Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019








Ο διαγωνισμός κεντήματος  της Εταιρείας Ε.ΜΟΥΖΑΚΗΣ...είναι ένα γεγονός που με έχει ενθουσιάσει, όχι γιά την κατάκτηση βραβείων ή επαίνων αλλά γιά την συμμετοχή και την ανάδειξη των λατρεμένων μου κεντημένων Δειγματολογίων !!! Παρουσιάζεται μία θαυμάσια ευκαιρία να κεντηθούν ελληνικά Δειγματολόγια  και να  να προβληθεί  με τον καλύτερο τρόπο αυτό το είδος κεντήματος που είναι  σχεδόν άγνωστο στην Ελλάδα...(έχω κάνει παλαιότερα ανάρτηση σχετική με την ιστορία των κεντημένων Δειγματολογίων  https://katoapotinakropoli.blogspot.com/2014/12/blog-post.html )  Δεδομένης ευκαιρίας λοιπόν, κάνω έκκληση στις φίλες που αγαπούν το κέντημα και σε πείσμα των καιρών εξακολουθούν να κεντούν, να στρέψουν το ενδιαφέρον τους στα Δειγματολόγια και να συμμετέχουν σ΄αυτόν τον διαγωνισμό με το δικό τους μοναδικό και υπέροχο έργο !!!Είμαι πρόθυμη να παρέχω κάθε βοήθεια στον σχεδιασμό και σύνθεση.....σε όποια φίλη το επιθυμεί.


Στην αρχαία Ελλάδα οι πεταλούδες ονομάζονταν «ψυχές», καθώς πιστευόταν ότι είναι οι ψυχές των νεκρών. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν την πεταλούδα «σκώληκα ή καμπή», ενώ τη χρυσαλλίδα, το επόμενο δηλαδή στάδιο στάδιο μεταμόρφωσης από την κάμπια, «νεκύδαλλο», που σημαίνει «περίβλημα νεκρού».Ο συμβολισμός της πεταλούδας στα Δειγματολόγια, είναι απολύτως ταυτόσημος.







Επιπροσθέτως η προκήρυξη αυτού του διαγωνισμού ,με παρότρυνε να αναζητήσω και τον σχετικό αρχαιοελληνικό μύθο....έτσι γιά  να  φρεσκάρω την μνήμη , που παρουσιάζει  τελευταία μεγάλη δυσλειτουργία....



Το άγαλμα «Έρως & Ψυχή» είναι ένα έργο του Antonio Canova και βρίσκεται στο Λούβρο.

Το μαρμάρινο γλυπτό αναπαριστά στιγμιότυπο από τον δημοφιλή ελληνικό μύθο του Έρωτα και της Ψυχής, και συγκεκριμένα τη στιγμή που ο Έρωτας ξαναζωντανεύει την Ψυχή. Είναι επίσης ευρέως γνωστό και σαν «Η Αναγέννηση της Ψυχής από το Φιλί του Έρωτα».









Ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής αναφέρεται ως μια αρχαία αλεξανδρινή παράδοση των ελληνιστικών χρόνων. Δεν συνδέεται με συγκεκριμένους τόπους και ιστορικά γεγονότα αλλά προσπαθεί να ερμηνεύσει αξιόλογα φαινόμενα ή να εκφράσει κάποια φιλοσοφική διδασκαλία, όπως η περίφημη αθανασία της ψυχής.
Η αλήθεια που εκφράζει ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής είναι πως η υπέρτατη Ηδονή προκύπτει από το σμίξιμο του έρωτα με την ψυχή.
Οι μύθοι όλων των λαών περιέχουν σημαντικά διδάγματα και μεγάλες αλήθειες. Ωστόσο ο αρχαίος ελληνικός μύθος αποδεικνύεται συχνά ως κάτι σημαντικότερο. Όντας δηλαδή οργανικό μέρος της θρησκείας ενός υπέροχου πολιτισμού, δεν προβάλλει απλά ένα επιγραμματικό, στατικό δίδαγμα, αλλά λειτουργεί και ο ίδιος ως μια διαδικασία μύησης στις μεγάλες αλήθειες της ζωής.
Έτσι από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής έχει εμπνεύσει αναρίθμητους καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο.




Ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής λοιπόν, όπως τον αναφέρει ο Απουλήιος, Ρωμαίος συγγραφέας του 2ου μ.Χ. αιώνα, ο οποίος εκτός από συγγραφεύς, ήταν και φιλόσοφος και ενίσχυσε την ιστορία του με πολλές συμβολικές έννοιες. Η Ψυχή αντιπροσώπευε την ψυχή και ο Έρωτας τη θεϊκή αγάπη. Μόνο υπερνικώντας τη θεία αγάπη μπορούσε η ψυχή να βρει την αληθινή ολοκλήρωσή της.



"Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν σε μια πολιτεία μεγάλη, πλούσια και δυνατή ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα. Η μικρότερη από τις τρεις κόρες τους, η Ψυχή ήταν τόσο όμορφη, που μόνο με τη θεά Αφροδίτη μπορούσε να παραβληθεί.


Έτσι, όποιος την έβλεπε, έπεφτε θαμπωμένος και την προσκυνούσε σαν να είχε μπροστά του την ίδια τη θεά. Με τον καιρό όλοι πίστεψαν πως η ψυχή δεν ήταν παρά η ίδια η θεά του έρωτα που είχε κατεβεί στη γη. Τα ιερά της Αφροδίτης στην Πάφο, στα Κύθηρα, στην Κνίδο, ερημώθηκαν. Οι προσευχές λησμονήθηκαν. Οι θυσίες σταμάτησαν. Ο κόσμος, που λάτρευε πριν τη μεγάλη θεά, σαγηνεύτηκε από την ομορφιά της θνητής, και αυτήν προσκυνούσε πια και λάτρευε.

Η Αφροδίτη δεν άντεξε την προσβολή και αποφάσισε να εκδικηθεί... Πρόσταξε λοιπόν το γιο της, τον Έρωτα, να χτυπήσει την αντίζηλό της με τα βέλη του και να την κάνει να αγαπήσει παράφορα τον πιο ασήμαντο και περιφρονημένο άνθρωπο του κόσμου.

Εν προκειμένω επιβεβαιώνεται ότι η ομορφιά πολλές φορές στέκεται αιτία μεγάλης δυστυχίας, όπως συνέβη με την Ψυχή, καθώς οι νέοι έμειναν μαγεμένοι από τη ομορφιά της, κανείς όμως δεν αποφάσιζε να την κάνει γυναίκα του, και η Ψυχή έμενε μόνη και έρημη.

Οι δύο αδερφές της είχαν παντρευτεί πριν από καιρό στα ξένα, και η Ψυχή, κλεισμένη στο παλάτι, έκλαιγε τη μοίρα της και καταριόταν την ομορφιά της. Όταν ο βασιλιάς είδε κι αποείδε, αποφάσισε να ρωτήσει το μαντείο του Απόλλωνα στη Μίλητο, για την τύχη της κόρης του.


Η απάντηση του θεού ήταν αλλόκοτη και σκληρή: έπρεπε να οδηγήσουν την Ψυχή νυφοστολισμένη, σαν να ήταν να παντρευτεί στον Κάτω Κόσμο, στην πιο ψηλή κορφή ενός έρημου και μακρινού βουνού. Εκεί θα συναντούσε το γαμπρό που της είχε τάξει το ριζικό της: ένα πελώριο φίδι φτερωτό που προξενούσε το φόβο και τον τρόμο, ακόμη και στον μεγάλο Δία.

Τρόμαξε ο βασιλιάς. Μήπως όμως μπορούσε να κάνει κι αλλιώς; Έτσι όλος ο λαός, μαζί με τους γονείς της, τη συνόδεψε με κλάματα και μοιρολόγια ως την κορφή του βουνού, όπου την άφησαν κι έφυγαν.

Τότε ο Ζέφυρος την ανασήκωσε, και ταξιδεύοντάς την πάνω από στεριές και θάλασσες, την έφερε και την άφησε μέσα σε ένα μαγεμένο περιβόλι. Σ' αυτό το περιβόλι η Ψυχή σαστισμένη πήρε να σεργιανάει εδώ κι εκεί, όταν ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σ' ένα ολόχρυσο παλάτι, εντελώς αφύλαχτο.

Παρ' όλο το φόβο που ένιωθε, μπήκε μέσα και άρχισε να το τριγυρίζει, ώσπου άκουσε μια φωνή: «όλα όσα βλέπεις, κυρά μου, είναι δικά σου. Μη φοβάσαι! Κάθισε να ξαποστάσεις, και όταν θελήσεις να λουστείς και να νοιαστείς για την ομορφιά σου, φώναξέ μας να σε βοηθήσουμε. Εμείς είμαστε οι υπηρέτες σου. Η κάθε σου επιθυμία είναι για μας προσταγή».

Πραγματικά, οι υπηρέτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την περιποιηθούν και να τη διασκεδάσουν. Τη βοήθησαν να λουστεί, της έστρωσαν πλούσιο το τραπέζι και της τραγούδησαν, χωρίς όμως να τους δει. Τη νύχτα έφτασε ο άγνωστος άντρας της και μέσα στο βαθύ σκοτάδι την έκανε δική του, προτού ξημερώσει όμως, χάθηκε από κοντά της.

Έτσι περνούσε ο καιρός: την ημέρα οι αόρατοι υπηρέτες φρόντιζαν να μην της λείψει τίποτα και τη νύχτα ερχόταν ο μυστηριώδης εραστής της και την έκανε ευτυχισμένη. Στο μεταξύ οι γονείς της γερνούσαν μέσα στην απελπισία και στο πένθος. Κοντά τους είχαν έρθει οι δυο άλλες θυγατέρες τους και προσπαθούσαν μάταια να τους παρηγορήσουν.

Αλλά και η Ψυχή άρχισε να αισθάνεται δυστυχισμένη: ολομόναχη τη μέρα να ζει ανάμεσα σε αόρατα πνεύματα και το βράδυ να πλαγιάζει στην αγκαλιά ενός άντρα, που ούτε για μια στιγμή δεν είχε αντικρίσει το πρόσωπό του. Στο τέλος με δάκρυα και παρακάλια καταφέρνει η Ψυχή να πείσει τον άντρα της μέσα στα χάδια να επιτρέψει να έρθουν για λίγον καιρό, οι αδερφές της για να της κρατήσουν συντροφιά.

Η άδεια δίνεται, με έναν όρο όμως: «Μπορείς, της είπε, να τους χαρίσεις ό,τι θελήσουν από τα πλούτη του παλατιού. Μα μην πλανηθείς από τα λόγια τους και θελήσεις να με αντικρίσεις στο φως. Θα με χάσεις για πάντα και θα γίνεις δυστυχισμένη». Η Ψυχή του υπόσχεται να σεβαστεί την επιθυμία του. Άλλωστε και η ίδια τον έχει αγαπήσει στο μεταξύ και δεν θέλει να τον χάσει. Ξέρει ακόμη πως από τη διαγωγή της θα εξαρτηθεί και η φύση του παιδιού που έχει στα σπλάχνα της: αν συμμορφωθεί με την εντολή του άντρα της, το παιδί που θα γεννήσει θα είναι αθάνατο. Αν όχι, θνητό.


Ύστερα από λίγες μέρες οι αδερφές ανεβαίνουν στο βουνό για να κλάψουν την Ψυχή, που τη νόμισαν πια χαμένη για πάντα. Στους θρήνους τους αποκρίνεται η φωνή της ίδιας της Ψυχής που τις καλεί κοντά της.

Σε λίγο, ταξιδεμένες κι αυτές από το Ζέφυρο, βρίσκονται μέσα στο παλάτι. Η χαρά τους είναι ανείπωτη. Όμως, σιγά σιγά αρχίζουν να ζηλεύουν την τύχη της αδερφής τους και ο φθόνος τους μεγαλώνει ύστερα από κάθε επίσκεψη, καθώς η Ψυχή, εντελώς ανυποψίαστη για τα αισθήματά τους, τις σεργιανίζει μέσα στο παλάτι και τους δείχνει τους αρίθμητους θησαυρούς.

Στους γέρους γονείς τους δεν λένε κουβέντα για την τύχη της Ψυχής. Τους αφήνουν να πιστεύουν πως η μικρότερη αδερφή είναι από καιρό πεθαμένη. Οι φθονερές αδερφές δεν σκέφτονται παρά μόνο πώς θα κάνουν κακό στην Ψυχή. Δεν σταματούν να τη ρωτούν για τον άντρα της. Και η Ψυχή αναγκάζεται στο τέλος να τους πει ψέματα, πως τάχα ο άντρας της είναι ένας νέος όμορφος και δυνατός που περνά τη μέρα του πάνω στα βουνά κυνηγώντας.

Η ομολογία της Ψυχής κάνει να φουντώνει ακόμα πιο πολύ ο φθόνος στα στήθη των αδερφάδων της, γιατί και οι δυο έχουν παντρευτεί γέρους και ανήμπορους βασιλιάδες. Όμως και ο σύντροφος της Ψυχής ξέρει τι διαθέσεις έχουν οι κακές αδερφές και σε κάθε ευκαιρία την προειδοποιεί για την ανεπανόρθωτη καταστροφή που θα προκαλέσει η ίδια αν τυχόν παραβεί την εντολή του.

Οι αδερφές της ωστόσο επιμένουν να μάθουν λεπτομέρειες και έτσι, κάποτε που η Ψυχή ξεχάστηκε και είπε πως ο άντρας της είναι κάποιος πλούσιος έμπορος από την κοντινή επαρχία, κάπως μεγάλος στην ηλικία, πέφτουν πάνω της και την αναγκάζουν να παραδεχτεί, μια και η ίδια άλλα τους είχε πει πιο παλιά, πως τον άντρα της δεν τον είχε ποτέ δει στα μάτια της.

Στο τέλος κατορθώνουν να την πείσουν πως αυτός ο άγνωστος άντρας της δεν ήταν παρά το φοβερό φίδι που μνημόνευε η προφητεία του Απόλλωνα. Αν τη φροντίζει, της είπαν, είναι γιατί θέλει να τη φάει, μόλις το παιδί μεγαλώσει στα σπλάχνα της. Ένας μόνο τρόπος υπάρχει για να γλιτώσει από το θάνατο: μια νύχτα, να ανάψει ένα λυχνάρι και να κόψει το κεφάλι του τέρατος.

Η ψυχή βασανίστηκε πολύ ώσπου να πάρει την απόφαση, αλλά στο τέλος πίστεψε πως αυτή θα έπρεπε να χτυπήσει πρώτη. Έτσι, μια μέρα, όταν έπεσε το σκοτάδι και ο άντρας της πλάγιασε κοντά της και αποκοιμήθηκε βαθιά, σηκώθηκε και άναψε το λυχνάρι. Κάτω όμως από το φως του η Ψυχή τα έχασε: μπροστά της βρισκόταν ο ίδιος ο Έρωτας, πιο ωραίος κι απ' ό,τι τον φανταζόταν. Στα πόδια του κρεβατιού ήταν ριγμένα τα άρματά του : το τόξο, η φαρέτρα και τα βέλη.


Η Ψυχή πήρε τότε μια σαΐτα και, καθώς την περιεργαζόταν, πληγώθηκε ελαφρά στο δάχτυλο. Από κείνη τη στιγμή, χωρίς και η ίδια να το καταλάβει, ερωτεύεται παράφορα τον ίδιο τον Έρωτα. Μετανιωμένη για την ευπιστία και την αμυαλιά της προσπαθεί να αυτοκτονήσει για να τιμωρήσει τον εαυτό της. Άδικος κόπος. Το μαχαίρι γλιστρά και πέφτει από το χέρι της.

Ξαφνικά, μια σταγόνα καυτό λάδι χύνεται από το λυχνάρι και πέφτει πάνω στον γυμνό ώμο του κοιμισμένου θεού. Ο Έρωτας πετιέται πάνω αλαφιασμένος από τον πόνο και, διαπιστώνοντας την απιστία της γυναίκας του, ανοίγει τα φτερά του για να φύγει. Μόλις που προφταίνει η Ψυχή να πιαστεί από το πόδι του και να ανυψωθεί μαζί του πάνω στα σύννεφα. Ύστερα από λίγο, εξαντλημένη από την κούραση, πέφτει στη γη, χωρίς να σκοτωθεί.

Ο Έρωτας όμως κατέβηκε, στάθηκε στην κορυφή ενός κοντινού κυπαρισσιού, και αφού της παραπονέθηκε για την αχαριστία που έδειξε, πέταξε πάλι στα ύψη. Η Ψυχή ρίχτηκε από την απελπισία της σ' ένα ποτάμι για να πνιγεί, εκείνο όμως τη σήκωσε απαλά πάνω στα νερά του και την άφησε πάνω στην πυκνή χλόη της όχθης του.

Ο Παν, που βρισκόταν εκεί κοντά, κατάφερε να τη μεταπείσει και να της δώσει θάρρος. Από εκείνη τη στιγμή ένας είναι ο σκοπός της ζωής της: να ξαναβρεί τη χαμένη της ευτυχία. Πρώτα όμως πρέπει να τιμωρήσει τις αδερφές της. Στην πρώτη εξομολογείται πως ο Έρωτας έφυγε από κοντά της, τάχα για να παντρευτεί εκείνην.

Δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να πειστεί η φθονερή αδερφή να παρατήσει τον άντρα της, λέγοντάς του πως τάχα πέθαναν οι γονείς της, να ανεβεί στο βουνό και να γκρεμιστεί στα βράχια, πιστεύοντας ως την τελευταία στιγμή πως θα τη σηκώσει, όπως και την άλλη φορά, ο Ζέφυρος. Με τον ίδιο τρόπο σκοτώνεται και η δεύτερη. Ύστερα από την τιμωρία τους, η Ψυχή ξεκινάει να βρει τον Έρωτα.






Άδικα όμως παραδέρνει σε στεριές και θάλασσες. Οι θεοί την έχουν εγκαταλείψει. Ούτε η Ήρα, ούτε η Δήμητρα, παρόλο που τη συμπονούν, δέχονται να τη βοηθήσουν, όταν καταφεύγει στα ιερά τους, γιατί δεν θέλουν να έρθουν σε σύγκρουση με την Αφροδίτη, που τη μισεί θανάσιμα, επειδή μπόρεσε αυτή, μια θνητή, να ξελογιάσει το γιο της.

Τέλος, πηγαίνει στο παλάτι της Αφροδίτης, με την ελπίδα πως εκεί θα έβρισκε τον Έρωτα, και πέφτει ασυλλόγιστα στα χέρια της. Από καιρό άλλωστε η θεά είχε στείλει τον Ερμή να τη βρει και να την οδηγήσει με το καλό ή με τη βία μπροστά της.

Από τη στιγμή αυτή αρχίζουν οι μεγάλες δοκιμασίες για την Ψυχή. Δύο έμπιστες δούλες της ζηλότυπης θεάς, η Θλίψη και η Έγνοια, τη μαστιγώνουν αλύπητα. Άλλη της βγάζει τρίχα-τρίχα τα μαλλιά, η Αφροδίτη η ίδια τη δέρνει και της ξεσκίζει τα ρούχα.

Ύστερα την προστάζει μέσα σε λίγες ώρες να ξεδιαλέξει από έναν τεράστιο σωρό καρπούς της γης το κάθε είδος στάρι, παπαρουνόσπορο, κεχρί, ρεβίθια, φακή, κουκιά, κριθάρι και να το βάλει χωριστά. Η Ψυχή καταφέρνει να τα βγάλει πέρα με τη βοήθεια των μυρμηγκιών. Την άλλη μέρα υποχρεώνεται να πάει να βρει και να φέρει το χρυσό μαλλί από τα άγρια πρόβατα του βουνού, και ύστερα να κουβαλήσει νερό από την πηγή της Στύγας, που τη φύλαγαν, νύχτα και μέρα, δράκοι ακοίμητοι.

Στις επικίνδυνες αυτές αποστολές δεν της έλειψαν ωστόσο οι παραστάτες: πρώτα το προφητικό καλάμι που τη συμβούλεψε να μαζέψει με την ησυχία της τις τούφες το μαλλί που άφηναν τα πρόβατα πάνω στα αγκάθια των θάμνων και ύστερα ο αετός του Δία που γέμισε το κανάτι με το νερό της πηγής.

Οι δοκιμασίες όμως και τα βάσανα της Ψυχής δεν τελειώνουν. Η Αφροδίτη τη στέλνει στον Κάτω Κόσμο να δανειστεί από την Περσεφόνη την αλοιφή της ομορφιάς, μια και η δική της είχε τελειώσει. Και αυτή τη φορά η Ψυχή, παίρνοντας κουράγιο από τη δύναμη του πάθους της και έχοντας βοηθό έναν μαγικό πύργο, θα τα καταφέρει, όχι βέβαια χωρίς δοκιμασίες. Ο πύργος αυτός, όπου είχε ανέβει για να αυτοκτονήσει, τη συμβούλεψε πώς θα κατεβεί στον Άδη και της φανέρωσε τι είχε να αντιμετωπίσει εκεί.

Η ατυχία της, όμως, δεν είχε όρια. Μόλις πήρε το βάζο με τη θεϊκή αλοιφή, θέλησε να δοκιμάσει η ίδια το θαυματουργό φάρμακο, ελπίζοντας πως, αν έβαζε λίγη αλοιφή στο πρόσωπό της, θα γινόταν ακόμη πιο όμορφη, και έτσι θα μπορούσε να ξανακερδίσει την αγάπη του Έρωτα.

Τη στιγμή όμως που άνοιξε το βάζο, ένιωσε να την τυλίγει σαν αποπνικτικός καπνός, ο Ύπνος, και έχασε τις αισθήσεις της. Τα βάσανα της Ψυχής βρίσκονται όμως πια στο τέλος τους. Αρκετά είχε δοκιμαστεί.

Ο Έρωτας που δεν την είχε ποτέ απολησμονήσει, κατορθώνει να γλιστρήσει από το δωμάτιο όπου τον είχε κλειδωμένο η Αφροδίτη, τάχα για να του γιατρέψει την πληγή, τρέχει και ξανακλείνοντας τον Ύπνο μέσα στο βάζο, την συνεφέρνει.

Έπειτα κατορθώνει, σε ένα συμβούλιο των θεών, να καταπραΰνει το θυμό της μητέρας του με τη βοήθεια του Δία, που αντιμετωπίζει με κατανόηση την περιπέτεια του Έρωτα, και πρωτοστατεί στο μεγάλο γλέντι που στήνεται στον Όλυμπο, για να τιμηθεί η γαμήλια ένωση του θεού με τη θνητή.

Η Ψυχή γίνεται πια επίσημα γυναίκα του και την ίδια ώρα της χαρίζεται η αθανασία. Ύστερα από λίγο καιρό φέρνει στον κόσμο τον καρπό της αγάπης της με τον Έρωτα: την Ηδονή."

Αντιγραφή από: (Ελληνική Μυθολογία, Εκδοτική Αθηνών)





Δεν θέλω να σας κουράσω, όμως η αναζήτησή μου στον κόσμο των πεταλούδων, μου αποκάλυψε και αυτήν την πληροφορία που θέλω να μοιραστώ μαζί σας....



Πόσες και πόσες γενιές έχουν περάσει κι όμως αυτό το χαρούμενο παιδικό τραγουδάκι «Μια ωραία πεταλούδα σ’ ένα κάμπο μια φορά… » ακούγεται και μαθαίνεται στα παιδιά μας μέχρι και σήμερα, αναλλοίωτο μέσα από το χρόνο, με την βοήθεια των γιαγιάδων και των μητέρων μας, οι οποίες μας το μεταλαμπαδεύουν υπομονετικά κι ακούραστα. Ένα τραγουδάκι που δε θα το χαρακτήριζε κανείς καθόλου απλό ή τυχαίο, αν δεν ανατρέξουμε να βρούμε τις ρίζες του που χρονολογούνται πριν 140 χρόνια!
Δημιουργός αυτού του όμορφου παιδικού τραγουδιού ήταν ο καθηγητής Ηλίας Τανταλίδης, κρητικός στην καταγωγή. Το πραγματικό του όνομα ήταν Τρανταλιδάκης με πατέρα τον Ανδρέα Τρανταλιδάκη και μητέρα τη Φωτεινή Δημητρίου. Είχε γεννηθεί στο Φανάρι στην Κωνσταντινούπολη το 1818. Από πολύ μικρός είχε έφεση στην ποίηση, σπούδασε στην Πατριαρχική Σχολή του Γένους, στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης καθώς και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1840-1844). Η πρώτη έκδοσή του, ποιητικές συλλογές τα «Παίγνια ή Ποιημάτια Διάφορα» 1839 ήταν αυτή που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο δημοφιλείς ποιητές της εποχής του. Η γνωστή μας «Πεταλούδα» καθώς τα «Άσματα εις Ευρωπαϊκήν Μελωδίαν» 1876, και τα « Άσματα άνευ Ευρωπαϊκής μελωδίας » 1878 ανήκουν στη συλλογή των παιδικών και σχολικών τραγουδιών.

Ο νεαρός Ηλίας Τανταλίδης σε ηλικία 26 χρόνων αρχίζει να χάνει την όρασή του. Παρά το γεγονός της οριστικής απώλειας της όρασής του το 1845 ,όχι μόνο δεν καθίσταται ανήμπορος να συνεχίσει το έργο του αλλά ένα χρόνο αργότερα διορίζεται ως καθηγητής τριάντα χρόνια των Ελληνικών Γραμμάτων και της Ρητορικής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης! Έλαβε το οφφίκιο του << Μεγάλου Ρήτορος >> του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επίσης συνέχυσε το έργο του , δεν έγραφε αφού δεν έβλεπε αλλά υπαγόρευε σε άλλους διάφορα επιγράμματα, βιογραφικά κ.α. Στη λαμπρή πορεία του περιλαμβάνονται έργα φιλολογικού και εκκλησιαστικού περιεχομένου, καθώς και λαογραφικού χαρακτήρα. Έχαιρε μεγάλης εκτίμησης ως άνθρωπος τόσο από την νεολαία χάριν του έργου του, όσο και για το ότι θεωρούταν ένας από τους πιο δημοφιλείς ποιητές της εποχής του. Ήταν από τους εκπροσώπους του Ελληνικού ρομαντισμού. Τρανή απόδειξη αποτελεί ο τίτλος που του είχε αποδοθεί « αηδών και κύκνος του Βοσπόρου»! Θεωρώντας τον, λοιπόν, ως έναν από τους μεγαλύτερους δασκάλους του Γένους, ήταν απόλυτα φυσικό πως με την έκδοση της ποιητικής του συλλογής το 1976 στην Αθήνα, όλα τα εκπαιδευτήρια τόσο στην Ελλάδα όσο και στα ελληνικά σχολειά της Τουρκίας θα την δίδασκαν στα παιδάκια μας. Πέθανε στην Χάλκη.
Βάζω στοίχημα, αγαπητοί μου αναγνώστες ,πως πολλοί λίγοι, ίσως και κανένας μας θα τολμούσα να πω (χωρίς να είμαι απόλυτος) δε γνωρίζει ολόκληρο αυτό το χαρούμενο ποίημα και πως ο δημιουργός της ποτέ δε θα έβαζε την καημένη την πεταλουδίτσα του να πεθαίνει τον χειμώνα «πέφτει κάτω και ψοφά»! Κι αυτό γιατί ως εξαίρετος παιδαγωγός γνωρίζει ότι απευθύνεται σε μικρές και αθώες ψυχούλες…
Σας παραθέτω το πρωτότυπο ποίημα:


1.Μια ωραία πεταλούδα/ σ’ ένα κάμπο μια φορά/ φουντωτή και παρδαλή/ ζούσε κι ήτο μια χαρά/
2 .Λάμπουν κόκκινοι σπινθήρες/ στα γαλάζια της πτερά, τά άκρα της λαμποκοπούν/ σαν διαμάντια φλογερά.
3. Ολον τον καιρόν γυρίζει/ και τα άνθη χαιρετά,/τώρα κάθεται σ’αυτό,/ τώρα φεύγει και πετά.
4. Στον καθένα ψιθυρίζει,/ είμαι νόστιμη πολύ,/ τάχα τέτοια ευμορφιά/ σ΄άλλο βρίσκεται πουλί;
5. Να σ’ αυτόν τον ξεπασμόν της/ και μια μέλισσα περνά,/ και με φόρτωμα γλυκύ / στην κυψέλη της γυρνά .
6. Κάμε τόπον την φωνάζει/ η κοκώνα παρδαλή,/πλην εκείνη σοβαρή/ εις το σπίτη την καλεί.
7. Έλα, λέγει, να γνωρίσεις / πως αν εις΄ωραία συ,/ εγώ είμαι και σοφή/ κι οικοδέσποινα χρυσή.


Χρήστος Μήτσιας
ARCADIAPORTAL