίας, έκανε και τους δύο να παραβλέψουν τους κινδύνους και να ξεκινήσουν με τα ποδήλατα το απομεσήμερο για εξερεύνηση…..

Ο Τέλης είχε έναν ξάδελφο λίγο μεγαλύτερο, που έμενε στην περιοχή…..θα πάμε πρώτα στου Γιώργη, αυτός θα μας δείξει το μέρος….τον δρόμο το ξέρω καλά, έρχομαι συχνά με την μάνα μου στη θεία Ελπινίκη …ο μπάρμπας μου δουλεύει σε κινηματογράφο και πάμε παρέα και βλέπουμε ταινίες….

Οι πιτσιρικάδες ήταν αποφασισμένοι και έχοντας μεγάλη άγνοια του κινδύνου….ποδηλατώντας έφθασαν στο σπίτι της θείας Ελπινίκης χωρίς βέβαια να αποκαλύψουν τους σκοπούς τους….Στον Γιώργη μόνο εκμυστηρεύτηκαν την επιθυμία τους να δούν την μάντρα των εκτελέσεων , έστω από μακριά….Εκείνος τους αποθάρρυνε αρχικά , αλλά όταν έμαθε ότι την επομένη θα τουφέκιζαν εκεί ακριβώς τον αδελφό του Ιάσονα, τους οδήγησε χωρίς άλλη κουβέντα σε ένα σημείο που κρυμμένοι σε κάτι θάμνους είχαν στο οπτικό πεδίο τους ένα τμήμα του τόπου των εκτελέσεων…Η καρδιά του Ιάσονα κόντευε να σπάσει, έσφιξε τα χείλη και αμίλητοι πήραν τον δρόμο της επιστροφής.





Στο σπίτι δεν βρήκε κανέναν, η μάνα του και η αδελφή του σίγουρα θα είχανε πάει στο Κουκάκι στη θεία Ερασμία και τη γιαγιά, όταν θα επέστρεφαν δεν θα έκανε καμία κουβέντα για την εξαφάνισή του, το ίδιο και ο Τέλης .

Το βράδι σχεδόν όλοι έμειναν ξάγρυπνοι, η μάνα του ούτε που σκέφθηκε να τον κατσαδιάσει για το ξεπόρτισμα, ίσως και να μην το πήρε είδηση καν, είχε πολύ σοβαρότερα πράγματα να την απασχολούν, η Ράνια κάποια στιγμή τον αναζήτησε και αντιλήφθηκε το ποδήλατο που έλειπε αλλά φαντάστηκε ότι κάπου στη γειτονιά θα τριγυρνάει με τον Τέλη και τους υπόλοιπους….οπότε βιάστηκε να ακολουθήσει την μητέρα της στο Κουκάκι. Είχαν στηρίξει τις ελπίδες τους στις ενέργειες των ΕΠΟΝΙΤΩΝ, η κυρία Ιουλία και η κυρία ΄Αννα τους είχαν διαβεβαιώσει ότι είχαν ελπίδες να δοθεί χάρη….Ο πατέρας τους πάλι δεν έβγαζε μιλιά, παρά την απαγόρευση της κυκλοφορίας,  ήρθε για λίγο στο σπίτι και κατά τις 10 τον κατάπιε πάλι το σκοτάδι…..σίγουρα κάποιους θα συναντούσε, πασχίζοντας να σώσει το παιδί του…..

Αργούσε να ξημερώσει…..ο Ιάσονας είχε καταστρώσει το σχέδιό του και ήταν αποφασισμένος !!! Ακροπατώντας έβαλε το μαξιλάρι του κάτω από τα σκεπάσματα και τύλιξε τις κουβέρτες να μοιάζουν ότι κάποιος κοιμάται….ξεγλίστρησε στην αυλή από την πόρτα της κουζίνας, με την άκρη του ματιού του είδε την μάνα του γερμένη στο πλάϊ του καναπέ, η θεία του στην άλλη άκρη, αποκαμωμένες και οι δύο από το κλάμα και τις προσευχές. Ο πατέρας του άφαντος, η Ράνια μάλλον με τη γιαγιά στο δωμάτιό της….Αποφασιστικά ανέβηκε στο κόκκινο ποδήλατο, δεν καλοέφτανε τα πετάλια, αλλά τεντώνοντας τα πόδια θα τα κατάφερνε, έπρεπε να τα καταφέρει !!!

Είχε απομνημονεύσει την διαδρομή, δεν συνάντησε ψυχή …ήταν άλλωστε πολύ νωρίς, οι νεραντζιές ευωδίαζαν και τα πουλιά είχαν αρχίσει το πρωϊνό τους κελάηδημα, εκείνος όμως ένα πράγμα είχε στο νού του. Να σώσει το αδελφό του !!!

Εφθασε στους θάμνους και έκρυψε το ποδήλατο….περίμενε υπομονετικά με την καρδιά να βροντοχτυπάει στο στήθος του …. ετοιμάστηκε μόλις είδε τα γερμανικά καμιόνια να ανηφορίζουν στο δρόμο και να μπαίνουν στο χώρο …, άκουγε καθαρά τις φωνές τους και τα παραγγέλματα του επί κεφαλής, έστησαν τα πολυβόλα….μετά κατέβασαν τους μελλοθάνατους…..μέτρησε 25 άτομα, 6ος ήτανε ο Αντώνης….








Αποφασισμένος καβάλησε το ποδήλατο και κατηφόρισε στο χωμάτινο μονοπάτι….λίγα μέτρα τον χώριζαν από την πύλη, παραδόξως δεν υπήρχε κανείς εκεί, όλοι ήταν συγκεντρωμένοι στον τόπο της εκτέλεσης.

Μάζεψε τις δυνάμεις του και κάνοντας πετάλι με δύναμη όρμησε ανάμεσε στα πολυβόλα και τους μελλοθάνατους που είχαν στο μεταξύ παραταχθεί κατά μήκος του τοίχου . Οι φωνές τους αντηχούσαν καθαρές....έψαλαν τον Εθνικό ΄Υμνο...…. «Θα πάρω τον αδελφό μου, δεν θα τον σκοτώσετε !!!» Φώναξε δυνατά ενώ πλησίασε στον τοίχο….έγειρε προς το μέρος του Αντώνη σκύβοντας τόσο κοντά που κόντεψε να χάσει την ισορροπία του, άπλωσε το χέρι και τον άρπαξε από την μπλούζα….Ολοι είχαν μείνει, εμβρόντητοι, παρακολουθούσαν την απίστευτη σκηνή αποσβολωμένοι….

Ο Αντώνης με μία σβέλτη κίνηση ανέβηκε στο ποδήλατο προσπαθώντας να καλύψει με το σώμα του , τον μικρό του αδελφό….ήταν σίγουρος ότι σε δευτερόλεπτα θα τους γάζωναν οι σφαίρες των πολυβόλων….όμως δεν έγινε απολύτως τίποτα…ο χρόνος σταμάτησε , μόνο οι ανάσες τους έβγαιναν κοφτές και ακατάστατες….ο Ιάσονας σχεδόν όρθιος ποδηλατούσε μανιασμένα απομακρυνόμενος από το πεδίο βολής….Πέρασαν την πύλη χωρίς να τους ακολουθήσει κανείς, είχαν βγεί σχεδόν στον κεντρικό δρόμο, όταν άκουσαν τις ριπές των πολυβόλων…. Μέσα από στενά και απόμερα δρομάκια κατάφεραν να επιστρέψουν στη γειτονιά τους, σε κάποιο σημείο μάλιστα άλλαξαν και θέσεις, γιατί ο μικρός είχε εξαντληθεί από την προσπάθεια και αδυνατούσε να συνεχίσει με το διπλό φορτίο….Δεν επέστρεψαν στο σπίτι, ο Αντώνης του είπε να τον αφήσει σε κάποιο σημείο , πεζός θα συνέχιζε μέχρι την μάντρα του Α΄Νεκροταφείου και από εκεί θα πήγαινε σε κάποιο κρησφύγετο της Οργάνωσης. 


«Να φύγετε από το σπίτι τον συμβούλεψε, σίγουρα θα έρθουν να με ψάξουν ! Είναι απίστευτο αυτό που συνέβη ! Ιάσονα αδελφάκι μου, μικρέ μου ήρωα έκανες ένα θαύμα !!! « Δεν μπορώ να το πιστέψω ! Τον έσφιξε στην αγκαλιά του και του καταφίλησε το πρόσωπο κλαίγοντας…. «Θα έχετε νέα μου μόλις μπορέσω….να προσέχετε και να φύγετε ! Να κρυφτείτε !!!»
 Εκανε απότομα μεταβολή και χάθηκε από τα μάτια του. Ο Ιάσονας ήτανε τόσο αναστατωμένος που δεν είχε συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε γίνει…..μία τεράστια συγκίνηση τον έπνιγε ….Ο Αντώνης είχε σωθεί, δεν τον σκότωσαν οι Γερμανοί, ξέφυγε από το εκτελεστικό απόσπασμα !!!

Γύρισε στο σπίτι σαν αλλοπαρμένος, τ΄αυτιά του βούϊζαν και τα μάτια του ήτανε θολά από τα δάκρυα. Μπήκε στην μικρή αυλή σχεδόν παραπατώντας και άφησε το κόκκινο ποδήλατο στη συνηθισμένη θέση.

Η μάνα του πετάχτηκε από την πόρτα της κουζίνας έξαλλη ! 
"Που γυρνάς απ΄τα χαράματα βρε παλιόπαιδο ….δεν μας φτάνει η συμφορά που μας έχει βρεί , θέλουμε κι άλλα….δεν καταλαβαίνεις , δεν καταλαβαίνεις πιά…. " έκλαιγε, φώναζε και χτυπούσε με τα χέρια το κεφάλι της….
"Μόνο τα δικά σου μπλεξίματα μας λείπανε τώρα…..Αμάν Παναγία μου , Χριστέ μου κι όλοι οι Αγιοι….." κάθησε στο κατώφλι της πόρτας κι άρχισε να θρηνεί για τον Αντώνη "…πάει το παλληκάρι μου, θα το σκοτώσουνε τα σκυλιά, πάει ο γιόκας μου, το καμάρι μου….γιατί Παναγία μου, γιατί Χριστέ μου…."

Ο Ιάσονας αμίλητος στεκότανε με χαμηλωμένο το κεφάλι χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη…..Ξεπρόβαλλε η θεία και πίσω της η γιαγιά….
"Τι έπαθε το παιδί ;;; Εχουμε κανένα νέο ;;;"

Η Ράνια τον άρπαξε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της, κατάλαβε ότι ήταν σοκαρισμένος, η θεία Ερασμία προσπαθούσε να ηρεμήσει την Εριφύλλη , η γιαγιά σέρνοντας τα πόδια της σωριάστηκε στην πρώτη καρέκλα που βρέθηκε κοντά της….

Που βρήκε την δύναμη να μιλήσει και να εξιστορήσει τα καθέκαστα, ούτε που το κατάλαβε… « Πρέπει να φύγουμε αμέσως !!! Εσωσα τον Αντώνη μας!!! Είναι καλά και κρύβεται !!! Κινδυνεύουμε ! Πρέπει να φύγουμε αμέσως !!!» Ολοι σαν να ξύπνησαν από λήθαργο, δεν τολμούσαν να πιστέψουν το θαύμα που είχε συντελεστεί….Ο Μιλτιάδης ήταν άφαντος….Αρπαξαν βιαστικά μερικά πράγματα κι έφτιαξαν δύο μπόγους, δεν πρόλαβαν να πιούν ούτε το φασκόμηλο που είχε ψήσει η Ερασμία…κλείδωσαν βιαστικά την εξώπορτα και κατηφόρησαν προς το Κουκάκι υποβαστάζοντας τη γιαγιά. Η Ράνια είχε φορτώσει τους μπόγους στο κόκκινο ποδήλατο , εκείνος ακολουθούσε με το πατίνι…

Ο Μιλτιάδης καταρρακωμένος γιατί δεν κατάφερε να εξασφαλίσει χάρη για τον γιο του, όταν επέστρεψε στο έρημο σπίτι του, έσπευσε να αναζητήσει την οικογένειά του στο σπίτι της Ερασμίας…δεν βρήκε κανέναν κι εκεί..Τελικά η Αννα φίλη , συναγωνίστρια και γειτόνισσα τον ενημέρωσε ότι τους φιλοξενεί προσωρινά μέχρι η οργάνωση να τους εξασφαλίσει ασφαλέστερο καταφύγιο.  
Τους συνάντησε όλους εκεί, έμαθε και τα απίστευτα νέα και τον Γενάρη του 1943 έφυγε για την Μέση Ανατολή και έγινε μέλος του Ιερού Λόχου. 
Εκεί πληροφορήθηκε και την σύλληψη και εκτέλεση της Ιουλίας.… 
Η Ιουλία Μπίμπα μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς από την Αθήνα στη Βιέννη και εκτελέστηκε στη γκιλοτίνα του Δικαστηρίου της 8ης Περιφερείας της Βιέννης (Vienna 8, Landesgerichtsstraße 11) στις 26 Φεβρουαρίου 1943.

Ήταν 32 ετών.


Επέστρεψε στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση και αποστρατεύτηκε μετά από μερικά χρόνια με πολλές τιμητικές διακρίσεις.

. Ο Ιερός Λόχος ήταν ελληνική στρατιωτική "μονάδα ειδικών δυνάμεων", που συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το 1942 στη Μέση Ανατολή και αποτελείτο εξ ολοκλήρου από Έλληνες αξιωματικούς και των τριών όπλων, της τότε Βασιλικής Χωροφυλακής και από μαθητές της στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, κάτω από την εντολή του συνταγματάρχη Τσιγάντε.

Ο Αντώνης συνέχισε την δράση του συμμετέχοντας σε πολλά σαμποτάζ. Μετά την απελευθέρωση ολοκλήρωσε τις σπουδές του και πήρε το Πτυχίο του Πολιτικού Μηχανικού. Κατέρρευσε όταν πληροφορήθηκε ότι στις 5 Σεπτεμβρίου 1944 η αγαπημένη του Ηρώ οδηγήθηκε μαζί με άλλους 49 κρατουμένους στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής και εκτελέστηκε με 17 σφαίρες - όσα τα χρόνια της - για «παραδειγματισμό», όπως είπαν οι χιτλερικοί.
 Η Ηρώ έπεσε για τη λευτεριά τής πατρίδας, 37 μέρες προτού απελευθερωθεί η Ελλάδα.

Η Ερασμία ξαναπαντρεύτηκε στα 34 της έναν ομορφάντρα Θεσσαλό, ανάπηρο Πολέμου, που διατηρούσε περίπτερο στο Κουκάκι. Απέκτησε μία κόρη και έναν γιό και μέχρι την συνταξιοδότησή της συνέχισε να εργάζεται στον Ευαγγελισμό, δεν έπαψε να μαζεύει, φανερά πιά, αποφάγια και αχρησιμοποίητα τρόφιμα για να ταϊζει τα αδέσποτα της γειτονιάς.

Η Εριφύλλη εντάχθηκε στον Ερυθρό Σταυρό , υπηρέτησε σε πολλά μέτωπα και τιμήθηκε για την προσφορά της. Μετά από χρόνια πληροφορήθηκε ότι ο καθηγητής της Χειρουργικής Κλινικής είχε εξασφαλίσει χάρη για τον γιό της και ίσως γι΄αυτό δεν τους αναζήτησε ποτέ κανείς ούτε καταδιώχθηκαν από κανέναν.

Η Ράνια σπούδασε Μαιευτική και εντάχθηκε επίσης στον Ερυθρό Σταυρό. Παντρεύτηκε έναν γιατρό και απέκτησε 2 κόρες. Ζει ακόμα στο ΜΕΤΣ σε μία όμορφη  πολυκατοικία που έχτισε ο αδελφός της, στην θέση του πατρικού τους.

Ο Ιάσονας, ο μικρός ήρωας της οικογένειας , έγινε δημοσιογράφος και συγγραφέας με σπουδαίο συγγραφικό έργο. Παντρεύτηκε την Μάρθα, Ποιήτρια, ζωγράφο και ενδυματολόγο. Μια πανέμορφη και ευαίσθητη γυναίκα που του χάρισε 2 γιούς. Το κόκκινο ποδήλατο κάποια στιγμή εξαφανίστηκε από την αυλή του σπιτιού στο ΜΕΤΣ. Ποτέ δεν έμαθαν τι απέγινε....

Ο Τέλης έγινε  αθλητής με πολλές διακρίσεις στην ποδηλασία, παράλληλα ήταν και εισαγωγέας-έμπορος ποδηλάτων. Εμειναν κολλητοί φίλοι με τον Ιάσονα μέχρι τον θάνατό του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα .Παντρεύτηκε την Αλκυόνη αλλά δεν απέκτησαν παιδιά.



Σχετικά με την Ηρωίδα Ηρώ Κωνσταντοπούλου διαβάστε εδώ : https://www.sansimera.gr/biographies/689 Το σπίτι που έζησε σώζεται στην γειτονιά μου, αφημένο στην εγκατάλειψη και την λησμονιά.







Σχετικά με την Ηρωϊδα Ιουλία Μπίμπα διαβάστε  εδώ
  https://www.imerodromos.gr/i-istoria-tis-iroidas-ioylias-mpimpa/΄







Εντελώς συμπτωματικά, όταν πληροφορήθηκα  τα σχετικά με την δράση της Ιουλίας Μπίμπα, ανακάλυψα ότι το σπίτι που διέμενε στην οδό Αγράφων αρ.6 στο Κουκάκι, είχε αγοραστεί το 1959 από τον αδελφό του πατέρα μου !!! Σ΄αυτό το σπίτι έχουμε κατοικήσει με τους γονείς μου για 5 χρόνια, σήμερα καταρρέει έρημο, ο θείος μου και η οικογένειά του μετανάστευσαν στην Ν, Υόρκη το 1965 και ζουν ακόμη εκεί.


Η ιστορία μου είναι προϊόν μυθοπλασίας βασισμένη όμως σε πολλά πραγματικά γεγονότα.

Η ιστορία του μικρού αδελφού, που έσωσε τον μεγαλύτερο από το εκτελεστικό απόσπασμα με το ποδήλατό του, συνέβη στην Γαλλία. Το θέμα αυτό ήταν μέρος μαθήματος σχετικού με την Γαλλική Κατοχή κατά την διάρκεια των Σπουδών μου στην Γαλλική Ακαδημία.

Ο Αξιωματικός Μιλτιάδης, της ιστορίας μου, είναι εμπνευσμένος από τον εκλιπόντα πεθερό μου, Ευθύμιο Ε. Μάμαλη, ήρωα πολέμου, με σημαντική δράση στον Ιερό Λόχο.




 Ας είναι αιωνία τους η μνήμη.....

 

 


Η ιστορία του κόκκινου ποδήλατου Μέρος Α΄

 


Η Συμμετοχή μου στο δρώμενο  Μίνι Σκυτάλη #2 της αγαπημένης φίλης MARYPERTAX https://ghinimatia.blogspot.com/2021/04/2_15.html 

Πάρτε καφέδες, τσάγια, μπισκότα, σοκολατάκια , σάντουϊτς, πίτσες, ξηροκάρπια...γιατί παρά τις καλές μου προθέσεις, πάλι σεντόνι EXTRA LARGE μου βγήκε η ιστορία....Συμπαθάτε με, αλλά είμαι αδιόρθωτη και πολύ μεγάλη γιά να προσπαθήσω να αλλάξω....

Η ιστορία του Κόκκινου Ποδήλατου

Μέρος Α


Δεν υπήρχε κανείς στη μικρή πόλη που να μη γνώριζε την Έλλη και το ποδήλατο της.

Η λεπτή φιγούρα της με τα καστανοκόκκινα μαλλιά δεμένα αλογοουρά και το κόκκινο ποδήλατο με το ευρύχωρο καλάθι μπροστά στο τιμόνι ήτανε σε όλους τόσο οικεία και αγαπητή που όποιον και να ρωτούσε κανείς για εκείνη, θα έπαιρνε αμέσως την απάντηση: είναι η ΄Ελλη με το ποδήλατό της!!!

Η Έλλη καθημερινά μετά το σχολείο, τριγυρνούσε στη μικρή πόλη κάνοντας παραδόσεις κατ΄ οίκον των αγορών που έκαναν οι πελάτισσες της μητέρας της.

Η μητέρα της διατηρούσε το μοναδικό κατάστημα ψιλικών, ειδών ραπτικής και αξεσουάρ μόδας  στη μικρή πόλη, το ίδιο αυτό κατάστημα που είχε ανοίξει η δική της μητέρα, η γιαγιά της ΄Ελλης, η πασίγνωστη κυρία Ροζαλία!!!

Η κυρία Ροζαλία ήτανε η πρώτη γυναίκα που άνοιξε κατάστημα στη μικρή πόλη, μόλις χήρεψε σε ηλικία 26 ετών και η πρώτη γυναίκα που κυκλοφορούσε με ποδήλατο !

Τώρα σε προχωρημένη ηλικία, τυλιγμένη με το σάλι της εξακολουθούσε τις περισσότερες ημέρες να κάθεται πίσω από το ταμείο του καταστήματος που είχε περάσει πιά στα χέρια της κόρης της, αλλά η ίδια δεν είχε πάψει ούτε στιγμή να έχει ενεργό ρόλο στις νέες παραγγελίες, στην υποδοχή και εξυπηρέτηση των παλαιών πελατισσών και κυρίως στις ημερήσιες εισπράξεις…!

Τα χρόνια είχαν αφήσει τα σημάδια τους στο στρογγυλό πρόσωπό της, στα σγουρά μαλλιά της που τώρα πιά ήταν κατάλευκα χωρίς να έχει κάμψει διόλου τον δυναμικό χαρακτήρα της, το σπινθηροβόλο βλέμμα της , το έξυπνο χιούμορ και το ατίθασο πνεύμα της!!!

Το ποδήλατο της γιαγιάς Ροζαλίας ,ήταν για χρόνια, το τρίτο αξιοθέατο της πόλης τους, μετά τη βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης του 11ου αιώνα που βρισκόταν στην κεντρική πλατεία και το τριώροφο αρχοντικό των Καραπιπέριδων με τους μαρμάρινους κίονες στην είσοδο, τα μπαλκόνια με τα μαρμάρινα φουρούσια και τις σιδεριές με τους έρωτες.




Το είχε φέρει ο παππούς Θεόκλητος,  δώρο μοναδικό και σπάνιο,  από το Παρίσι όπου είχε επισκεφθεί μία διεθνή έκθεση και είχε φροντίσει ο ίδιος να μάθει η σύζυγός του να το οδηγεί και να κάνει καθημερινά βόλτες  στις κοντινές εξοχές με  τις αγροικίες και τα πλούσια εξοχικά με τους μεγάλους περιποιημένους κήπους.

Αυτό το ποδήλατο και ποιος δεν το είχε θαυμάσει και ποιος δεν το είχε ζηλέψει!!!

Τις Κυριακές, μετά το μεσημεριανό φαγητό, συνήθιζαν να κάνουν έναν μεγάλο περίπατο μέχρι την ακροποταμιά στο σημείο που σχηματιζόταν ένα ευρύχωρο πλάτωμα με μεγάλα δένδρα ολόγυρα, εκεί όπου  πολλοί ερχόντουσαν οικογενειακώς για βαρκάδα ή για πικ-νικ.



Ο παππούς ανέβαζε  την μικρή Πολύμνια στο ποδήλατο  και ακολουθούσε  τη γιαγιά Ροζαλία  που οδηγούσε με επιδεξιότητα το ποδήλατό της φορώντας απαραιτήτως  το ψάθινο καπελίνο της .

Ωσπου μια μέρα, μια σειρά τραγικών γεγονότων  άλλαξε τη ζωή της γιαγιάς Ροζαλίας και της μικρής Πολύμνιας.

Μια πυρκαγιά που εκδηλώθηκε με τρομακτική καταστροφική δύναμη στο εμπορικό που διατηρούσαν στον κεντρικότερο δρόμο της  πόλης ο παππούς και τα αδέλφια του, δεν αφάνισε μόνο την περιουσία τους αλλά ήταν η αιτία να χάσει την ζωή του ο παππούς,  στην ανεπιτυχή προσπάθειά του να σώσει το μεγάλο του αδελφό , τον Αγαμέμνονα,  ο οποίος είχε πρώτος  ριχτεί   στις φλόγες, με αυτοθυσία και ηρωισμό προκειμένου να σώσει την επιχείρησή τους.

Μετά την απόγνωση και το βαρύ πένθος, η γιαγιά Ροζαλία συγκέντρωσε τις δυνάμεις της και πήρε την απόφαση να ανοίξει το κατάστημα «Μόδες ΡΟΖΑΛΙΑ» στην μικρή πόλη. "Εχω παιδί να μεγαλώσω» είπε, κι έσφιξε τις γροθιές της,  μάζεψε τα κουράγια της καταχωνιάζοντας την αφόρητη λύπη και τον καημό της."

Εν τω μεταξύ είχε αποβιώσει από στενοχώρια και παθολογικά αίτια και ο τρίτος κατά σειρά αδελφός του παππού , ο Τρύφωνας και ο μικρότερος ο Ιορδάνης, αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια συγκεκριμένα, όπου η οικογένεια της γυναίκας του διατηρούσε επιχείρηση εμπορίας καπνών.  Ετσι παραχώρησε στη γιαγιά Ροζαλία τα λιγοστά εμπορεύματα που διασώθηκαν από την φωτιά, κάμποσα μέτρα γαλλικές δαντέλες, κορδέλες, και υφάσματα καθώς και καμιά εκατοστή κουτιά με κουμπιά όλων των μεγεθών και χρωμάτων.

Τον δυναμισμό της γιαγιάς, την εργατικότητα, την αρχοντιά και την έμφυτη ευγένεια, την κληρονόμησε στο ακέραιο η κόρη της η Πολύμνια, που εξελίχθηκε σε μία πανέμορφη κοπέλα με κατάλευκο δέρμα, καστανοκόκκινα μαλλιά και πράσινα μάτια  κληρονομιά από τον πατέρα της τον Θεόκλητο .

Η γιαγιά Ροζαλία απέρριψε κάθε πρόταση γάμου που κατά καιρούς της έγινε και δεν ήτανε λίγες , πολλοί και αξιόλογοι βρεθήκαν να  επιθυμούν να κάνουν συμβία τους, αυτή τη δυναμική και αξιοπρεπέστατη κυρία, όμως εκείνη ούτε που το σκέφτηκε : «παντρεύτηκα μία φορά και ήταν για πάντα» έλεγε ,  τώρα είμαι δεσμευμένη με τη δουλειά μου.

Μόνη της διεκπεραίωνε τις υποθέσεις του νοικοκυριού και του καταστήματός της και μερίμνησε η θυγατέρα της να μορφωθεί στο Παρθεναγωγείον, όπου και η ίδια είχε φοιτήσει, ενώ πάντα, από μικρό κοριτσάκι ήτανε  δίπλα της στο κατάστημα, στις παραγγελίες, στην εξυπηρέτηση των πελατισσών, στα λογιστικά, στα πάντα.

Η γιαγιά Ροζαλία Τρίτη και Παρασκευή 4-6 έκανε με το ποδήλατό της τις παραδόσεις των παραγγελιών κατ΄οίκον.

 Αυτή τη δουλειά την ανέλαβε η νεαρή Πολύμνια ένα χρόνο αφ΄ότου ξεκίνησε η «επίσημη» επαγγελματική της ενασχόληση στο κατάστημα της μητέρας της.

Τρίτη και Παρασκευή 4-6 όλων τα μάτια ήτανε στραμμένα στο κατάστημα της κυρίας Ροζαλίας απ΄ όπου η Πολύμνια θα τοποθετούσε προσεκτικά στο καλάθι του παλιού πιά, αλλά καλοσυντηρημένου ποδήλατου τα δέματα με τις παραγγελίες και θα ξεκινούσε τις διαδρομές για την παράδοσή τους.

Ντυμένη πάντοτε απλά και φορώντας ένα ψάθινο καπελίνο με πράσινη κορδέλα τραβούσε σαν μαγνήτης τα βλέμματα θαυμασμού χωρίς να έχει την παραμικρή συναίσθηση της ταραχής που προκαλούσε στον ανδρικό πληθυσμό και της ζήλιας που ξεσήκωνε σε ένα μεγάλο μέρος του γυναικείου….

Τα προξενιά  άρχισαν να έρχονται  το ένα μετά το άλλο και τότε η γιαγιά Ροζαλία είπε:

«Κόρη μου,  κάνε  μόνη σου την επιλογή σου, με την ευχή μου!!»

Η πανέμορφη Πολύμνια με τα πράσινα μάτια , τα καστανοκόκκινα μαλλιά το λαμπερό χαμόγελο και τους ευγενικούς τρόπους είχε προ πολλού κινήσει το ενδιαφέρον των νέων και των λιγότερο νέων και δεν είχε μείνει αδιάφορη στις φλογερές ματιές και τα ραβασάκια που της έστελνε με την ξαδέλφη του ο γιός του Ειρηνοδίκη  ο Λέανδρος…!

Ετσι, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του Ειρηνοδίκη και της κυρίας του, που έκαναν τη σχετική  κριτική για την κόρη της εμπόρισσας, την ποδηλάτισσα, την  άπροικη, την ορφανή, στην οποία όμως δεν είχαν να προσάψουν το παραμικρό, όσον αφορά τη συμπεριφορά, το ήθος, την εκτίμηση και το σεβασμό που απολάμβανε τόσο η ίδια όσο και η μητέρα της, από όλους ανεξαιρέτως, ενώ η οφθαλοφανής εκθαμβωτική ομορφιά της δεν άφηνε περιθώρια για περισσότερες συζητήσεις…

Ο γάμος έγινε σε στενό κύκλο λόγω πένθους στην οικογένεια του γαμπρού, με μόνη απαίτηση από πλευράς της νύφης, να συνεχίσει να εργάζεται δίπλα στη μητέρα της στο κατάστημα «Μόδες ΡΟΖΑΛΙΑ» ενώ στο θέμα του ποδηλάτου και των κατ οίκον παραδόσεων υπήρξε μια μικρή υποχώρηση και αποφασίστηκε να γίνεται στο εξής από έναν νεαρό βοηθό που θα προσλάμβαναν γι αυτό το σκοπό.

Οι νεόνυμφοι εγκαταστάθηκαν  σε ένα μικρό σπιτάκι με κήπο στην άκρη της μικρής πόλης και πολύ σύντομα η οικογένεια απέκτησε ένα ακόμη μέλος, την μικρή Έλλη, ένα ροδαλό μωρό,  με  καστανοκόκκινα μαλλιά και μελιά μάτια, ίδια ακριβώς με του πατέρα της του Λέανδρου.

Αυτή η ευτυχία δεν ήτανε τυχερό να κρατήσει για πολύ. Η μοίρα άλλα είχε αποφασίσει για το νεαρό ζευγάρι και το κοριτσάκι τους…..

Ο Λέανδρος αρρώστησε βαριά και για έξι μήνες πάλευε να κρατηθεί στη ζωή. Φέρανε τους καλλίτερους γιατρούς, παραγγείλανε φάρμακα από το εξωτερικό….αλλά μάταια. Εσβησε ένα δειλινό  αφήνοντας μόνη την αγαπημένη του σύζυγο και ορφανή την κορούλα του που τότε ήταν μόλις 6 ετών…

Τα πεθερικά της Πολύμνιας έσπευσαν να προτείνουν επίμονα να πάνε να ζήσουν μαζί τους, κυρίως λόγω της λατρείας που είχαν στηn μικρή Ελλη, το μοναδικό εγγόνι τους, αλλά εκείνη αποφάσισε και το δήλωσε κατηγορηματικά ότι θα επέστρεφε στο σπίτι της μητέρας της πάνω από το κατάστημα της.

Ετσι έγινε, το παλιό παιδικό δωμάτιο της Πολύμνιας βάφτηκε και επιπλώθηκε με κάποια από τα έπιπλα του μικρού της σπιτιού, η φωτογραφία του Λέανδρου σε ασημένια κορνίζα τοποθετήθηκε στο μπουφέ της τραπεζαρίας δίπλα στην κορνίζα με τη φωτογραφία του παππού Θεόκλητου και το μικρό πατάρι  πάνω από τη σκάλα, διαμορφώθηκε με γούστο και περισσή φροντίδα σε δωμάτιο της Ελλης….

Σ΄αυτό το δωματιάκι με το θολωτό παράθυρο, η γιαγιά Ροζαλία και η Πολύμνια  μεγαλούργησαν! Το έντυσαν με μια χαρούμενη ταπετσαρία, έβαλαν δαντελένιες κουρτίνες στο παράθυρο, έφτιαξαν οι δυό τους μετά από ατέλειωτες ώρες δουλειάς, ένα υπέροχο κεντημένο πάπλωμα για το κρεβάτι της μικρής, ενώ η άλλη γιαγιά, η κυρία Ειρηνοδίκη, όπως την αποκαλούσε η γιαγιά Ροζαλία, έφερε ένα χαλί σε τσαγαλί χρώμα σπαρμένο με κάθε λογής λουλούδια, μία επιτραπέζια  μπρούτζινη λάμπα με γυαλί από ροζ οπαλίνα και μία μικρή  γαλλική πολυθρόνα…ντυμένη με  βαθυπράσινο βελούδο ενώ δεν παρέλειψε να κάνει και την πικρόχολη παρατήρησή της «Δεν μπορώ να καταλάβω την επιμονή σου να στριμωχτείτε εδώ μέσα, σ΄αυτό το σπιρτόκουτο,  ενώ μπορείτε να έχετε άφθονο χώρο …..άσε τις άλλες ευκολίες….»

Αφού ολοκληρώθηκε η εγκατάσταση της Πολύμνιας και της μικρής Έλλης στο σπίτι, η γιαγιά Ροζαλία ανακοίνωσε:  « Σήμερα θα έρθει το καινούργιο ποδήλατο!! Βοηθείστε να ανεβάσουμε το παλιό εδώ , θα το κρεμάσω στον τοίχο πάνω από το πλατύσκαλο γιατί θέλω να το βλέπω όταν μπαίνω κι όταν βγαίνω από την κάμαρά μου…»

Η επιθυμία της πραγματοποιήθηκε άμεσα, είχε φροντίσει άλλωστε η ίδια να τοποθετηθούν από μέρες τα κατάλληλα στηρίγματα στον τοίχο και μόλις το παλιό ποδήλατο, παρά τις φθορές του χρόνου, καθαρισμένο  και γυαλισμένο πήρε τη θέση του, δεν μπόρεσε να κρύψει ένα δάκρυ που κύλισε από τα βουρκωμένα μάτια της.

Αλλά και η Πολύμνια στάθηκε με συγκίνηση στο κάτω μέρος της σκάλας και ακουμπώντας στη χοντρή ξύλινη κουπαστή κατακλύστηκε από τις εικόνες που είχαν σημαδέψει τόσο την παιδική της ηλικία όσο και τα νεανικά της χρόνια….

Ενιωσε το τράνταγμα των ώμων του πατέρα της όταν την κουβαλούσε στους ώμους του στους περιπάτους τους στην ακροποταμιά, την μυρωδιά της κολώνιας του και την ζεστασιά του στήθους και των χεριών  του όταν την αγκάλιαζε και ξεχώρισε τη γνώριμη φιγούρα της μητέρας της με το καπελίνο που προπορευόταν συνήθως ποδηλατώντας… αισθάνθηκε τη θέρμη της αγκαλιάς της μητέρας της όταν την κρατούσε μπροστά της φυλακισμένη  από τα μπράτσα της επάνω στο ποδήλατο πηγαίνοντας για ψώνια ή για τις παραδόσεις ..ένοιωσε τα βλέμματα να καρφώνονται στην πλάτη της όταν κοπελίτσα, μοίραζε η ίδια με το ποδήλατο τις παραγγελίες…..άκουσε σαν μακρινό μουρμουρητό και τα σχόλια που γίνονταν….. η ορφανή…σαν τα κρύα τα νερά…. τέτοια ομορφιά η κόρη της εμπόρισσας, ίδια η μάνα της….. δεν έχει ακουστεί πάντως… έχουνε να το λένε όλοι….κι η μάνα της αρχοντογυναίκα, κυρία……χήρεψε νέα και δεν έβαλε άλλο στεφάνι, μόνο το παιδί της και το μαγαζί της… άξια γυναίκα και σοβαρή…..έχει να το λέει όλος ο κόσμος….




Από τη συγκίνηση της στιγμής και τις ονειροπολήσεις τις έβγαλε το χτύπημα στην πόρτα…..

Η Πολύμνια φώναξε: « έρχομαι….» και προχώρησε να ανοίξει  ενώ ταυτόχρονα απευθυνόμενη στη μητέρα της είπε: « Μη βιαστείς μητέρα, θα ανοίξω εγώ…!»

Μόλις άνοιξε η πόρτα εμφανίστηκε ο  Φανούρης , καλοκάγαθος γίγαντας γνώριμος από παλιά. Χαιρέτησε και με τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή του είπε: « να το φέρω μέσα ή θα το πάω στο μαγαζί;»

Η Πολύμνια στράφηκε στη μητέρα της και περίμενε την απάντησή της. Η Ροζαλία πλησίασε και είπε ανυπόμονα: «στο μαγαζί βέβαια, κατεβαίνουμε-κατεβαίνουμε….»

Από εκείνη την ημέρα οι παραδόσεις γίνονταν με το καινούργιο ποδήλατο…. Ο σκελετός του ήτανε βαμμένος σε ένα μπλέ  υπέροχο χρώμα, τα καινούργια του λάστιχα κυλούσαν αθόρυβα, το καλάθι του, ειδική παραγγελία, στόλιζε το μπροστινό μέρος, το κουδούνι του είχε έναν μοναδικό ήχο και η Ροζαλία, παρά τις αντιρρήσεις της κόρης της, ανέβηκε στα κλεφτά να το δοκιμάσει κάνοντας ένα μικρό γύρο, αξημέρωτα σχεδόν, μιά συννεφιασμένη Κυριακή,  πριν πάει στην εκκλησία…..

Η Ελλη απέκτησε το πρώτο της ποδήλατο στα οκτώ της χρόνια, δώρο του παππού και της γιαγιάς, της κυρίας Ειρηνοδίκη, χειρονομία που δε συγχώρησε ποτέ η γιαγιά Ροζαλία στην κόρη της, γιατί ήθελε εκείνη να αγοράσει το πρώτο ποδήλατο της μικρής και συμφιλιώθηκε με την ιδέα,  μόνο όταν η Πολύμνια τη διαβεβαίωσε ότι εκείνη θα αγόραζε σίγουρα το πρώτο «αληθινό» ποδήλατο της εγγονής της…

Η ΄Ελλη έγινε αμέσως δεινή ποδηλάτισσα και δεν αποχωριζότανε στιγμή το ρόζ ποδηλατάκι της, μαζί της το ανέβαζε κάθε βράδυ στην καμαρούλα της και το κατέβαζε πάλι κάθε πρωί στο κατάστημα όπου την περίμενε μέχρι την επιστροφή από το σχολείο για σουλατσάρισμα μέσα και έξω από το μαγαζί κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της μητέρας και της γιαγιάς της.

Στα δεκατέσσερα η ΄Ελλη  απέκτησε το δεύτερο ποδήλατό της,  από τύχη!

Ο κ. Ευλάμπιος ο δάσκαλος, αγόρασε ποδήλατο για τη μοναχοθυγατέρα του την 15χρονη Ευρυδίκη, αγνοώντας τις έντονες αντιρρήσεις της συμβίας του και δυστυχώς παρά τις καλές προθέσεις του, η Ευρυδίκη όχι μόνο δεν κατάφερε να ισορροπήσει στο εντυπωσιακό της ποδήλατο, αλλά γκρεμοτσακίστηκε τόσες φορές που στο τέλος αποφάσισε να παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια ενστερνιζόμενη την άποψη της μητέρας της ότι «μ΄αυτό το πράγμα αν δε σπάσεις το  κεφάλι σου ή τα κόκκαλά σου, θα σημαδευτείς κι άντε μετά να παντρευτείς….»

Ετσι προς μεγάλη ανακούφιση της συζύγου του , ο κύριος Ευλάμπιος εμφανίστηκε αργά ένα συννεφιασμένο απόγευμα στο κατάστημα «Μόδες ΡΟΖΑΛΙΑ» και αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν ο μοναδικός πελάτης, εξιστόρησε βιαστικά και με στενοχώρια στην Ροζαλία και την Πολύμνια τα παθήματα της Ευρυδίκης  και πρότεινε να τους δώσει το ποδήλατο γιατί του ήταν παντελώς άχρηστο….

Η πρόταση έγινε αποδεκτή, αφού βέβαια προηγουμένως η Πολύμνια έκανε μία προσπάθεια διαφορετικής προσέγγισης μήπως και άλλαζαν τα πράγματα αν επιχειρούσε η ίδια να εκπαιδεύσει την Ευρυδίκη, αλλά ο κ. Ευλάμπιος δήλωσε ότι η απόφασή τους ήτανε οριστική και αμετάκλητη…

Το άλλο πρωινό λοιπόν ξημέρωσε μια λαμπερή ηλιόλουστη ημέρα και  το πορτοκαλί ποδήλατο με τις γρατζουνιές του και τα  μικροβαθουλώματα του,  βρισκόταν ακουμπισμένο δίπλα στην πόρτα του μαγαζιού και περίμενε την καινούργια ιδιοκτήτριά του!

Τα μελένια ματάκια της Ελλης έγιναν ολοστρόγγυλα από την έκπληξη ενώ η Πολύμνια και η γιαγιά Ροζαλία, αντάλλασσαν συνωμοτικά βλέμματα παρακολουθώντας τα χοροπηδήματα της και τα επιφωνήματα της ασυγκράτητης χαράς της « Αλήθεια; μου το χάρισαν; Είναι δικό μου;» «Δεν το πιστεύω, δεν το πιστεύω…»

Απρόθυμα και γεμάτη έξαψη έφυγε για το σχολείο ενώ οι ώρες για την επιστροφή  έμοιαζαν ατέλειωτες εκείνη την ημέρα…. δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στο μάθημα, ήταν αδύνατον να σκεφθεί οτιδήποτε άλλο , εκτός από το πορτοκαλί ποδήλατο !

Γύρισε στο σπίτι πετώντας σχεδόν, γεμάτη ενθουσιασμό και προσμονή , ανέβηκε  δύο-δύο τα σκαλιά και όρμησε στην τραπεζαρία φωνάζοντας: «ήρθα! Πού είναι; Που το βάλατε;»

Η Ροζαλία με δυσκολία κρατούσε την ψυχραιμία της, βίωνε και η ίδια σε επανάληψη τα συναισθήματα που είχε νοιώσει όταν ο Θεόκλητος της έλυσε το μεταξωτό μαντήλι από τα μάτια και της αποκάλυψε το θαυμάσιο , το μοναδικό, το μυστηριώδες δώρο που της έφερε από το Παρίσι….. εκτός από τις κολώνιες, τα μαντήλια, τις εσάρπες, τα καπέλα…

Εννιωθε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά και έσπευσε να δώσει τέλος στην αγωνία της μικρής λέγοντας: «Θα το πάρουμε το απόγευμα, η μητέρα σου το πήγε στον  Φανούρη να κάνει τις απαραίτητες μικροεπισκευές, διάλεξε και ένα ωραίο καλάθι… έλα πλύνε τα χέρια σου και κάθησε να φάμε τώρα».

Ολη την ώρα του φαγητού η συζήτηση είχε ένα και μοναδικό θέμα : το θαυμάσιο , το αναπάντεχο, το εκπληκτικό γεγονός ,την εύνοια της τύχης που εκδηλώθηκε τόσο μοναδικά και τόσο γενναιόδωρα…

Η γιαγιά Ροζαλία και η Πολύμνια εξιστόρησαν για πολλοστή φορά και με κάθε λεπτομέρεια την επίσκεψη του κυρίου Ευλάμπιου, την πρότασή του, κάθε λέξη, περιέγραψαν κάθε κίνηση…. ώσπου ήρθε η ώρα να κατέβουν στο μαγαζί.

Η ώρα εξακολουθούσε να περνάει βασανιστικά αργά για την Ελλη που αδημονούσε να δεί τη μητέρα της να απομακρύνεται από το πίσω μέρος του πάγκου και να φοράει το ψάθινο καπελίνο της, ενώ κάθε τόσο έριχνε κλεφτές ματιές στη γιαγιά της που κουβέντιαζε με τις πελάτισσες και τους αράδιαζε υπομονετικά κουτιά με κουμπιά και μπομπίνες με κορδέλες….

Επιτέλους ήρθε η στιγμή που η Πολύμνια της είπε: «Είσαι έτοιμη; σε δέκα λεπτά ξεκινάμε» Τινάχτηκε μονομιάς και προχώρησε στο πίσω μέρος του μαγαζιού, ξαναέπλυνε τα χέρια της ,έσφιξε την αλογοουρά της και βγήκε από τη πίσω πόρτα στη μικρή αυλή περιμένοντας τη μητέρα της δίπλα στο μπλέ ποδήλατο.

Σε λίγα μόλις λεπτά, που της φανήκανε αιώνες, εμφανίστηκε η Πολύμνια με το ψάθινο καπελίνο της και δυό μικρά πακέτα που τα τοποθέτησε προσεκτικά στο καλάθι.

Κάθισε με άνεση στη σέλλα , έπιασε το τιμόνι και στη συνέχεια έκανε το γνωστό νεύμα για να ανέβει πίσω  της και η Ελλη. Όταν ήταν μικρούλα τη κρατούσε καθισμένη μπροστά της ασφαλισμένη με τα μπράτσα της, όπως έκανε και η δική της μητέρα, τώρα όμως που είχε μεγαλώσει είχαν προσθέσει μια ειδική σχάρα στο πίσω μέρος  ώστε να μπορεί να κάθεται με σχετική άνεση και ασφάλεια εκεί. Η γιαγιά Ροζαλία είχε επιμείνει σ΄αυτό και είχε φροντίσει και η ίδια να κάνει κάτι ανάλογο και στο δικό της ποδήλατο πριν από χρόνια έτσι ώστε να μετακινούνται και οι δύο, με τον καλλίτερο και ασφαλέστερο τρόπο.

Ξεκίνησαν επιτέλους και αφού έκαναν μια ολιγόλεπτη στάση στο σπίτι των δίδυμων πελατισσών τους της δεσποινίδας Αρετής και της Δεσποινίδας Αύρας όπου παρέδωσαν τα πακέτα με τις παραγγελίες τους, έφθασαν στο κατάστημα-εργαστήριο του  Φανούρη όπου τους περίμενε το πρώην πορτοκαλί ταλαιπωρημένο ποδήλατο, μεταμορφωμένο εντελώς, γυαλισμένο, ξετσαλακωμένο, φρεσκοβαμμένο με ένα  λαμπερό κόκκινο χρώμα και με ένα θαυμάσιο καλάθι στερεωμένο μπροστά από το τιμόνι.

Ο  Φανούρης τις υποδέχτηκε θερμά και με τη βραχνή ,τραγουδιστή φωνή του  ανήγγειλε : "Ετοιμο!!! Έγινε κουκλί!! ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ σας λέω ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ!!! και επειδή δεν βρήκα πορτοκαλί μπογιά,  το έβαψα κόκκινο, ελπίζω να μην έχετε αντίρρηση !!! Ελάτε κυρία Πολύμνια να το δοκιμάσετε μετά θα βάλουμε και τη μικρή !!! "

Ο  Φανούρης και η Πολύμνια ήτανε παλιοί γνώριμοι και υπήρχε μεταξύ τους μία ιδιαίτερη σχέση οικειότητας, εκτίμησης και εμπιστοσύνης, όχι μόνον γιατί γνωρίζονταν από παιδιά  αλλά γιατί ο πατέρας του  Φανούρη με τους αδελφούς του, είχανε το μοναδικό κατάστημα σε όλη την περιοχή που εμπορευότανε ποδήλατα και διέθετε και εργαστήριο επισκευών, ανταλλακτικών κλπ. έτσι αναπόφευκτα η πρώτη και μοναδική γυναίκα πελάτισσά τους, για πολλά χρόνια, δεν ήτανε άλλη από την κυρία Ροζαλία…

Από τη άλλη πλευρά, όταν άνοιξε η γιαγιά Ροζαλία το κατάστημά της, οι πρώτες πιστές της πελάτισσες ,ήταν η μητέρα του  Φανούρη, η κυρία Αγγελική, οι αδελφές της, Αντιγόνη και Ερμιόνη , οι εξαδέλφες της, η Φανή, η Κατίνα , η Μαριγώ , η Ευτυχία  , η κουμπάρα της η Ελπίδα και οι κουνιάδες της, η Αγλαία,  η Ελένη ,  η Ιφιγένεια……την είχανε στηρίξει , ήταν ευγνώμων  και ποτέ δεν ξέχασε την συμπαράστασή τους σε καιρούς δύσκολους ….

Η Πολύμνια κοίταξε με φανερή ικανοποίηση το ποδήλατο και είπε : «Μπράβο  Φανούρη, το έκανες πάλι το θαύμα σου, έβαλες όλη την τέχνη σου, καινούργιο το έκανες πράγματι και το χρώμα εξαιρετικό !!!» έπειτα φώναξε την ΄Ελλη, που δε χόρταινε να κοιτάζει το  αστραφτερό ποδήλατο με μάτια που γυάλιζαν από έξαψη και προσμονή. « Ελα!» της είπε: «Εσύ θα το δοκιμάσεις!»

Χωρίς δεύτερη κουβέντα, η Ελλη βρέθηκε στη σέλλα του ποδηλάτου και κρατώντας σταθερά το τιμόνι έκανε δυό γύρους στο απλόχωρο εργαστήριο κάτω από το εξεταστικό βλέμμα του κυρ Φανούρη και της μητέρας της.

«Θέλει λίγο χαμήλωμα η σέλλα και προσαρμογή τα πετάλια» είπε ο  Φανούρης και η Πολύμνια πρόσθεσε «Να της δείξεις λίγο και τα φρένα»

Αφού έγιναν οι απαραίτητες διορθώσεις η Ελλη έκανε μερικούς δοκιμαστικούς γύρους στο εργαστήριο και ρώτησε με ανυπομονησία:  «Μπορούμε να το πάρουμε τώρα;» Η Πολύμνια κοίταξε ερωτηματικά το Φανούρη κι εκείνος απάντησε «Όλα είναι εν τάξει και είναι πολύ καλό ποδήλατο… Γερμανικό… είσαι έτοιμη για απολαυστικές ποδηλατάδες δεσποινίς μου…»

«Μια στιγμή… έχουμε να τακτοποιήσουμε το λογαριασμό πρώτα» είπε η Πολύμνια και ο  Φανούρης απάντησε γελώντας «και βέβαια θα τον τακτοποιήσουμε, από βδομάδα που θα έρθει η γυναίκα μου  στο μαγαζί σας να ψωνίσει για την ίδια και για τα κορίτσια , ξέρεις πόσο μεγαλώσανε η Αναστασία και η Μελπομένη…. , δεν προλαβαίνει η ράφτρα να τους  ράβει φουστάνια, λες και τις τραβάμε από τα μαλλιά…. Καλό δρόμο..!!

Η Πολύμνια και η Ελλη ανέβηκαν στα ποδήλατά τους, χαιρέτησαν και ευχαρίστησαν το Φανούρη που τις ξεπροβόδισε μέχρι την άκρη του δρόμου, παρακολουθώντας τες με το βλέμμα να κάνουν πετάλι,  η μία πίσω από την άλλη, με τις πράσινες κορδέλες από το καπελίνο της Πολύμνιας ν΄ανεμίζουν προς τα πίσω ,ενώ η καστανοκόκκινη αλογοουρά της Ελλης πηγαινοερχότανε δεξιά-αριστερά, μέχρι που  οι σιλουέτες τους  χάθηκαν στη στροφή …..

Όταν έφθασαν στο μαγαζί, ευτυχώς δε υπήρχε κανένας πελάτης πιά και βιαστήκανε να κλείσουν ώστε να έχουν λίγο χρόνο πριν σκοτεινιάσει, να περιεργαστούν με την ησυχία τους το νέο απόκτημά τους στην πίσω αυλή.

Η Πολύμνια ακούμπησε το ποδηλατό της στη συνηθισμένη πλευρά του τοίχου και άρχισε να περιεργάζεται με προσοχή το πιθανό καταλληλότερο σημείο για το δεύτερο ποδήλατο.

Η Ελλη κρατώντας πάντα το κόκκινο ποδήλατο δίπλα της, φώναξε «Γιαγιά, έλα να δείς! Μη χασομεράς, έλα!!!»

Η Ροζαλία βγήκε στην αυλή και πλησίασε την εγγονή της , την αγκάλιασε από του ώμους κι απόθεσε ένα φιλί στη κορυφή του κεφαλιού της «Είναι πραγματικά θαυμάσιο! Εξαιρετικό! Εδώ θα το βάζεις» είπε και υπέδειξε με το χέρι ένα σημείο στην αριστερή πλευρά της αυλής. «Θα μετακινήσουμε αυτές τις γλάστρες, κι εκεί σ΄αυτή τη στεγασμένη εσοχή θα είναι ότι πρέπει» η Πολύμνια συγκατένευσε και έσπευσε να μετακινήσει τις τρείς γλάστρες για να ελευθερωθεί το σημείο που επέλεξε η μάνα της και μόλις έγινε αυτό, η Ελλη ακούμπησε προσεκτικά το κόκκινο ποδήλατο στον τοίχο.

Στάθηκαν και οι τρείς και το παρατηρούσαν, δεν χόρταιναν να το καμαρώνουν…. Η Πολύμνια έσπασε τη σιωπή «Τέτοια τύχη…ποιός να το έλεγε… ο Φανούρης είπε ότι είναι πολύ καλό.. Γερμανικό..»η Ελλη, συμπλήρωσε: «μου αρέσει τόσο πολύ, το χρώμα του, το κουδούνι του, το καλάθι του, και τι σύμπτωση , είναι ακριβώς στο μέγεθος που μου ταιριάζει…είναι…τέλειο!!!» Τέλος η Ροζαλία αγκαλιάζοντας την κόρη και την εγγονή της είπε: «Η μοίρα των γυναικών της οικογένειάς  μας  είναι κατά περίεργο τρόπο συνδεδεμένη με τα ποδήλατα!!! Δεν πάμε να τα βρούμε εμείς, έρχονται και μας βρίσκουν αυτά!! Αισθάνομαι πως ετούτο θα είναι το πιο καλότυχο από όλα τα προηγούμενα και θα χαρίσει στην Ελλη μοναδικές εμπειρίες!!! Πάμε στο σπίτι τώρα, πείνασα κι άρχισα να κρυώνω!»




Ανεβαίνοντας και οι τρείς τη σκάλα του σπιτιού το βλέμμα τους έπεσε αναπόφευκτα στο παλιό ποδήλατο που ήτανε στερεωμένο στον τοίχο πάνω από το πλατύσκαλο και η κάθε μία έκανε τη δική της σκέψη, χωρίς να βγάλει μιλιά..

 

-Η Πολύμνια σκέφτηκε, πόσα χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία φορά που ανέβηκε σ΄αυτό το ποδήλατο….πως την πλησίαζε με προφύλαξη και διακριτικότητα η εξαδέλφη του Λέανδρου και καλύτερη φίλη της, η Χαρούλα,  για να της δώσει τα τρυφερά του ραβασάκια….πόση συγκίνηση και προσμονή αισθανότανε όταν συναντιόντουσαν οι ματιές τους και χασομερούσε κάνοντας πετάλι αργά-αργά για να παρατείνει όσο μπορούσε περισσότερο αυτές τις στιγμές…

 

 

 -Η Ελλη σκέφτηκε πόσο διαφορετικό ήταν το δικό της καινούργιο κόκκινο ποδήλατο από αυτό το παλιομοδίτικο της γιαγιάς….είχε τόσο άβολη σέλλα, το τιμόνι ήτανε σκληρό και άκαμπτο, οι ρόδες λεπτές, το χρώμα σκοτεινό…

 

 -Η Ροζαλία, σκέφτηκε πως μετά την κόρη και την εγγονή της , αυτό το ποδήλατο, ήτανε το πιο αγαπημένο της πράγμα. Το χάιδεψε τρυφερά με το βλέμμα της, όπως έκανε κάθε φορά που το αντίκριζε και ρίγησε ολόκληρη από την ανάμνηση του θερμού  φιλιού που αντάλλαξε με τον Θεόκλητο μόλις της έλυσε τα μάτια και της αποκάλυψε το αινιγματικό δώρο του!...

 


Αρκετά χρόνια αργότερα, το ποδήλατο της γιαγιάς παρέμενε στη θέση του στον τοίχο  πάνω από το κεφαλόσκαλο του παλιού σπιτιού,  το μπλέ ποδήλατο της Πολύμνιας έκανε τώρα διαδρομές με οδηγό τον Αναστάση , εγγονό του Φανούρη που εργαζότανε στο Ταχυδρομείο….το κόκκινο ποδήλατο της ΄Ελλης βρέθηκε στην Αθήνα, εκείνο τον  σκληρό χειμώνα  της Κατοχής του 1941…..

Η ιστορία συνεχίζεται εδώ : 

https://www.blogger.com/blog/post/edit/2165322750865893085/746158573870161597