Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021

Δρώμενο : ΦΩΤΟ και φράση από την ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ Η Συμμετοχή μου με το αφήγημα : " ΤΩΝ ΤΡΑΙΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΕΣ"

 

Νέο δρώμενο από την Μαίρη μας της ΓΗΙΝΗΣ  ΜΑΤΙΑΣ https://ghinimatia.blogspot.com/2021/11/1.html, νέα πρόκληση και συμμετοχή !!!

Επιλέγω την ΦΩΤΟ      




και η φράση :  "από το παράθυρο του βαγονιού , αυτό που είδα μου άλλαξε την ζωή"


Των τραίνων ιστορίες.....

H συμμετοχή μου στο νέο δρώμενο της Γήϊνης Ματιάς, είναι  βασισμένη  σε προσωπικά βιώματα αλλά  κυρίως στις πραγματικές διηγήσεις συναδέλφων και παλαίμαχων Σιδηροδρομικών....Αφηγηματικά ταξιδιάρικη σε παλιότερες εποχές, ελπίζω να την απολαύσετε.....Η ιστορία μου έχει δημοσιευτεί πριν από αρκετά χρόνια στο Μπλόκ μου .... αλλά στην παρούσα έκδοση αναδιαμορφώθηκε, εμπλουτίστηκε και προσαρμόστηκε στους κανόνες του δρώμενου ( παρά την αρχική μου πρόθεση να περιορίσω την έκτασή της.....δεν τα κατάφερα......ως συνήθως.....)
Τα ονόματα είναι φανταστικά όμως οι χαρακτήρες και τα περιστατικά είναι πέρα για πέρα αληθινά.....


Των τραίνων ιστορίες…



Ο Αστέριος από τότε που θυμότανε τον εαυτό του, είχε μία λατρεία στα τραίνα, μάλλον γεννήθηκε μ΄αυτήν, μιάς και ο παππούς αλλά και ο πατέρας του, δύο μπαρμπάδες του και ένας πρωτοξάδελφός του ήτανε σιδηροδρομικοί.

Γνώριζε από πολύ μικρός, τα δρομολόγια, τους σταθμούς, τους τύπους των βαγονιών, των μηχανών, τον ενθουσίαζε το σφύριγμα των συρμών, τον μάγευε ο ήχος των πιστονιών και αγαπούσε ακόμη και την οσμή του μαύρου καπνού του λιθάνθρακα.

Ήτανε άτυχος όμως, μόλις άγγιξε τ΄όνειρό του, κι έβαλε επιτέλους τη πολυπόθητη μπλέ στολή και το πηλίκιο με το σήμα των Ελληνικών Σιδηροδρόμων, έτυχε εκείνο το τρομερό δυστύχημα στο Μπράλο, ο εκτροχιασμός και η φωτιά που ακολούθησε, έγιναν αιτία να χάσουν τη ζωή τους πέντε άνθρωποι και να τραυματιστούν σοβαρά πάνω από τριάντα….Σ΄εκείνο το δυστύχημα σκοτώθηκε ο Μηχανοδηγός, ο Προϊστάμενος , ο Τόλης ο ελεγκτής από την ΄Αρτα , που πάλεψε ενάμισι μήνα στην εντατική και τελικά έχασε τη μάχη και τέλος με σπασμένα τέσσερα πλευρά και χωρίς το μισό δεξί του πόδι και δύο δάχτυλα του αριστερού του χεριού, επέζησε ο δόκιμος μηχανοδηγός, ο Αστέριος.
Ο αδελφικός φίλος  του ο Φωκίων,  που  εκτελούσε χρέη Συνοδού στις Κλινάμαξες και από τύχη αγαθή σώθηκε με μικροεκδορές, εξιστορούσε γιά χρόνια τις λεπτομέρειες εκείνου του τρομερού δυστυχήματος και πάντα συγκλονισμένος επαναλάμβανε : "Ολα τα βαγόνια είχαν εκτροχιαστεί εκτός από  τις δύο τελευταίες Κλινάμαξες.  Ημουν στην τελευταία και μόλις είχα ολοκληρώσει τον έλεγχο των εισιτηρίων,  ξαφνικά  ακούστηκε ένας τρομακτικός θόρυβος και ένα  τεράστιο τράνταγμα με έριξε κάτω στον διάδρομο , μόλις κατάφερα να σηκωθώ,  από το παράθυρο του βαγονιού , αυτό που είδα μου άλλαξε την ζωή"....  Ολα τα βαγόνια μπροστά είχαν εκτροχιαστεί, η μηχανή και τα τρία πρώτα βαγόνια ήταν σχεδόν διαλυμένα, το στρίγγλισμα των φρένων, ο  εκκωφαντικός ήχος των μετάλλων που συνθλίβονταν ,  οι φωνές και τα ουρλιαχτά, τα εκτροχιασμένα βαγόνια, η φωτιά......στοιχειώνουν τον ύπνο μου κάθε βράδυ....




Τέσσερις οδυνηρούς μήνες πέρασε στο Νοσοκομείο ο Αστέριος και όταν βγήκε δεν την ήθελε τη ζωή του, καταρρακωμένος κλείστηκε στον εαυτό του……είκοσι τεσσάρων ετών παλικάρι και τον έτρωγε η αυτολύπηση και ο πόνος, μέχρι την  ημέρα που ο πατέρας, οι μπαρμπάδες και τα ξαδέλφια του, τον φέρανε με το ζόρι, σηκωτό σχεδόν,  στο Σταθμό….

Ανάσανε τη γνώριμη μυρωδιά, άκουσε το σφύριγμα, την αναγγελία της άφιξης και αναχώρησης, ανατρίχιασε στο στριγγό ήχο των φρένων και έκλαψε από απόγνωση….όμως οι δικοί του άνθρωποι και όσοι συνάδελφοι βρέθηκαν εκεί, όλοι μια οικογένεια, μια αγκαλιά τον σηκώσανε στους ώμους και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε μ΄ένα κλειδί στο χέρι μπροστά στην ξύλινη πόρτα του ισογείου ενός κτίσματος δίπλα στο Σταθμό….

Τέλος πάντων, οι συνάδελφοι και οι δικοί του, είχανε καταφέρει με συνεχή διαβήματα στον Οργανισμό να εξασφαλίσουν άδεια χρήσης 30 ετών γι΄ αυτό το παλιό οικοδόμημα, μία πετρόκτιστη αποθήκη που ήτανε εγκαταλελειμμένη από χρόνια, εκεί δίπλα, μεσοτοιχία σχεδόν με την αίθουσα εμπορευμάτων του Κεντρικού Σταθμού.

Εκεί άρχισε να ξαναζεί ο Αστέριος, με τα χρήματα της αποζημίωσης και με την αγάπη και συμπαράσταση των δικών του ανθρώπων, των φίλων και όλης σχεδόν της «οικογένειας» , έφτιαξε το Καφενείο «Ο ΣΤΑΘΜΟΣ».








Ένα καφενείο φιλόξενο, με γυαλισμένο πάτωμα, τραπεζάκια με λευκό μάρμαρο  και ξύλινες καρέκλες, με άπειρα κάδρα στους τοίχους που απεικόνιζαν…τι άλλο; Τραίνα !!! Ντηζελομηχανές, ατμομηχανές, βαγόνια επιβατικά, εμπορικά, ταχυδρομικά, Αμαξοστοιχίες ολόκληρες, κλινάμαξες… αυτοκινητάμαξες….

Έναν ολόκληρο τοίχο τον είχε αφιερώσει αποκλειστικά στις εξαιρετικές Αφίσσες του θρυλικού ORIENT EXPRESS, ήτανε το καμάρι του, μία συλλογή που είχε ξεκινήσει ο συχωρεμένος ο παππούς του, που εργάστηκε για 40 χρόνια σχεδόν, σ΄αυτό το  μυθικό τραίνο !!!




Εκεί απάγκιασε , ξαναβρήκε το χαμόγελο και τη χαρά της ζωής, εκεί γνώρισε και τη γυναίκα του, τη Γλυκερία κι απέκτησε μαζί της μία πραγματικά ευτυχισμένη οικογένεια που συμπληρώθηκε από 3 θαυμάσια παιδιά, την Ισμήνη , την Ισιδώρα και τον Φίλιππο.

Το Καφενείο του Αστέριου δεν εξυπηρετούσε μόνο τους ταξιδιώτες, έγινε σημείο συνάντησης των εν ενεργεία σιδηροδρομικών και στέκι των συνταξιούχων , που το αποκαλούσαν "εντευκτήριον" κι εκείνος ακούραστος και σβέλτος, έχοντας ξεπεράσει το εμπόδιο του πρόσθετου μέλους, απολάμβανε τους γνώριμους ήχους των αγαπημένων του τραίνων και τις απολαυστικές ιστορίες των συναδέλφων πρώην και νυν… Με βοηθούς τον  Βασιλάκη, ένα παλληκαράκι πεντάρφανο, μεγαλωμένο στο Χατζηκυριάκειο και την κυρά Φιλιώ, χήρα συναδέλφου, στο θαυματουργό κουζινάκι του καφενείου, εκτός από καφέδες μοσχομυριστούς και μερακλήδικους , κατασκευάζονταν από τον ίδιο τον Αστέριο, εξαιρετικοί μεζέδες , ποικιλίες, λουκάνικα κάθε λογής, κεφτεδάκια  μυρωδάτα, σουτζουκάκια ονειρεμένα με κάτασπρο βουτυράτο πιλάφι και οι περίφημοι γαυροκεφτέδες και ρεβυθοκεφτέδες με την κορυφαία συνταγή της σμυρνιάς πεθεράς του, της κυρά Μαρίτσας. 
Αλλά και η Φιλιώ, Μακεδόνισσα γαρ, διέπρεπε στις νόστιμες πίτες  με φύλλο χειροποίητο και τα γλυκά, δεν υπήρχε γλυκό του κουταλιού που να μην έχει φτιάξει, όσο για τα σιροπιαστά, όποιος δοκίμαζε, σίγουρα επιθυμούσε να ξαναδοκιμάσει.... ειδικότητά της οι λουκουμάδες, οι γαλατόπιτες, το σαραγλί, το ραβανί,  η μπουγάτσα με κρέμα και τυρί, τα ροξάκια και το θεϊκό εκμέκ καταϊφι με φυστίκι Αιγίνης…..

Χθές, εκεί στο καφενεδάκι του Σταθμού, στο "εντευκτήριον" έγινε μία από τις συνηθισμένες μαζώξεις των παλαίμαχων, συναντηθήκανε γύρω στις 8.00 καμιά δεκαριά συνταξιούχοι σιδηροδρομικοί, όλοι σχεδόν γνώριμοι μεταξύ τους και θυμηθήκανε, τι άλλο; παλιές ιστορίες….. τέτοιες συνάξεις γινόντουσαν συχνά-πυκνά και ο Αστέριος τις απολάμβανε με την ψυχή του, φρόντιζε μάλιστα να ετοιμάζει σπέσιαλ μεζεδάκια για τους συναδέλφους και αξημέρωτα σχεδόν πήγαινε στην αγορά να προμηθευτεί τα απαραίτητα, λεπτοκομμένο εκλεκτό παστρουμά και τουρσιά , λαδοτύρι, σύγλινο, μύδια, γαυράκι, γαρίδες….αν τυχόν βρισκότανε  στην παρέα ο Σπύρος ο Κερκυραίος , που ήτανε και κουμπάρος του, ειδικά 
γι΄αυτόν, έφτιαχνε μανέστρα Κολοπίμπιρι, γαρίδες σαγανάκι  και τους αγαπημένους του κολοκυθοκεφτέδες με μπόλικο δυόσμο και άνηθο, σαν ανταμοιβή για το κέφι που έφερνε στην παρέα με την κιθάρα και τα τραγούδια του.




Πρόσχαρος και γελαστός, ξεκίναγε μόνος με την ωραία φωνή του και καταλήγανε να τραγουδάνε όλοι μαζί, μέχρι αργά….. «Τα τραίνα που φύγαν, αγάπες μου πήρανε…..» « Το τραίνο φεύγει στις 8….» «Σκέφτηκες άραγε ποτές σ΄ένα σταθμό σ΄ένα εξπρές πόσοι καημοί, πόσες χαρές, πόσες λαχτάρες….» « Τραίνα στους σταθμούς λησμονημένα….»

Δεν υπήρχε τραγούδι σχετικό με τραίνο ή σταθμό που να μην το ήξερε…..εκτός από τα χιλιάδες άλλα……και ήταν αυτοδίδακτος με τεράστιο ταλέντο !!! Ορφάνεψε στα 15 και ανέλαβε τις τρείς μικρότερες αδελφές του, ευτυχώς ένας συγγενής του κατάφερε να προσληφθεί σαν εργάτης γραμμής στο σιδηρόδρομο. Γρήγορα χάρη στο εξαιρετικό ταλέντο του, έγινε μέλος της μπάντας των Σιδηροδρομικών, βοήθησε τη μεγάλη αδελφή του ν΄ανοίξει κομμωτήριο και την πάντρεψε μ΄έναν δημοτικό υπάλληλο, η δεύτερη μικροπαντρεύτηκε μ΄έναν δάσκαλο και την μικρότερη, αφού την σπούδασε , Φιλόλογος έγινε , την πάντρεψε μ΄έναν συνάδελφό της.

Πολύ αγαπητός ήτανε και ο Σήφης ο πρώην Αρχιτεχνίτης, ο επονομαζόμενος «Ποιητής»,  γιατί σκάρωνε πολύ επιτυχημένα στιχάκια και μαντινάδες στη στιγμή, που τα σημείωνε πίσω από το πακέτο των τσιγάρων του ή στις χαρτοπετσέτες και τα απάγγελε με την έντονη κρητική προφορά του, εκπλήσσοντάς τους κάθε φορά :


«Σαν ράγες έχουνε στρωθεί

μέσα μας οι αναμνήσεις

και στην ψυχή έχουν χαραχτεί

χιλιάδες ενθυμήσεις.

Γνώριμοι οι ήχοι των τροχών

το στρίγγλισμα των φρένων,

οι αποβάθρες των σταθμών,

το σφύριγμα των τραίνων.»






Ενώ σε κάθε συνάντηση, αν δεν είχε γράψει κάτι δικό του, του ζητούσαν απαραιτήτως να τους απαγγείλει το ποίημα του Γιώργου Μανθαιάκη:

ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟ ΤΡΕΝΟ


Αν έχεις πάρει της ζωής…φίλε το «μαύρο» τρένο…
κάνε σινιάλο του οδηγού…και πες του «κατεβαίνω» …

Λίγο αν μείνεις στο σταθμό…ένα «άσπρο» θα περάσει…
και κοίτα να επιβιβαστείς…πριν να σε προσπεράσει…

Για εισιτήριο μη νοιαστείς…το έχεις πληρωμένο…
με κόπους κι όνειρα ζωής…είναι αποκτημένο…

Μέσα από κάμπους και βουνά…με περισσή ομορφάδα…
με καλοκαιρινό καιρό…και με λαμπρή λιακάδα…

Θα είναι το ταξίδι σου…μες στης ζωής τη χώρα…
κι ούτε στιγμή μη φοβηθείς…αν δεις και κάποια μπόρα…

Πάλι ο ήλιος θε να βγει…μετά την καταιγίδα…
να ρίξει πάνω σου άπλετα...το φως και την ελπίδα…

Να πάρεις της ζωής…φίλε το «μαύρο» τρένο…
κάνε σινιάλο του  οδηγού…και πες του «κατεβαίνω» …

Εκείνος πάντως, δεν παρέλειπε να απαγγείλει και το αγαπημένο του  χιουμοριστικό τετράστιχο του Μ. Αναγνωστάκη , κερνώντας ρακές :

Από την πόλη έρχομαι και σε χωριό πηγαίνω,
αν τρέξω λίγο και βιαστώ, το τρένο το προφταίνω!
Τί τυχερός, είναι EXPRESS!... παντού δεν σταματάει,
μα στο χωριό που πάω εγώ, το τρένο αυτό δεν πάει!!

Αλλοτε πάλι στην παρέα ήταν οι συνάδελφοι που διακρινόντουσαν για τις διηγήσεις και το χιούμορ τους, όπως χθές που η βραδιά ξεκίνησε με την διήγηση του Αποστόλη του Kαρδιτσιώτη, «Πειρατή» τον αποκαλούσαν  πειρακτικά οι συνάδελφοι και το αποδεχότανε ο καλοκάγαθος Θεσσαλός, πρώην Κεντρικός Ελεγκτής που είχε χάσει το δεξί του μάτι σε σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη. 
Είχε ένα ξεχωριστό χάρισμα αυτός ο άνθρωπος να διηγείται παραστατικά και γλαφυρά με τη βαθιά βελούδινη φωνή του, ήτανε μάλιστα στα μεγάλα κέφια του, εκείνο το βράδυ, γιατί  μόλις την προηγούμενη είχε αρραβωνιάσει την μοναχοθυγατέρα του, μετά λοιπόν τα κεράσματα και τις ευχές, όλοι κρεμόντουσαν από τα χείλη του.... τους θύμισε εκείνον τον Αρχιεπιθεωρητή, τον Πελοπίδα τον Θηβαίο με το παρατσούκλι « Λιχούδης» , που αν και είχε ζάχαρο κι η δόλια η κυρά του τον τάϊζε πικροράδικα και τον πότιζε ματζούνια, εκείνος δεν έχανε ευκαιρία να φάει ένα γλυκό όπου και όπως το εύρισκε…." που λέτε κάποτε στα Φάρσαλα, επιβιβάστηκαν δυό κυρίες καλοβαλμένες,  θεία και ανηψιά, με πολλά μπαγκάζια, ο Πελοπίδας , Ελεγκτής τότε , φρόντισε προσωπικά να τακτοποιηθούν στο κουπέ τους και σε όλη τη διαδρομή δεν έπαψε να περνάει και να ξαναπερνάει , για να βεβαιωθεί ότι όλα είναι καλά.




Οι συνάδελφοι μόλις πήρανε είδηση τι συμβαίνει, άρχισαν να κρυφογελούν βέβαιοι ότι έχει βάλει στο μάτι ,όχι τις κυρίες, αλλά το ταψί με τον σαπουνέ χαλβά που μετέφεραν και δεν είχαν άδικο, μόλις το τραίνο έφθασε στο Σταθμό Αθηνών,ο Πελοπίδας  έσπευσε να βοηθήσει τις συγκεκριμένες επιβάτισσες να αποβιβαστούν και προθυμοποιήθηκε με περισσή ευγένεια να μεταφέρει και το ταψί με τον χαλβά, όμως….τρελαμένος από την ευωδιά και τη λαχτάρα του για το γλύκισμα, σκόνταψε ο άμοιρος στο τελευταίο σκαλοπάτι του βαγονιού και προσγειώθηκε στην αποβάθρα με το πρόσωπο χωμένο μέσα στο ταψί !!!

Μία άλλη φορά , συνέχισε ο Νώντας , πρώην Κεντρικός Σταθμάρχης στη Λάρισα, που συνοδευότανε πάντα από τον αγαπημένο του σκύλο,  τον ΝΤΟΛΤΣΟ, ένα ημίαιμο λαμπραντόρ που  το είχε βρεί νεογέννητο, τραυματισμένο  δίπλα στις γραμμές,  παρ΄ολίγο να πιαστεί στα πράσα από τον Γενικό Επιθεωρητή Αμαξοστοιχιών λίγο έξω από το Σταθμό της Θεσσαλονίκης. 
Ενας κλειδούχος συγχωριανός του, ο Ευδόκιμος, του είχε φέρει ένα βάζο γλυκό κυδώνι , δεν άντεξε τον πειρασμό ο δυστυχής , άνοιξε λοιπόν το βάζο και βουτώντας μέσα τα δάχτυλα γευότανε με αγαλλίαση το μυρωδάτο γλυκό, όταν ξαφνικά αντιλήφθηκε στην άλλη άκρη του βαγονιού τον Γενικό Επιθεωρητή, τον Αργυρίου το συχωρεμένο, να έρχεται προς το μέρος του….πανικόβλητος έχωσε το βάζο όπως-όπως στην τσέπη του και έβγαλε το πασαλειμμένο χέρι του έξω από το παράθυρο, προφασιζόμενος ότι προσπαθεί να κλείσει το τζάμι….ενώ τα σιρόπια είχαν ποτίσει το σακάκι της στολής του και κατρακυλούσαν στο πάτωμα….Κι εκείνος ο Δραμινός ο Μηχανοδηγός, ο επονομαζόμενος και "Φαρμακοποιός" καλή του ώρα, συχνά πυκνά τον προμήθευε .....γιατρικό, πότε μελιτζανάκι, πότε σταφύλι, πότε κεράσι,  πότε λουκούμια ΡΑΧΑΤ, πότε κυδωνόπαστα.....γενικά ο Σωτήρης ο Φαρμακοποιός,  διέθετε πάντα το ανάλογο "φάρμακο"  διά πάσαν νόσον..... τσιπουράκι , κρασάκι, ελιές, τουρσιά, καβουρμά, λαδοτύρι, αυγοτάρταχο, παστέλια, κουρκουμπίνια, λαδοκούλουρα,  και η αγωγή του συνοδεύονταν  πάντα από την καλή του κουβέντα και την φιλική του διάθεση....

Η πλάκα όμως που είχε αφήσει εποχή και η διήγησή της πάντα έφερνε ασυγκράτητο γέλιο στην παρέα, ήταν εκείνη η ιστορία του νεαρού τότε Κωστή, γιού και εγγονού σιδηροδρομικού που έκανε συνοδεία στις Κλινάμαξες στην διαδρομή Αθήνα- Παρίσι .  Αυτός ο αθεόφοβος, όσο μπόϊ του έλειπε τόσο δαιμόνιο μυαλό είχε, πρώτος πήρε είδηση πως εκείνη τη στραβοβδομάδα , τρείς μυστακοφόροι του σιναφιού, είχανε πάθει μεγάλη ζημιά, δηλαδή τους συνέβη ότι χειρότερο και το ΄φεραν βαρέως, πρώτος ο ίδιος ο μπάρμπας του ο Περικλής, Προϊστάμενος Αμαξοστοιχίας, προσπαθώντας να ξεβουλώσει ένα καμινέτο , είχε καψαλίσει γερά τα μουστάκια και τα φρύδια του, από την άλλη ο Κλεόβουλος, Σταθμάρχης από την Τιθορέα, έβριζε ξεσκούφωτος γιατί ο κουρέας του, με μια αδέξια ξουραφιά του είχε κουτσουρέψει το δεξί άκρο του περιποιημένου του μύστακος, για τον οποίο ήτανε ιδιαίτερα περήφανος και ευαίσθητος και δεν έφθανε αυτό, τρίτωσε και το κακό, όταν ο Αρχιεπιθεωρητής ο Τζινιώλης, ένας ευθυτενής ομορφάντρας που έφερε το ωραιότερο μουστάκι πάντων των σιδηροδρομικών, εισέπραξε μία γενναία γρατζουνιά από το γάτο του τον Σμόκυ, που του τραυμάτισε όχι μόνο τη μύτη και το πηγούνι, αλλά δυστυχώς και ένα μεγάλο μέρος από το εξαιρετικά περιποιημένο μουστάκι του ….

Αμίλητοι μετά το πάθημά τους και οι τρείς, για μέρες ….όλο τραβιόντουσαν στις πιό απόμερες γωνίες του Σταθμού και σιγοκουβεντιάζανε προσπαθώντας να παρηγορηθούν για το πάθημά τους και να εκτίθενται όσο το δυνατόν λιγότερο στα βλέμματα των συναδέλφων και των επιβατών. Τότε ακριβώς εμφανίστηκε ο Κωστής, αυτό το διαβολόσπερμα, ως από μηχανής Θεός τους παρουσιάστηκε και τους διαβεβαίωσε ότι θα τους έφερνε από το Παρίσι μία θαυματουργή Μαντέκα και το πρόβλημά τους θα λυνότανε άμεσα και με τον καλλίτερο τρόπο….Κάνανε υπομονή πέντε ημέρες οι ατυχήσαντες και όταν επιτέλους παρέλαβαν το θαυματουργό βαζάκι, αναγάλλιασε η ψυχή τους, ο Κωστής μάλιστα δεν δέχτηκε χρήματα, «είναι δώρο» τους είπε και τους έδωσε λεπτομερείς οδηγίες χρήσης.

Αναθαρρήσανε και γεμάτοι προσμονή….το ίδιο βράδυ και οι τρείς, έσπευσαν και απλώσανε την αλοιφή στα τραυματισμένα μουστάκια τους, βάλανε μάλιστα έναν επίδεσμο και τον τυλίξαμε με ένα δεύτερο γύρω από το κεφάλι για να σταθεροποιήσουνε τον πρώτο και να κάνει καλή δουλειά η αλοιφή, ο μπάρμπας του μάλιστα, άπλωσε μια γερή δόση και στα φρύδια και αποκοιμήθηκαν μπανταρισμένοι σαν τραυματίες πολέμου προσδοκώντας το θαύμα !!! Το πρωϊ τρέξανε όλοι στο λαβομάνο να ξετυλίξουν τους επιδέσμους και να καμαρώσουν τα σωτήρια αποτελέσματα της θαυματουργής Μαντέκας. Κόντεψαν να πάθουν αποπληξία, τα μουστάκια τους αντί να αποκατασταθούν, είχαν κολλήσει στον επίδεσμο ολοσχερώς και η περιοχή ανάμεσα στη μύτη και το επάνω χείλος που καλύπτανε, έμοιαζε με σεληνιακό τοπίο !!! Ο μπάρμπας του ούρλιαζε και έβγαζε αφρούς από το στόμα, δεν είχε εξαφανιστεί μόνο του μουστάκι του, αλλά και τα φρύδια !!! Η κάλτσα του διαβόλου αντί για μαντέκα τους είχε προμηθεύσει αποτριχωτική κρέμα !!!

Ο πατέρας του Κωστή, ο Θεοδόσης , πρώην Κεντρικός Σταθμάρχης στο Λιανοκλάδι, απειλούσε με μια φαλτσέτα να τον σκοτώσει κι ο μπάρμπας του έξαλλος, τον έψαχνε σε γη και ουρανό για να τον σύρει κάτω από τις ρόδες του τραίνου. Η μάνα του, η συχωρεμένη η κυρά Καλλιόπη, τον είχε φυγαδεύσει άρον- άρον στο σπίτι της κουμπάρας της της Νικολίτσας στην Πάτρα,  για να τον γλιτώσει από το μένος  των παθόντων αλλά και του ίδιου του του πατέρα. Με τα παρακάλια της μάνας του και με την  βοήθεια κάποιων  συναδέλφων στο Γραφείο Προσωπικού, 
ο νεαρός πήρε εσπευσμένα και κατ΄εξαίρεση μετάθεση για την Πάτρα.....



Ο γέρος όμως του την φύλαγε , πήγε στην Πάτρα απροειδοποίητα και τον συνάντησε να βολτάρει στην παραλία, του έριξε δύο μπουνιές σαν κεραυνούς, τον έκανε μαύρο στο ξύλο μπροστά στα μάτια των περαστικών και τέλος τον πέταξε στη θάλασσα, ενώ ο Αρχιεπιθεωρητής και ο Σταθμάρχης , βρίζανε θεούς και δαίμονες και κατεβάζανε καντήλια απειλώντας ότι αν πέσει στα χέρια τους ο τρισάθλιος ,θα τον πετάγανε από τη γέφυρα της Παπαδιάς . Τελικά ξεθύμανε η οργή τους και όταν αποκαταστάθηκαν πιά τα μουστάκια τους, δώσανε άφεση, φοβούμενοι να μη γίνουνε αιτία για φονικό, μιας κι ο πατέρας του Κωστή είχε μεν χρυσή καρδιά , αλλά ήτανε οξύθυμος και δεν ανεχότανε τις πλάκες του κανακάρη του, που τον πρόσβαλαν βαριά, αυτόν που είχε πάντοτε άψογες σχέσεις με τους συναδέλφους, ενώ ο άλλος μπάρμπας του ο Ανδρόνικος, Γενικός Επιθεωρητής, όπως και ο μακαρίτης ο παππούς του, Controleur στο θρυλικό SIMPLON ORIENT EXPRESS , ήταν από τους πιο κιμπάρηδες και αξιαγάπητους σιδηροδρομικούς.

Παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι λέει η παροιμία που επαληθεύτηκε 100% μιάς και ο Κωστής από τη μεριά της μάνας του ήτανε πράγματι παπά εγγόνι….

Πάντως ήταν αμετανόητος και ανεξάντλητος στα καλαμπούρια και τις πλάκες ο άτιμος κι εκεί στην Πάτρα είχε σκαρώσει διάφορα, ο Περικλής ο Κλειδούχος, τους θύμισε εκείνο το Πάσχα που είχε βουτήξει ένα μισογεμάτο δοχείο μαύρη λαδομπογιά, από το Μηχανοστάσιο και είχε ζωγραφίσει με μαύρες ρίγες και μαύρες βούλες τα δύο κάτασπρα σκυλιά του Υποπροϊσταμένου Αμαξοστοιχιών.

Εκείνος έξαλλος , είχε γεμίσει τον τόπο σημειώματα επικηρύσσοντας το δράστη με ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για την εποχή. Κι είχε το θράσος το διαβολογέννημα, όχι μόνο να παρουσιαστεί, αλλά να υποστηρίξει με βεβαιότητα, ότι δράστες ήτανε μια κουστωδία τσιγγάνων που είχανε ταξιδέψει την προηγουμένη προς Αμαλιάδα….και να εισπράξει στη συνέχεια χωρίς την παραμικρή ενοχή την αμοιβή, με την οποία οργάνωσε ένα πλούσιο τσιμπούσι και κέρασε όλους τους συναδέλφους πλήν του Υποπροϊσταμένου εννοείται….

Ο Βαγγέλης ο πρώην Προϊστάμενος του Γραφείου Κίνησης, έφερε την κουβέντα σ΄ εκείνη τη δόλια την υπάλληλο του εκδοτηρίου εισιτηρίων, την μελαχρινούλα γαλανομάτα Λίτσα, με το φτωχό μυαλό και τον μεγάλο καημό, να παντρευτεί σιδηροδρομικό, γιατί της άρεσε η στολή…







Δεν είχε δυσκολευτεί να την πείσει ο αφιλότιμος ο Γεράσιμος ο Κεφαλλονίτης , Σταθμάρχης στην Κατερίνη, ότι έχει έτοιμο γαμπρό, τον δίδυμο αδελφό του και την διαβεβαίωνε μάλιστα, μ΄εκείνη την αδιαφιλονίκητη πειστικότητα που διέθετε, ότι ο ίδιος θα γινότανε κουμπάρος…. Της έφερνε ο αθεόφοβος που και που καμία κολώνια ή ένα μαντήλι, δώρα δήθεν από τον μέλλοντα γαμπρό κι εκείνη η μυαλοκομμένη , όχι μόνο το είχε πιστέψει αλλά ετοίμαζε τα προικιά της και ξεροστάλιαζε στο σταθμό γράφοντας στιχάκια :

« όλα τα τραίνα ήρθανε, κι όλοι σιδηροδρόμοι, κι εμένα το πουλάκι μου, δεν φάνηκε ακόμη….»

Τελικά, παντρεύτηκε έναν Λοχία από την Ξάνθη, που της προξένεψε μία εξαδέλφη της. Το όνειρό της γιά ένστολο γαμπρό , πραγματοποιήθηκε !

 Αναψοκοκκινισμένοι όλοι από τα τσίπουρα και τις μπύρες και δακρυσμένοι από τα γέλια, σήκωσαν τα ποτήρια τους και τσουγκρίσανε « Εβίβα»!!! Καλά να είμαστε σύντροφοι ν΄ανταμώνουμε και να μοιραζόμαστε τις ιστορίες μας !!! Την ίδια στιγμή ακούστηκε το σφύριγμα του τραίνου, ο Αστέριος κοίταξε το ρολόϊ του, η Αμαξοστοιχία 602 έμπαινε στο σταθμό στην ώρα της, θα αναχωρούσε στις 11.20΄ακριβώς, η παρέα σε λίγο θα σκόρπιζε μέχρι την επόμενη σύναξη.

Ο Αστέριος έκλεινε πάντα στις 11.30 τηρούσε με σχολαστική ακρίβεια το ωράριό του, σαν δρομολόγιο τραίνου…..χωρίς αλλαγές, χωρίς καθυστερήσεις…μοναδική εξαίρεση τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά,  το Μ.Σάββατο και η Κυριακή του Πάσχα, τότε το καφενείο έμενε ανοικτό όλο το 24ωρο, υπήρχε στρωμένο τραπέζι, φορτωμένο με καλούδια και παραδοσιακά εδέσματα, ανάλογα με την περίσταση. Ο Αστέριος μαζί με την οικογένειά του, υποδεχότανε και κέρναγε όλους τους συναδέλφους που είχανε υπηρεσία στο Σταθμό όπως και τους μοναχικούς , εν ενεργεία ή συνταξιούχους, που φρόντιζε και τους καλούσε προσωπικά να περάσουν μαζί αυτές τις ξεχωριστές ημέρες, σαν μέλη της " μεγάλης σιδηροδρομικής οικογένειας"….και κάθε Πρωτοχρονιά ,  πρίν κοπεί η Βασιλόπιτα, δεν παρέλειπε να τους διαβάζει  ένα ξεχωριστό κείμενο,  που  του είχε αρέσει πολύ και το είχε αντιγράψει σε ένα τετράδιο με χοντρό εξώφυλλο....



 "Η ζωή είναι σαν ένα ταξίδι με το τρένο. Επιβιβάζεσαι συχνά και αποβιβάζεσαι, υπάρχουν ατυχήματα, σε μερικές στάσεις ευχάριστες εκπλήξεις και βαθιά λύπη σε άλλες.

Όταν γεννιόμαστε και επιβιβαζόμαστε στο τρένο, συναντάμε ανθρώπους, για τους οποίους πιστεύουμε οτι θα μας συνοδεύουν σε όλη την διάρκεια του ταξιδιού μας: τους Γονείς μας.

Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Αποβιβάζονται σε κάποια στάση και μας αφήνουν χωρίς την αγάπη, την στοργή, την φιλία και την συντροφιά τους.

Ωστόσο επιβιβάζονται άλλα άτομα, που θα αποδειχθούν πολύ σημαντικά για εμάς. Είναι τα αδέλφια μας, οι φίλοι μας κι΄αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι που αγαπάμε.

Μερικά απο τα άτομα που επιβιβάζονται, βλέπουν το ταξίδια σαν ένα μικρό περίπατο.

Άλλοι βρίσκουν μόνο λύπη στο ταξίδι τους. Υπάρχουν πάλι άλλοι στο τρένο, που είναι πάντα εκεί και έτοιμοι να βοηθήσουν αυτούς που το χρειάζονται.

Κάποιοι αφήνουν στην αποβίβαση μια αιώνια λαχτάρα.

Μερικοί ανεβαίνουν και κατεβαίνουν ξανά, κι’ εμείς δεν τους έχουμε καν αντιληφθεί.

Μας εκπλήσσει ότι μερικοί από τους επιβάτες, που αγαπάμε περισσότερο κάθονται σε κάποιο άλλο βαγόνι και μας αφήνουν να κάνουμε μόνοι αυτό το κομμάτι του ταξιδιού.

Αυτονόητα απέχουμε και δεν μπαίνουμε στον κόπο να τους ψάξουμε και να έρθουμε σε επαφή με το δικό τους βαγόνι.

Δυστυχώς, μερικές φορές, δεν μπορούμε να καθίσουμε δίπλα τους, γιατί η θέση στην πλευρά τους είναι κατειλημμένη.

Δεν πειράζει, έτσι είναι το ταξίδι : γεμάτο προκλήσεις, όνειρα, φαντασία, ελπίδες και αποχαιρετισμούς….αλλά χωρίς επιστροφή.

Λοιπόν, ας κάνουμε το ταξίδι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Ας προσπαθήσουμε να βολευτούμε με τους συνταξιδιώτες μας και να ψάξουμε το καλύτερο στοιχείο στον καθένα απο αυτούς.

Ας θυμόμαστε οτι σε κάθε τμήμα της διαδρομής, ένας απο τους επιβαίνοντες μπορεί να έχει πρόβλημα και πιθανόν να χρειάζεται την κατανόηση μας.

Ακόμη κι εμείς, μπορεί να βρεθούμε σε δύσκολη θέση και κάποιος να υπάρχει, που θα μας καταλάβει.

Το μεγαλύτερο μυστήριο του ταξιδιού, είναι οτι δεν ξέρουμε πότε θα αποβιβαστούμε οριστικά, όπως επίσης ελάχιστα ξέρουμε για το πότε θα αποβιβαστούν οι συνταξιδιώτες μας, ούτε καν για εκείνον που κάθεται ακριβώς δίπλα μας.
Πιστεύω οτι θα στενοχωρηθώ όταν κατέβω για πάντα απο το τρένο…..Ναι! αυτό πιστεύω.

Ο χωρισμός απο μερικούς φίλους, που συνάντησα κατά την διάρκεια του ταξιδιού θα είναι οδυνηρός, θα είναι πολύ λυπηρό. Θα είναι πολύ λυπηρό να αφήσω μόνους τους αγαπημένους μου. Αλλά έχω την ελπίδα, πως κάποτε θα φτάσουμε στον κεντρικό σταθμό, κι΄έχω την αίσθηση οτι θα τους ξαναδώ να έρχονται με αποσκευές, τις οποίες δεν είχαν ακόμα στην επιβίβαση.

Αυτό που με κάνει ευτυχισμένο, είναι η σκέψη οτι κι εγώ βοήθησα να πλουτίσουν οι αποσκευές τους και να γίνουν πολύτιμες.

Φίλοι μου, ας προσέξουμε να έχουμε ένα καλό ταξίδι και στο Τέλος να δούμε οτι άξιζε τον κόπο.

Ας προσπαθήσουμε να αφήσουμε κατά την αποβίβαση, μια κενή θέση πίσω μας, η οποία να αφήσει νοσταλγία και όμορφες αναμνήσεις σ’ αυτούς που συνεχίζουν το ταξίδι.

Σ’ αυτούς που είναι συνεπιβάτες του δικού μου τρένου, εύχομαι ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ…!!!"




Πηγή γιά το τελευταίο κείμενο 
Αντικλείδι , https://antikleidi.com



*Η Μαντέκα = ειδική κηρώδης αρωματική αλοιφή (πομάδα) σε μαύρο ή καφέ χρώμα, για την διαμόρφωση και στερέωση του μουστακιού. Από το λατινικό mantica ή πιθανότερο από το αραβικό ΜΑΝΤΑΚΟ που σημαίνει γράσσο ή λίπος.




* Ο θρυλικός Φαρσαλινός Χαλβάς, που τιμά τα Φάρσαλα και η φήμη του έχει απλωθεί εντός και εκτός Ελλάδας, είναι το σήμα κατατεθέν της πόλης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ανθρώπων που χρόνια τώρα συνέδεσαν τη ζωή τους με τον Φαρσαλινό Χαλβά, αυτός έχει τουρκική προέλευση.Πότε καθιερώθηκε το ανατολίτικο αυτό γλύκισμα στα Φάρσαλα, δεν γνωρίζει κανείς. Εφόσον όμως δεχθούμε την τουρκική προέλευσή του, ο χαλβάς έγινε γνωστός στη Θεσσαλία με τη διείσδυση των Τούρκων το 1393. Από τη διαθήκη του κατακτητή της Θεσσαλίας Τουρχάν Μπέη, το έτος 1446, είναι γνωστό, το Εργαστήρι του Χαλβατζή Χαλίλ στη Λάρισα. Στην ίδια διαθήκη αναφέρονται επίσης οι χαλβατζήδες Ισά, Σιάχης και Χαλίλης. Την ύπαρξη 4 χαλβατζήδων στη Λάρισα το 1446 επεσήμαναν και οι Τουρκολόγοι N. Beldicenu και P. Nasturel σε δημοσίευμά τους.

Στα νεότερα χρόνια και συγκεκριμένα το 1817 αναφέρεται στον χαλβά και τα στραγάλια των Φαρσάλων ο Ιωάννης Οικονόμου ο Λαρισαίος. Εξάλλου, ο Αλ. Φιλαδελφεύς στα 1897 αναφέρει ότι τα Φάρσαλα είναι «γνωστότερα και φημίζονται περισσότερον διά τον γευστικότατον και μελισταγήν χαλβά των, όστις είναι ο ανά πάσην της Ελλάδος κάλλιστος και θαυμαστότατος». Πώς έγινε και περιορίστηκε η Παρασκευή του χαλβά στα Φάρσαλα, όπου και πήρε μεγάλη φήμη, ώστε να ονομάζεται «Φαρσαλινός Χαλβάς» δεν είναι επίσης γνωστό. Είναι γνωστό όμως ότι στα τέλη του προπερασμένου αιώνα ο καλύτερος τεχνίτης ήταν ο Τούρκος Νουρής.
ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΧΑΛΒΑ

Στην αρχή οι χαλβατζήδες παρασκεύαζαν τριών ειδών χαλβά: τον «πίριντς», τον «κόμματ» και τον «Σαπουνέ». Ο «Πίριντς παρασκευαζόταν κυρίως με αλεσμένο ρύζι και ζάχαρη, ο «κόμματ» γινόταν σε κομματάκια σαν λουκούμι και ήταν λευκού χρώματος, σκληρός, αλλά νόστιμος. Για τον εν λόγω χαλβά δεν υπάρχουν στοιχεία για τα υλικά που χρησιμοποιούσαν οι χαλβατζήδες, πουλιόταν όμως μόνο στη διάρκεια του παζαριού των Φαρσάλων, ως το 1960 περίπου. Ο «Σαπουνέ» Χαλβάς με βούτυρο είναι γλύκισμα που δεν αλλοιώνεται και ήταν νόστιμος και καλύτερος από τους άλλους δύο. Υπήρξαν επίσης και δύο άλλες ποικιλίες χαλβά, ο «Σουσάμ» από σουσάμι ή στραγάλια, άμυλο και ζάχαρη και ο «Ασουτέ» που ήταν εύγευστος, αλλά δύσκολα διατηρητέος και παρασκευαζόταν μέχρι το 1920. Επικρατέστερος όλων όμως ήταν ο «Σαπουνέ», το σήμα κατατεθέν των Φαρσάλων, ενώ τελευταία ο γνωστός χαλβαδοποιός Δημήτρης Αλεξόπουλος παρασκευάζει χαλβά με περιτύλιγμα σοκολάτα και φύλλο κρούστας.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΦΑΡΣΑΛΙΝΟΙ ΤΕΧΝΙΤΕΣ

Όπως αναφέρθηκε, ο καλύτερος χαλβατζής ήταν ο Νουρής. Αυτός πήρε συνεταίρους στο μαγαζί του τον Καλταμπάνη και τον Οικονόμου αρχικά και τον Σπανό αργότερα. Το μαγαζί τους βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα το κατάστημα Μητρογώγου. Αργότερα ο Καλταμπάνης και ο Οικονόμου άνοιξαν δικό τους κατάστημα. Στον Νουρή εργάστηκαν σαν βοηθοί ο Γουβέλης και ο Κουλιάμπας, οι οποίοι αργότερα έγιναν κορυφαίοι τεχνίτες του χαλβά. Ο Νουρής μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 έφυγε για την Τουρκία και πούλησε το μαγαζί του για 15 δρχ. σε κάποιον Μπουλασίκη.

Τους Φαρσαλινούς μαστόρους μιμήθηκαν αργότερα τεχνίτες από διάφορα μέρη της Ελλάδος. Ο Φαρσαλινός Χαλβάς όμως εξακολουθεί να είναι ασυναγώνιστος.
ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΧΑΛΒΑ

Από τους πιο παλιούς χαλβατζήδες της πόλης, ο Τάκης Δεληδημητρίου, που ως γνωστόν, δώρισε όλη την περιουσία του στον Δήμο Φαρσάλων, έλεγε για την τέχνη του χαλβά τα εξής: «Το μυστικό του χαλβά είναι στο ψήσιμο και σε ποια χρονική στιγμή ρίχνονται τα υλικά. Το ψήσιμο για να έχει καλό αποτέλεσμα χρειάζεται τουλάχιστον μία ώρα».

Συνταγή γιά σαπουνέ χαλβά ΦΑΡΣΑΛΩΝ :

https://funkycook.gr/halvas-farsalon-sapoune-pazariotikos/


Συνταγή από την Αργυρώ Μπαρμαρίγου : 
https://www.argiro.gr/recipe/chalvas-farsalon/

 

 

 

 

 





Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2021


 

Η έναρξη της 3ης  Μίνι Σκυτάλης που διοργανώνει η Μαίρη μας από την Γήϊνη Ματιά , με βρίσκει έτοιμη  να ξεδιπλώσω την ιστορία μου, σε 731 λέξεις, (θα δείξετε ανοχή και επιείκεια φίλοι μου, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μου, παραμένω αθεράπευτα πληθωρική και ασυμμάζευτη στην διαχείριση των λέξεων....)  εμπνεόμενη από την Φωτό της Λαϊκής με τα ηλιοτρόπια σε πρώτο πλάνο !!! 

Την  Καλλιρόη ο έρωτας ανέμενε μιά μέρα.....

Ευάγγελε, να χαρείς γρήγορα.....πεθαίνω ….μία σόδα,  ένα GAVISCON ….ένα  LOSEC...!!! Τι καούρα είναι τούτη  Θεέ μου,  απόψε μαρτύρησα  της μάνας μου το γάλα……

Εμ….βαρέθηκα να λέω τα ίδια και τα ίδια, δεν φτάνει που το μεσημέρι στης αδελφής  σου,  περιδρόμιασες  τον αγλέουρα, και σουτζουκάκια και παστίστιο και μελιτζανοκεφτέδες…..μόνο  η φάβα σου ξέφυγε γιατί  η αδελφούλα σου ξεχάστηκε και δεν την έβγαλε εγκαίρως στο τραπέζι….να μην αναφερθώ και στα 2 κομμάτια μπακλαβά….ένα φανερά κι εσύ μόνο ξέρεις πόσα στα κρυφά,  τσάκισες….και δεν έφθανε το μεσημεριανό, ήθελες κυρά μου και το βράδυ  το κάτι τι σου…..τουτέστιν :  μία πλουσιοπάροχη  μερίδα από τα χθεσινό σπετζοφάϊ , ψωμάκι μπόλικο να σκουπιστεί  καλά   το πιάτο από την σαλτσούλα  κι από πάνω μία σοκοφρέττα  να γλυκαθεί ο ουρανίσκος……Τι να σου κάνει  η σόδα και το έρμο το GAVISCON.....άσε το ραχαλητό και τα βογκητά  που μ΄έχουν ξαγρυπνήσει….

Κι εγώ ξαγρύπνησα Ευάγγελε, είχαμε δυό χρόνια να πάμε στην αδελφή μου και να φάμε μαζί, ας όψεται η πανδημία …..ε!  απόλαυσα λίγο το φαγητό με παρέα, τι ήθελες δηλαδή  να μην αγγίξω τίποτα από τα λαχταριστά που μας ετοίμασε;;;;

Εγώ μπορεί να βάρυνα το στομάχι μου και να κακόπαθα, αλλά το ευχαριστήθηκα !!! Ασε που εξηγήθηκε και τ΄όνειρο που είδα τις προάλλες…..Θυμάσαι που σου είπα ότι είδα την θειά μου την Καλλιρόη, ολοζώντανη μ΄ένα μεγάλο μπουκέτο ηλιοτρόπια κι ένα χαμόγελο μέχρι τ΄αυτιά να τρέχει στης μάνας μου για καφεδάκι….

Κάθε φορά που βαρυστομαχιάζεις, πολύ συχνά δηλαδή, όλο κάποιον πεθαμένο ονειρεύεσαι….  Αν δεν κάνω λάθος, την είχες δει πάλι την θειά  πριν κανένα μήνα, τότε που πήγαμε με τους κουμπάρους στο ταβερνάκι του Δαμίγου, στην Πλάκα και  τσάκισες  τα μπακαλιαράκια και την σκορδαλιά…..πως εξηγήθηκε το όνειρο παρακαλώ ;;;

Να σαν σήμερα , η μάνα μου πάντρεψε την  Καλλιρόη με τον Ανέστη…

 Η  αδελφή μου έχει τρομερό μνημονικό…. εκείνη το θυμήθηκε,   η μάνα μας αν και λίγο μικρότερη ,πάντα  την συμβούλευε και την ενθάρρυνε  «Προχώρα !  της είπε, όταν της εκμυστηρεύθηκε ότι στην Λαϊκή είχε γνωρίσει έναν συμπαθέστατο κύριο, χήρο όπως και η ίδια   και   μεταξύ τους είχε αναπτυχθεί αίσθημα….εκείνος επέμενε να παντρευτούν …..Είχε τους δισταγμούς της , ήταν παντρεμένη ήδη δυό φορές και δυό φορές χήρα, είχε παιδιά και περίμενε εγγόνια……Ο πρώτος γάμος στα 22 της, προξενιό, με τον Μιλτιάδη, αξιωματικό γιό ενός συναδέλφου του πατέρα της, …..χήρεψε στα  28  …. Είχε αποκτήσει  κι ένα αγοράκι …..Ο δεύτερος γάμος της , 5 χρόνια αργότερα, με έναν έμπορο , στο κατάστημα του οποίου εργαζόταν… Μεσήλικας, μοναχογιός, βαρήκοος λίγο ο  Αυξέντιος ,     έζησε μαζί του 10  χρόνια  ,γηροκόμησε τους γονείς του και δυό  θειές  του γεροντοκόρες,  απέκτησε  άλλα 3 παιδιά , όλα τα  σπούδασε και τα καμάρωσε να προκόβουν και να κάνουν τις δικές τους οικογένειες…

Είχε αληθινό πάθος με τα λουλούδια, πήγαινε  κάθε εβδομάδα  στην Λαϊκή και εκτός από ζαρζαβατικά,  προμηθευόταν απαραιτήτως και λουλούδια…

 Στα 65 της,  προέκυψε η γνωριμία στην Λαϊκή με τον Ανέστη…

 «Καλλιρόη  μου,  μην νοιάζεσαι για κανέναν, ούτε για παιδιά, ούτε για γαμπρούς,  ούτε για σόγια , για κανέναν….όσες μέρες έχεις από τον Θεό να ζήσεις ακόμη,  δικαιούσαι να τις ζήσεις με έναν καλό σύντροφο !»

 Αυτή τη συμβουλή  της έδωσε η ανοιχτόμυαλη μάνα μας  και ευτυχώς , την ακολούθησε !!!

 Πολλά χρόνια αργότερα , βρέθηκαν σ΄εκείνο το παλιό ΑΛΜΠΟΥΜ με  τις οικογενειακές φωτογραφίες , αυτοί οι στίχοι , γραμμένοι από την μάνα μας,  πίσω από την φωτογραφία  του γάμου της Καλλιρόης και του Ανέστη….

Την Καλλιρόη ο έρωτας ανέμενε μια μέρα,

στη λαϊκή παρακαλώ, στον πάγκο  εκεί πέρα,

με το μαρούλι το σγουρό, το φρέσκο κρεμμυδάκι,

ήταν καλοστεκούμενος, φορούσε καβουράκι .

«Μαντάμ της είπε ευγενικά, εντύπωση μου κάνει

πόσο καλά διαλέγετε, κοιτώντας το κοτσάνι,

εγώ διαλέγω ο φουκαράς, πληρώνω όσο-όσο,

μα όλα χάλια δυστυχώς, πάω να παλαβώσω,

έχω χηρέψει  ξεύρετε προ μιάς τετραετίας

και μόνος ζώ ο δυστυχής, άνευ πλέον συμβίας.»

Ητανε αφοπλιστικός κι αυτή ψυχοπονιάρα,

μια έλξη ανεξήγητη , μια έξαψη μια αντάρα…

Της πρόσφερε ηλιοτρόπια μ΄ ευγένεια και χάρη,

δυό μήνες χρειαστήκανε, να γίνουνε ζευγάρι…!

Πως θα το πούμε στα παιδιά, τον ρώτησε εκείνη.

Εγώ μωρέ θα τους το πώ, και ότι θέλει ας γίνει.

Τα είπαν, τα μιλήσανε, και μια χαρά τα πάνε

κι ας φρίξανε τα σόγια τους κι ας τους περιγελάνε.

Ζήσανε και γεράσανε πολύ αγαπημένοι

και φύγανε απ΄τη ζωή,  στ΄αλήθεια ευτυχισμένοι!

 

Ας είναι αναπαυμένοι όλοι κι εσύ κυρά μου, σταμάτα επί τέλους τα βραδινά τσιμπούσια γιατί δεν αντέχεται άλλο η ξαγρύπνια….άντε πιές τη σόδα και το GAVISCON και άσε με να κοιμηθώ καμιά ώρα…..και ράψε το στόμα σου επιτέλους !!!Αρσινόη μ΄ακούς ;;;

 

 

Κλαυδία

Οκτώβριος 2021


Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

Η Ιστορία του κόκκινου ποδήλατου Μέρος Β'

 Συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης

Μέρος Β΄



Ο γιός της Ιφιγένειας , ο Μιλτιάδης, Αξιωματικός του στρατού,  είχε παντρευτεί την Εριφύλλη και ζούσαν στην Αθήνα, κάπου στο Μετς ….Η Εριφύλλη εργαζότανε στο Νοσοκομείο τον ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ  , Νοσηλεύτρια , η αδελφή της η Ερασμία , χήρα στα 24 χωρίς να προλάβει να αποκτήσει παιδιά, ζούσε στο Κουκάκι μαζί με την μάνα τους και εργαζότανε επίσης στον Ευαγγελισμό σαν Τραπεζοκόμα….

 Οι δύο αδελφές και ο Μιλτιάδης, ήταν οργανωμένοι στην Αντίσταση  ….έχοντας απόλυτη επίγνωση του κινδύνου , προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πολεμήσουν τους κατακτητές…..Η Εριφύλλη εξοικονομούσε φάρμακα και πρόσφερε περίθαλψη σε τραυματίες αγωνιστές, ο Μιλτιάδης έκανε πολλά , αλλά ποτέ δεν συζητούσε γι΄αυτά  « καλύτερα να μην ξέρετε τίποτα τους έλεγε, είστε πιο ασφαλείς….» αργότερα  τα παιδιά τους έμαθαν για την ΕΣΠΟ ....

Ο μεγάλος τους γιός, ο 19χρονος Αντώνης, Φοιτητής του Πολυτεχνείου, είχε προσχωρήσει στην ΕΠΟΝ,  είχε γνωρίσει την Ηρώ Κωνσταντοπούλου , έγραφε συνθήματα στους τοίχους και κολλούσε προκηρύξεις, η 14 χρονη Ράνια, με το κόκκινο ποδήλατό της, που κάποτε ανήκε σε  μία΄Ελλη που δεν είχε γνωρίσει ποτέ, μετά την απελευθέρωση  έμαθαν ότι είχε παντρευτεί έναν Αμερικανό γιατρό και ζούσε στο εξωτερικό, μετέφερε μηνύματα απομνημονεύοντάς τα……




Ο μικρός της οικογένειας, ο 12 χρονος Ιάσονας ζούσε με την επιθυμία να ψηλώσει μια ώρα αρχύτερα ώστε τα πόδια του να φθάνουν  με άνεση τα πετάλια του κόκκινου ποδήλατου….Ηδη ήτανε δεινός  στο πατίνι που του είχε κατασκευάσει ο πατέρας του και κατηφόριζε σαν σφαίρα στα πεζοδρόμια της γειτονιάς ,  αλλά ο καημός του ήτανε το ποδήλατο , εξασκήθηκε  βέβαια και ως  ποδηλάτης χρησιμοποιώντας το σαραβαλιασμένο πιά «παιδικό» ποδήλατο του Αντώνη, που είχε φάει τα ψωμιά του και σχεδόν είχε αχρηστευτεί αφού ούτε ανταλλακτικά μπορούσαν να βρεθούν ούτε τα λάστιχα σήκωναν άλλα μπαλώματα….

 Ο λιμός του χειμώνα 1941 – 1942 είχε δραματικό αντίκτυπο στις μεγάλες πόλεις, κυρίως στην Αθήνα και τον Πειραιά, αλλά και στα μικρά άγονα νησιά. Στις 9 Ιουνίου 1941, οι κάτοικοι της Αθήνας ξεκίνησαν να λαμβάνουν τρόφιμα με δελτίο. Παράλληλα, η Μαύρη Αγορά έλαβε τεράστιες διαστάσεις. Σύμφωνα με τις πηγές της εποχής, το μεγαλύτερο μέρος της σοδειάς από την επαρχία δεν κατέληγε στην αγορά αλλά σε κερδοσκόπους και μεσάζοντες. Το παράνομο εμπόριο σχεδόν αντικατέστησε τις πραγματικές συναλλαγές και σε λίγους μήνες τα τρόφιμα είχαν σχεδόν εξαφανιστεί από τα ράφια των καταστημάτων. Συσσίτια άρχισαν να οργανώνονται από την εκκλησία, φιλανθρωπικές οργανώσεις και τον Ερυθρό Σταυρό.


Στην πρωτεύουσα την περίοδο 1941 – 1942 πέθαναν από τον λιμό κατά προσέγγιση 45.000 άνθρωποι, ενώ στη Θεσσαλονίκη το χρονικό διάστημα 1942 – 1943 απεβίωσαν από ασιτία - σε συνδυασμό και με την ελονοσία - περίπου 5.000 άνθρωποι.

Στην ελληνική συλλογική μνήμη η οδύνη του λιμού παραμένει ένα από τα ισχυρότερα μελανά στοιχεία της γερμανικής κατοχής.


Η Εριφύλλη και η Ερασμία προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουν φάρμακα και τρόφιμα …..Στηνόντουσαν με τις ώρες στις ουρές των συσσιτίων με τα δελτία στο χέρι για τα λιγοστά τρόφιμα που μοιράζονταν, οι νεκροί στους δρόμους που πλήθαιναν καθημερινά τις έκαναν να πάρουν την απόφαση να επιδοθούν σε ένα ιδιότυπο σύστημα αφαίρεσης τροφίμων και φαρμάκων από τους Γερμανούς.…..Εραψαν ποδιές με εσωτερικές τσέπες που τις φορούσαν κατάσαρκα κι εκεί έκρυβαν ότι μπορούσαν να εξασφαλίσουν, με μεγάλο κίνδυνο….Πλιάτσικο οι κατακτητές, πλιάτσικο και οι δύο αδελφές, κάτω από την μύτη τους παρά το ρίσκο….Η Ερασμία μάλιστα που σέρβιρε τις πτέρυγες με τους γερμανούς αρρώστους και είχε πρόσβαση στα μαγειρεία ……έκανε τα κουμάντα της και παραδόξως τα κατάφερνε τόσο καλά, που κανείς ποτέ δεν υποψιάστηκε το παραμικρό….Βοηθούσαν όσους περισσότερους μπορούσαν … διαθέτοντας φάρμακα και τρόφιμα…

Τον Απρίλιο του 1942 , σε ένα μπλόκο συλλαμβάνεται ο Αντώνης μαζί με πολλούς άλλους και παρ΄όλο που δεν βρέθηκε τίποτα ενοχοποιητικό επάνω του, είχε προλάβει ευτυχώς και είχε παραδώσει τις προκηρύξεις που κουβαλούσε στην Ηρώ, τον πήγαν για ανάκριση και τον καταδίκασαν σε θάνατο διά τυφεκισμού

Κλαυθμός και οδυρμός στην οικογένεια, ο Μιλτιάδης έτρεξε να χτυπήσει τις πόρτες όλων όσων πίστευε ότι μπορούν να βοηθήσουν, η Ερασμία έτρεξε στην Ιουλία ζητώντας την συνδρομή των συντρόφων της, η Εριφύλλη έπεσε στα γόνατα του Διευθυντή της Χειρουργικής Κλινικής ….όλοι υποσχέθηκαν να βοηθήσουν με κάθε τρόπο…..

Εφθασε η παραμονή της ορισμένης ημερομηνίας εκτέλεσης, ο Μιλτιάδης και η Εριφύλλη σκιές του εαυτού τους, η Ερασμία προσποιητά ψύχραιμη, η γιαγιά όλη τη νύχτα γονατισμένη μπροστά στο εικονοστάσι, η Ράνια μην μπορώντας να συγκρατηθεί, έκλαιγε με γοερά αναφιλητά, ο Ιάσονας σαστισμένος προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συμβαίνει…..ο Τέλης ο κολλητός του φίλος του είχε εκμυστηρευθεί μόλις πριν λίγες ώρες «Αύριο το ξημέρωμα, οι Γερμαναράδες θα σκοτώσουνε τον αδελφό σου τον Αντώνη εκεί στη μάντρα στου Γουδή….εκεί τους σκοτώνουνε όλους….τους ντουφεκάνε….» το έλεγε ο πατέρας μου στη μάνα μου και το άκουσα " Κρίμα τα παλληκάρια ….κρίμα τους πατριώτες…." έλεγε και η μάνα μου του είπε: « Δεν μπορείς να κάνεις κάτι Αγησίλαε, έστω για τον Αντώνη το γειτονάκι μας…. " Εχω μιλήσει ήδη στον κουμπάρο μας που γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα..... ελπίζω να τα καταφέρει ...."

Πάμε να δούμε που είναι αυτή η μάντρα, θέλω να την δώ είπε αποφασιστικά ο Ιάσονας….ο Τέλης δίσταζε, αλλά η περιέργεια και το παράτολμο της ηλικίας, έκανε και τους δύο να παραβλέψουν τους κινδύνους και να ξεκινήσουν με τα ποδήλατα το απομεσήμερο για εξερεύνηση…..

Ο Τέλης είχε έναν ξάδελφο λίγο μεγαλύτερο, που έμενε στην περιοχή…..θα πάμε πρώτα στου Γιώργη, αυτός θα μας δείξει το μέρος….τον δρόμο το ξέρω καλά, έρχομαι συχνά με την μάνα μου στη θεία Ελπινίκη …ο μπάρμπας μου δουλεύει σε κινηματογράφο και πάμε παρέα και βλέπουμε ταινίες….

Οι πιτσιρικάδες ήταν αποφασισμένοι και έχοντας μεγάλη άγνοια του κινδύνου….ποδηλατώντας έφθασαν στο σπίτι της θείας Ελπινίκης χωρίς βέβαια να αποκαλύψουν τους σκοπούς τους….Στον Γιώργη μόνο εκμυστηρεύτηκαν την επιθυμία τους να δούν την μάντρα των εκτελέσεων , έστω από μακριά….Εκείνος τους αποθάρρυνε αρχικά , αλλά όταν έμαθε ότι την επομένη θα τουφέκιζαν εκεί ακριβώς τον αδελφό του Ιάσονα, τους οδήγησε χωρίς άλλη κουβέντα σε ένα σημείο που κρυμμένοι σε κάτι θάμνους είχαν στο οπτικό πεδίο τους ένα τμήμα του τόπου των εκτελέσεων…Η καρδιά του Ιάσονα κόντευε να σπάσει, έσφιξε τα χείλη και αμίλητοι πήραν τον δρόμο της επιστροφής.





Στο σπίτι δεν βρήκε κανέναν, η μάνα του και η αδελφή του σίγουρα θα είχανε πάει στο Κουκάκι στη θεία Ερασμία και τη γιαγιά, όταν θα επέστρεφαν δεν θα έκανε καμία κουβέντα για την εξαφάνισή του, το ίδιο και ο Τέλης .

Το βράδι σχεδόν όλοι έμειναν ξάγρυπνοι, η μάνα του ούτε που σκέφθηκε να τον κατσαδιάσει για το ξεπόρτισμα, ίσως και να μην το πήρε είδηση καν, είχε πολύ σοβαρότερα πράγματα να την απασχολούν, η Ράνια κάποια στιγμή τον αναζήτησε και αντιλήφθηκε το ποδήλατο που έλειπε αλλά φαντάστηκε ότι κάπου στη γειτονιά θα τριγυρνάει με τον Τέλη και τους υπόλοιπους….οπότε βιάστηκε να ακολουθήσει την μητέρα της στο Κουκάκι. Είχαν στηρίξει τις ελπίδες τους στις ενέργειες των ΕΠΟΝΙΤΩΝ, η κυρία Ιουλία και η κυρία ΄Αννα τους είχαν διαβεβαιώσει ότι είχαν ελπίδες να δοθεί χάρη….Ο πατέρας τους πάλι δεν έβγαζε μιλιά, παρά την απαγόρευση της κυκλοφορίας,  ήρθε για λίγο στο σπίτι και κατά τις 10 τον κατάπιε πάλι το σκοτάδι…..σίγουρα κάποιους θα συναντούσε, πασχίζοντας να σώσει το παιδί του…..

Αργούσε να ξημερώσει…..ο Ιάσονας είχε καταστρώσει το σχέδιό του και ήταν αποφασισμένος !!! Ακροπατώντας έβαλε το μαξιλάρι του κάτω από τα σκεπάσματα και τύλιξε τις κουβέρτες να μοιάζουν ότι κάποιος κοιμάται….ξεγλίστρησε στην αυλή από την πόρτα της κουζίνας, με την άκρη του ματιού του είδε την μάνα του γερμένη στο πλάϊ του καναπέ, η θεία του στην άλλη άκρη, αποκαμωμένες και οι δύο από το κλάμα και τις προσευχές. Ο πατέρας του άφαντος, η Ράνια μάλλον με τη γιαγιά στο δωμάτιό της….Αποφασιστικά ανέβηκε στο κόκκινο ποδήλατο, δεν καλοέφτανε τα πετάλια, αλλά τεντώνοντας τα πόδια θα τα κατάφερνε, έπρεπε να τα καταφέρει !!!

Είχε απομνημονεύσει την διαδρομή, δεν συνάντησε ψυχή …ήταν άλλωστε πολύ νωρίς, οι νεραντζιές ευωδίαζαν και τα πουλιά είχαν αρχίσει το πρωϊνό τους κελάηδημα, εκείνος όμως ένα πράγμα είχε στο νού του. Να σώσει το αδελφό του !!!

Εφθασε στους θάμνους και έκρυψε το ποδήλατο….περίμενε υπομονετικά με την καρδιά να βροντοχτυπάει στο στήθος του …. ετοιμάστηκε μόλις είδε τα γερμανικά καμιόνια να ανηφορίζουν στο δρόμο και να μπαίνουν στο χώρο …, άκουγε καθαρά τις φωνές τους και τα παραγγέλματα του επί κεφαλής, έστησαν τα πολυβόλα….μετά κατέβασαν τους μελλοθάνατους…..μέτρησε 25 άτομα, 6ος ήτανε ο Αντώνης….








Αποφασισμένος καβάλησε το ποδήλατο και κατηφόρισε στο χωμάτινο μονοπάτι….λίγα μέτρα τον χώριζαν από την πύλη, παραδόξως δεν υπήρχε κανείς εκεί, όλοι ήταν συγκεντρωμένοι στον τόπο της εκτέλεσης.

Μάζεψε τις δυνάμεις του και κάνοντας πετάλι με δύναμη όρμησε ανάμεσε στα πολυβόλα και τους μελλοθάνατους που είχαν στο μεταξύ παραταχθεί κατά μήκος του τοίχου . Οι φωνές τους αντηχούσαν καθαρές....έψαλαν τον Εθνικό ΄Υμνο...…. «Θα πάρω τον αδελφό μου, δεν θα τον σκοτώσετε !!!» Φώναξε δυνατά ενώ πλησίασε στον τοίχο….έγειρε προς το μέρος του Αντώνη σκύβοντας τόσο κοντά που κόντεψε να χάσει την ισορροπία του, άπλωσε το χέρι και τον άρπαξε από την μπλούζα….Ολοι είχαν μείνει, εμβρόντητοι, παρακολουθούσαν την απίστευτη σκηνή αποσβολωμένοι….

Ο Αντώνης με μία σβέλτη κίνηση ανέβηκε στο ποδήλατο προσπαθώντας να καλύψει με το σώμα του , τον μικρό του αδελφό….ήταν σίγουρος ότι σε δευτερόλεπτα θα τους γάζωναν οι σφαίρες των πολυβόλων….όμως δεν έγινε απολύτως τίποτα…ο χρόνος σταμάτησε , μόνο οι ανάσες τους έβγαιναν κοφτές και ακατάστατες….ο Ιάσονας σχεδόν όρθιος ποδηλατούσε μανιασμένα απομακρυνόμενος από το πεδίο βολής….Πέρασαν την πύλη χωρίς να τους ακολουθήσει κανείς, είχαν βγεί σχεδόν στον κεντρικό δρόμο, όταν άκουσαν τις ριπές των πολυβόλων…. Μέσα από στενά και απόμερα δρομάκια κατάφεραν να επιστρέψουν στη γειτονιά τους, σε κάποιο σημείο μάλιστα άλλαξαν και θέσεις, γιατί ο μικρός είχε εξαντληθεί από την προσπάθεια και αδυνατούσε να συνεχίσει με το διπλό φορτίο….Δεν επέστρεψαν στο σπίτι, ο Αντώνης του είπε να τον αφήσει σε κάποιο σημείο , πεζός θα συνέχιζε μέχρι την μάντρα του Α΄Νεκροταφείου και από εκεί θα πήγαινε σε κάποιο κρησφύγετο της Οργάνωσης. 


«Να φύγετε από το σπίτι τον συμβούλεψε, σίγουρα θα έρθουν να με ψάξουν ! Είναι απίστευτο αυτό που συνέβη ! Ιάσονα αδελφάκι μου, μικρέ μου ήρωα έκανες ένα θαύμα !!! « Δεν μπορώ να το πιστέψω ! Τον έσφιξε στην αγκαλιά του και του καταφίλησε το πρόσωπο κλαίγοντας…. «Θα έχετε νέα μου μόλις μπορέσω….να προσέχετε και να φύγετε ! Να κρυφτείτε !!!»
 Εκανε απότομα μεταβολή και χάθηκε από τα μάτια του. Ο Ιάσονας ήτανε τόσο αναστατωμένος που δεν είχε συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε γίνει…..μία τεράστια συγκίνηση τον έπνιγε ….Ο Αντώνης είχε σωθεί, δεν τον σκότωσαν οι Γερμανοί, ξέφυγε από το εκτελεστικό απόσπασμα !!!

Γύρισε στο σπίτι σαν αλλοπαρμένος, τ΄αυτιά του βούϊζαν και τα μάτια του ήτανε θολά από τα δάκρυα. Μπήκε στην μικρή αυλή σχεδόν παραπατώντας και άφησε το κόκκινο ποδήλατο στη συνηθισμένη θέση.

Η μάνα του πετάχτηκε από την πόρτα της κουζίνας έξαλλη ! 
"Που γυρνάς απ΄τα χαράματα βρε παλιόπαιδο ….δεν μας φτάνει η συμφορά που μας έχει βρεί , θέλουμε κι άλλα….δεν καταλαβαίνεις , δεν καταλαβαίνεις πιά…. " έκλαιγε, φώναζε και χτυπούσε με τα χέρια το κεφάλι της….
"Μόνο τα δικά σου μπλεξίματα μας λείπανε τώρα…..Αμάν Παναγία μου , Χριστέ μου κι όλοι οι Αγιοι….." κάθησε στο κατώφλι της πόρτας κι άρχισε να θρηνεί για τον Αντώνη "…πάει το παλληκάρι μου, θα το σκοτώσουνε τα σκυλιά, πάει ο γιόκας μου, το καμάρι μου….γιατί Παναγία μου, γιατί Χριστέ μου…."

Ο Ιάσονας αμίλητος στεκότανε με χαμηλωμένο το κεφάλι χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη…..Ξεπρόβαλλε η θεία και πίσω της η γιαγιά….
"Τι έπαθε το παιδί ;;; Εχουμε κανένα νέο ;;;"

Η Ράνια τον άρπαξε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της, κατάλαβε ότι ήταν σοκαρισμένος, η θεία Ερασμία προσπαθούσε να ηρεμήσει την Εριφύλλη , η γιαγιά σέρνοντας τα πόδια της σωριάστηκε στην πρώτη καρέκλα που βρέθηκε κοντά της….

Που βρήκε την δύναμη να μιλήσει και να εξιστορήσει τα καθέκαστα, ούτε που το κατάλαβε… « Πρέπει να φύγουμε αμέσως !!! Εσωσα τον Αντώνη μας!!! Είναι καλά και κρύβεται !!! Κινδυνεύουμε ! Πρέπει να φύγουμε αμέσως !!!» Ολοι σαν να ξύπνησαν από λήθαργο, δεν τολμούσαν να πιστέψουν το θαύμα που είχε συντελεστεί….Ο Μιλτιάδης ήταν άφαντος….Αρπαξαν βιαστικά μερικά πράγματα κι έφτιαξαν δύο μπόγους, δεν πρόλαβαν να πιούν ούτε το φασκόμηλο που είχε ψήσει η Ερασμία…κλείδωσαν βιαστικά την εξώπορτα και κατηφόρησαν προς το Κουκάκι υποβαστάζοντας τη γιαγιά. Η Ράνια είχε φορτώσει τους μπόγους στο κόκκινο ποδήλατο , εκείνος ακολουθούσε με το πατίνι…

Ο Μιλτιάδης καταρρακωμένος γιατί δεν κατάφερε να εξασφαλίσει χάρη για τον γιο του, όταν επέστρεψε στο έρημο σπίτι του, έσπευσε να αναζητήσει την οικογένειά του στο σπίτι της Ερασμίας…δεν βρήκε κανέναν κι εκεί..Τελικά η Αννα φίλη , συναγωνίστρια και γειτόνισσα τον ενημέρωσε ότι τους φιλοξενεί προσωρινά μέχρι η οργάνωση να τους εξασφαλίσει ασφαλέστερο καταφύγιο.  
Τους συνάντησε όλους εκεί, έμαθε και τα απίστευτα νέα και τον Γενάρη του 1943 έφυγε για την Μέση Ανατολή και έγινε μέλος του Ιερού Λόχου. 
Εκεί πληροφορήθηκε και την σύλληψη και εκτέλεση της Ιουλίας.… 
Η Ιουλία Μπίμπα μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς από την Αθήνα στη Βιέννη και εκτελέστηκε στη γκιλοτίνα του Δικαστηρίου της 8ης Περιφερείας της Βιέννης (Vienna 8, Landesgerichtsstraße 11) στις 26 Φεβρουαρίου 1943.

Ήταν 32 ετών.


Επέστρεψε στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση και αποστρατεύτηκε μετά από μερικά χρόνια με πολλές τιμητικές διακρίσεις.

. Ο Ιερός Λόχος ήταν ελληνική στρατιωτική "μονάδα ειδικών δυνάμεων", που συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το 1942 στη Μέση Ανατολή και αποτελείτο εξ ολοκλήρου από Έλληνες αξιωματικούς και των τριών όπλων, της τότε Βασιλικής Χωροφυλακής και από μαθητές της στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, κάτω από την εντολή του συνταγματάρχη Τσιγάντε.

Ο Αντώνης συνέχισε την δράση του συμμετέχοντας σε πολλά σαμποτάζ. Μετά την απελευθέρωση ολοκλήρωσε τις σπουδές του και πήρε το Πτυχίο του Πολιτικού Μηχανικού. Κατέρρευσε όταν πληροφορήθηκε ότι στις 5 Σεπτεμβρίου 1944 η αγαπημένη του Ηρώ οδηγήθηκε μαζί με άλλους 49 κρατουμένους στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής και εκτελέστηκε με 17 σφαίρες - όσα τα χρόνια της - για «παραδειγματισμό», όπως είπαν οι χιτλερικοί.
 Η Ηρώ έπεσε για τη λευτεριά τής πατρίδας, 37 μέρες προτού απελευθερωθεί η Ελλάδα.

Η Ερασμία ξαναπαντρεύτηκε στα 34 της έναν ομορφάντρα Θεσσαλό, ανάπηρο Πολέμου, που διατηρούσε περίπτερο στο Κουκάκι. Απέκτησε μία κόρη και έναν γιό και μέχρι την συνταξιοδότησή της συνέχισε να εργάζεται στον Ευαγγελισμό, δεν έπαψε να μαζεύει, φανερά πιά, αποφάγια και αχρησιμοποίητα τρόφιμα για να ταϊζει τα αδέσποτα της γειτονιάς.

Η Εριφύλλη εντάχθηκε στον Ερυθρό Σταυρό , υπηρέτησε σε πολλά μέτωπα και τιμήθηκε για την προσφορά της. Μετά από χρόνια πληροφορήθηκε ότι ο καθηγητής της Χειρουργικής Κλινικής είχε εξασφαλίσει χάρη για τον γιό της και ίσως γι΄αυτό δεν τους αναζήτησε ποτέ κανείς ούτε καταδιώχθηκαν από κανέναν.

Η Ράνια σπούδασε Μαιευτική και εντάχθηκε επίσης στον Ερυθρό Σταυρό. Παντρεύτηκε έναν γιατρό και απέκτησε 2 κόρες. Ζει ακόμα στο ΜΕΤΣ σε μία όμορφη  πολυκατοικία που έχτισε ο αδελφός της, στην θέση του πατρικού τους.

Ο Ιάσονας, ο μικρός ήρωας της οικογένειας , έγινε δημοσιογράφος και συγγραφέας με σπουδαίο συγγραφικό έργο. Παντρεύτηκε την Μάρθα, Ποιήτρια, ζωγράφο και ενδυματολόγο. Μια πανέμορφη και ευαίσθητη γυναίκα που του χάρισε 2 γιούς. Το κόκκινο ποδήλατο κάποια στιγμή εξαφανίστηκε από την αυλή του σπιτιού στο ΜΕΤΣ. Ποτέ δεν έμαθαν τι απέγινε....

Ο Τέλης έγινε  αθλητής με πολλές διακρίσεις στην ποδηλασία, παράλληλα ήταν και εισαγωγέας-έμπορος ποδηλάτων. Εμειναν κολλητοί φίλοι με τον Ιάσονα μέχρι τον θάνατό του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα .Παντρεύτηκε την Αλκυόνη αλλά δεν απέκτησαν παιδιά.



Σχετικά με την Ηρωίδα Ηρώ Κωνσταντοπούλου διαβάστε εδώ : https://www.sansimera.gr/biographies/689 Το σπίτι που έζησε σώζεται στην γειτονιά μου, αφημένο στην εγκατάλειψη και την λησμονιά.







Σχετικά με την Ηρωϊδα Ιουλία Μπίμπα διαβάστε  εδώ
  https://www.imerodromos.gr/i-istoria-tis-iroidas-ioylias-mpimpa/΄







Εντελώς συμπτωματικά, όταν πληροφορήθηκα  τα σχετικά με την δράση της Ιουλίας Μπίμπα, ανακάλυψα ότι το σπίτι που διέμενε στην οδό Αγράφων αρ.6 στο Κουκάκι, είχε αγοραστεί το 1959 από τον αδελφό του πατέρα μου !!! Σ΄αυτό το σπίτι έχουμε κατοικήσει με τους γονείς μου για 5 χρόνια, σήμερα καταρρέει έρημο, ο θείος μου και η οικογένειά του μετανάστευσαν στην Ν, Υόρκη το 1965 και ζουν ακόμη εκεί.


Η ιστορία μου είναι προϊόν μυθοπλασίας βασισμένη όμως σε πολλά πραγματικά γεγονότα.

Η ιστορία του μικρού αδελφού, που έσωσε τον μεγαλύτερο από το εκτελεστικό απόσπασμα με το ποδήλατό του, συνέβη στην Γαλλία. Το θέμα αυτό ήταν μέρος μαθήματος σχετικού με την Γαλλική Κατοχή κατά την διάρκεια των Σπουδών μου στην Γαλλική Ακαδημία.

Ο Αξιωματικός Μιλτιάδης, της ιστορίας μου, είναι εμπνευσμένος από τον εκλιπόντα πεθερό μου, Ευθύμιο Ε. Μάμαλη, ήρωα πολέμου, με σημαντική δράση στον Ιερό Λόχο.




 Ας είναι αιωνία τους η μνήμη.....

 

 


Η ιστορία του κόκκινου ποδήλατου Μέρος Α΄

 


Η Συμμετοχή μου στο δρώμενο  Μίνι Σκυτάλη #2 της αγαπημένης φίλης MARYPERTAX https://ghinimatia.blogspot.com/2021/04/2_15.html 

Πάρτε καφέδες, τσάγια, μπισκότα, σοκολατάκια , σάντουϊτς, πίτσες, ξηροκάρπια...γιατί παρά τις καλές μου προθέσεις, πάλι σεντόνι EXTRA LARGE μου βγήκε η ιστορία....Συμπαθάτε με, αλλά είμαι αδιόρθωτη και πολύ μεγάλη γιά να προσπαθήσω να αλλάξω....

Η ιστορία του Κόκκινου Ποδήλατου

Μέρος Α


Δεν υπήρχε κανείς στη μικρή πόλη που να μη γνώριζε την Έλλη και το ποδήλατο της.

Η λεπτή φιγούρα της με τα καστανοκόκκινα μαλλιά δεμένα αλογοουρά και το κόκκινο ποδήλατο με το ευρύχωρο καλάθι μπροστά στο τιμόνι ήτανε σε όλους τόσο οικεία και αγαπητή που όποιον και να ρωτούσε κανείς για εκείνη, θα έπαιρνε αμέσως την απάντηση: είναι η ΄Ελλη με το ποδήλατό της!!!

Η Έλλη καθημερινά μετά το σχολείο, τριγυρνούσε στη μικρή πόλη κάνοντας παραδόσεις κατ΄ οίκον των αγορών που έκαναν οι πελάτισσες της μητέρας της.

Η μητέρα της διατηρούσε το μοναδικό κατάστημα ψιλικών, ειδών ραπτικής και αξεσουάρ μόδας  στη μικρή πόλη, το ίδιο αυτό κατάστημα που είχε ανοίξει η δική της μητέρα, η γιαγιά της ΄Ελλης, η πασίγνωστη κυρία Ροζαλία!!!

Η κυρία Ροζαλία ήτανε η πρώτη γυναίκα που άνοιξε κατάστημα στη μικρή πόλη, μόλις χήρεψε σε ηλικία 26 ετών και η πρώτη γυναίκα που κυκλοφορούσε με ποδήλατο !

Τώρα σε προχωρημένη ηλικία, τυλιγμένη με το σάλι της εξακολουθούσε τις περισσότερες ημέρες να κάθεται πίσω από το ταμείο του καταστήματος που είχε περάσει πιά στα χέρια της κόρης της, αλλά η ίδια δεν είχε πάψει ούτε στιγμή να έχει ενεργό ρόλο στις νέες παραγγελίες, στην υποδοχή και εξυπηρέτηση των παλαιών πελατισσών και κυρίως στις ημερήσιες εισπράξεις…!

Τα χρόνια είχαν αφήσει τα σημάδια τους στο στρογγυλό πρόσωπό της, στα σγουρά μαλλιά της που τώρα πιά ήταν κατάλευκα χωρίς να έχει κάμψει διόλου τον δυναμικό χαρακτήρα της, το σπινθηροβόλο βλέμμα της , το έξυπνο χιούμορ και το ατίθασο πνεύμα της!!!

Το ποδήλατο της γιαγιάς Ροζαλίας ,ήταν για χρόνια, το τρίτο αξιοθέατο της πόλης τους, μετά τη βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης του 11ου αιώνα που βρισκόταν στην κεντρική πλατεία και το τριώροφο αρχοντικό των Καραπιπέριδων με τους μαρμάρινους κίονες στην είσοδο, τα μπαλκόνια με τα μαρμάρινα φουρούσια και τις σιδεριές με τους έρωτες.




Το είχε φέρει ο παππούς Θεόκλητος,  δώρο μοναδικό και σπάνιο,  από το Παρίσι όπου είχε επισκεφθεί μία διεθνή έκθεση και είχε φροντίσει ο ίδιος να μάθει η σύζυγός του να το οδηγεί και να κάνει καθημερινά βόλτες  στις κοντινές εξοχές με  τις αγροικίες και τα πλούσια εξοχικά με τους μεγάλους περιποιημένους κήπους.

Αυτό το ποδήλατο και ποιος δεν το είχε θαυμάσει και ποιος δεν το είχε ζηλέψει!!!

Τις Κυριακές, μετά το μεσημεριανό φαγητό, συνήθιζαν να κάνουν έναν μεγάλο περίπατο μέχρι την ακροποταμιά στο σημείο που σχηματιζόταν ένα ευρύχωρο πλάτωμα με μεγάλα δένδρα ολόγυρα, εκεί όπου  πολλοί ερχόντουσαν οικογενειακώς για βαρκάδα ή για πικ-νικ.



Ο παππούς ανέβαζε  την μικρή Πολύμνια στο ποδήλατο  και ακολουθούσε  τη γιαγιά Ροζαλία  που οδηγούσε με επιδεξιότητα το ποδήλατό της φορώντας απαραιτήτως  το ψάθινο καπελίνο της .

Ωσπου μια μέρα, μια σειρά τραγικών γεγονότων  άλλαξε τη ζωή της γιαγιάς Ροζαλίας και της μικρής Πολύμνιας.

Μια πυρκαγιά που εκδηλώθηκε με τρομακτική καταστροφική δύναμη στο εμπορικό που διατηρούσαν στον κεντρικότερο δρόμο της  πόλης ο παππούς και τα αδέλφια του, δεν αφάνισε μόνο την περιουσία τους αλλά ήταν η αιτία να χάσει την ζωή του ο παππούς,  στην ανεπιτυχή προσπάθειά του να σώσει το μεγάλο του αδελφό , τον Αγαμέμνονα,  ο οποίος είχε πρώτος  ριχτεί   στις φλόγες, με αυτοθυσία και ηρωισμό προκειμένου να σώσει την επιχείρησή τους.

Μετά την απόγνωση και το βαρύ πένθος, η γιαγιά Ροζαλία συγκέντρωσε τις δυνάμεις της και πήρε την απόφαση να ανοίξει το κατάστημα «Μόδες ΡΟΖΑΛΙΑ» στην μικρή πόλη. "Εχω παιδί να μεγαλώσω» είπε, κι έσφιξε τις γροθιές της,  μάζεψε τα κουράγια της καταχωνιάζοντας την αφόρητη λύπη και τον καημό της."

Εν τω μεταξύ είχε αποβιώσει από στενοχώρια και παθολογικά αίτια και ο τρίτος κατά σειρά αδελφός του παππού , ο Τρύφωνας και ο μικρότερος ο Ιορδάνης, αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια συγκεκριμένα, όπου η οικογένεια της γυναίκας του διατηρούσε επιχείρηση εμπορίας καπνών.  Ετσι παραχώρησε στη γιαγιά Ροζαλία τα λιγοστά εμπορεύματα που διασώθηκαν από την φωτιά, κάμποσα μέτρα γαλλικές δαντέλες, κορδέλες, και υφάσματα καθώς και καμιά εκατοστή κουτιά με κουμπιά όλων των μεγεθών και χρωμάτων.

Τον δυναμισμό της γιαγιάς, την εργατικότητα, την αρχοντιά και την έμφυτη ευγένεια, την κληρονόμησε στο ακέραιο η κόρη της η Πολύμνια, που εξελίχθηκε σε μία πανέμορφη κοπέλα με κατάλευκο δέρμα, καστανοκόκκινα μαλλιά και πράσινα μάτια  κληρονομιά από τον πατέρα της τον Θεόκλητο .

Η γιαγιά Ροζαλία απέρριψε κάθε πρόταση γάμου που κατά καιρούς της έγινε και δεν ήτανε λίγες , πολλοί και αξιόλογοι βρεθήκαν να  επιθυμούν να κάνουν συμβία τους, αυτή τη δυναμική και αξιοπρεπέστατη κυρία, όμως εκείνη ούτε που το σκέφτηκε : «παντρεύτηκα μία φορά και ήταν για πάντα» έλεγε ,  τώρα είμαι δεσμευμένη με τη δουλειά μου.

Μόνη της διεκπεραίωνε τις υποθέσεις του νοικοκυριού και του καταστήματός της και μερίμνησε η θυγατέρα της να μορφωθεί στο Παρθεναγωγείον, όπου και η ίδια είχε φοιτήσει, ενώ πάντα, από μικρό κοριτσάκι ήτανε  δίπλα της στο κατάστημα, στις παραγγελίες, στην εξυπηρέτηση των πελατισσών, στα λογιστικά, στα πάντα.

Η γιαγιά Ροζαλία Τρίτη και Παρασκευή 4-6 έκανε με το ποδήλατό της τις παραδόσεις των παραγγελιών κατ΄οίκον.

 Αυτή τη δουλειά την ανέλαβε η νεαρή Πολύμνια ένα χρόνο αφ΄ότου ξεκίνησε η «επίσημη» επαγγελματική της ενασχόληση στο κατάστημα της μητέρας της.

Τρίτη και Παρασκευή 4-6 όλων τα μάτια ήτανε στραμμένα στο κατάστημα της κυρίας Ροζαλίας απ΄ όπου η Πολύμνια θα τοποθετούσε προσεκτικά στο καλάθι του παλιού πιά, αλλά καλοσυντηρημένου ποδήλατου τα δέματα με τις παραγγελίες και θα ξεκινούσε τις διαδρομές για την παράδοσή τους.

Ντυμένη πάντοτε απλά και φορώντας ένα ψάθινο καπελίνο με πράσινη κορδέλα τραβούσε σαν μαγνήτης τα βλέμματα θαυμασμού χωρίς να έχει την παραμικρή συναίσθηση της ταραχής που προκαλούσε στον ανδρικό πληθυσμό και της ζήλιας που ξεσήκωνε σε ένα μεγάλο μέρος του γυναικείου….

Τα προξενιά  άρχισαν να έρχονται  το ένα μετά το άλλο και τότε η γιαγιά Ροζαλία είπε:

«Κόρη μου,  κάνε  μόνη σου την επιλογή σου, με την ευχή μου!!»

Η πανέμορφη Πολύμνια με τα πράσινα μάτια , τα καστανοκόκκινα μαλλιά το λαμπερό χαμόγελο και τους ευγενικούς τρόπους είχε προ πολλού κινήσει το ενδιαφέρον των νέων και των λιγότερο νέων και δεν είχε μείνει αδιάφορη στις φλογερές ματιές και τα ραβασάκια που της έστελνε με την ξαδέλφη του ο γιός του Ειρηνοδίκη  ο Λέανδρος…!

Ετσι, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του Ειρηνοδίκη και της κυρίας του, που έκαναν τη σχετική  κριτική για την κόρη της εμπόρισσας, την ποδηλάτισσα, την  άπροικη, την ορφανή, στην οποία όμως δεν είχαν να προσάψουν το παραμικρό, όσον αφορά τη συμπεριφορά, το ήθος, την εκτίμηση και το σεβασμό που απολάμβανε τόσο η ίδια όσο και η μητέρα της, από όλους ανεξαιρέτως, ενώ η οφθαλοφανής εκθαμβωτική ομορφιά της δεν άφηνε περιθώρια για περισσότερες συζητήσεις…

Ο γάμος έγινε σε στενό κύκλο λόγω πένθους στην οικογένεια του γαμπρού, με μόνη απαίτηση από πλευράς της νύφης, να συνεχίσει να εργάζεται δίπλα στη μητέρα της στο κατάστημα «Μόδες ΡΟΖΑΛΙΑ» ενώ στο θέμα του ποδηλάτου και των κατ οίκον παραδόσεων υπήρξε μια μικρή υποχώρηση και αποφασίστηκε να γίνεται στο εξής από έναν νεαρό βοηθό που θα προσλάμβαναν γι αυτό το σκοπό.

Οι νεόνυμφοι εγκαταστάθηκαν  σε ένα μικρό σπιτάκι με κήπο στην άκρη της μικρής πόλης και πολύ σύντομα η οικογένεια απέκτησε ένα ακόμη μέλος, την μικρή Έλλη, ένα ροδαλό μωρό,  με  καστανοκόκκινα μαλλιά και μελιά μάτια, ίδια ακριβώς με του πατέρα της του Λέανδρου.

Αυτή η ευτυχία δεν ήτανε τυχερό να κρατήσει για πολύ. Η μοίρα άλλα είχε αποφασίσει για το νεαρό ζευγάρι και το κοριτσάκι τους…..

Ο Λέανδρος αρρώστησε βαριά και για έξι μήνες πάλευε να κρατηθεί στη ζωή. Φέρανε τους καλλίτερους γιατρούς, παραγγείλανε φάρμακα από το εξωτερικό….αλλά μάταια. Εσβησε ένα δειλινό  αφήνοντας μόνη την αγαπημένη του σύζυγο και ορφανή την κορούλα του που τότε ήταν μόλις 6 ετών…

Τα πεθερικά της Πολύμνιας έσπευσαν να προτείνουν επίμονα να πάνε να ζήσουν μαζί τους, κυρίως λόγω της λατρείας που είχαν στηn μικρή Ελλη, το μοναδικό εγγόνι τους, αλλά εκείνη αποφάσισε και το δήλωσε κατηγορηματικά ότι θα επέστρεφε στο σπίτι της μητέρας της πάνω από το κατάστημα της.

Ετσι έγινε, το παλιό παιδικό δωμάτιο της Πολύμνιας βάφτηκε και επιπλώθηκε με κάποια από τα έπιπλα του μικρού της σπιτιού, η φωτογραφία του Λέανδρου σε ασημένια κορνίζα τοποθετήθηκε στο μπουφέ της τραπεζαρίας δίπλα στην κορνίζα με τη φωτογραφία του παππού Θεόκλητου και το μικρό πατάρι  πάνω από τη σκάλα, διαμορφώθηκε με γούστο και περισσή φροντίδα σε δωμάτιο της Ελλης….

Σ΄αυτό το δωματιάκι με το θολωτό παράθυρο, η γιαγιά Ροζαλία και η Πολύμνια  μεγαλούργησαν! Το έντυσαν με μια χαρούμενη ταπετσαρία, έβαλαν δαντελένιες κουρτίνες στο παράθυρο, έφτιαξαν οι δυό τους μετά από ατέλειωτες ώρες δουλειάς, ένα υπέροχο κεντημένο πάπλωμα για το κρεβάτι της μικρής, ενώ η άλλη γιαγιά, η κυρία Ειρηνοδίκη, όπως την αποκαλούσε η γιαγιά Ροζαλία, έφερε ένα χαλί σε τσαγαλί χρώμα σπαρμένο με κάθε λογής λουλούδια, μία επιτραπέζια  μπρούτζινη λάμπα με γυαλί από ροζ οπαλίνα και μία μικρή  γαλλική πολυθρόνα…ντυμένη με  βαθυπράσινο βελούδο ενώ δεν παρέλειψε να κάνει και την πικρόχολη παρατήρησή της «Δεν μπορώ να καταλάβω την επιμονή σου να στριμωχτείτε εδώ μέσα, σ΄αυτό το σπιρτόκουτο,  ενώ μπορείτε να έχετε άφθονο χώρο …..άσε τις άλλες ευκολίες….»

Αφού ολοκληρώθηκε η εγκατάσταση της Πολύμνιας και της μικρής Έλλης στο σπίτι, η γιαγιά Ροζαλία ανακοίνωσε:  « Σήμερα θα έρθει το καινούργιο ποδήλατο!! Βοηθείστε να ανεβάσουμε το παλιό εδώ , θα το κρεμάσω στον τοίχο πάνω από το πλατύσκαλο γιατί θέλω να το βλέπω όταν μπαίνω κι όταν βγαίνω από την κάμαρά μου…»

Η επιθυμία της πραγματοποιήθηκε άμεσα, είχε φροντίσει άλλωστε η ίδια να τοποθετηθούν από μέρες τα κατάλληλα στηρίγματα στον τοίχο και μόλις το παλιό ποδήλατο, παρά τις φθορές του χρόνου, καθαρισμένο  και γυαλισμένο πήρε τη θέση του, δεν μπόρεσε να κρύψει ένα δάκρυ που κύλισε από τα βουρκωμένα μάτια της.

Αλλά και η Πολύμνια στάθηκε με συγκίνηση στο κάτω μέρος της σκάλας και ακουμπώντας στη χοντρή ξύλινη κουπαστή κατακλύστηκε από τις εικόνες που είχαν σημαδέψει τόσο την παιδική της ηλικία όσο και τα νεανικά της χρόνια….

Ενιωσε το τράνταγμα των ώμων του πατέρα της όταν την κουβαλούσε στους ώμους του στους περιπάτους τους στην ακροποταμιά, την μυρωδιά της κολώνιας του και την ζεστασιά του στήθους και των χεριών  του όταν την αγκάλιαζε και ξεχώρισε τη γνώριμη φιγούρα της μητέρας της με το καπελίνο που προπορευόταν συνήθως ποδηλατώντας… αισθάνθηκε τη θέρμη της αγκαλιάς της μητέρας της όταν την κρατούσε μπροστά της φυλακισμένη  από τα μπράτσα της επάνω στο ποδήλατο πηγαίνοντας για ψώνια ή για τις παραδόσεις ..ένοιωσε τα βλέμματα να καρφώνονται στην πλάτη της όταν κοπελίτσα, μοίραζε η ίδια με το ποδήλατο τις παραγγελίες…..άκουσε σαν μακρινό μουρμουρητό και τα σχόλια που γίνονταν….. η ορφανή…σαν τα κρύα τα νερά…. τέτοια ομορφιά η κόρη της εμπόρισσας, ίδια η μάνα της….. δεν έχει ακουστεί πάντως… έχουνε να το λένε όλοι….κι η μάνα της αρχοντογυναίκα, κυρία……χήρεψε νέα και δεν έβαλε άλλο στεφάνι, μόνο το παιδί της και το μαγαζί της… άξια γυναίκα και σοβαρή…..έχει να το λέει όλος ο κόσμος….




Από τη συγκίνηση της στιγμής και τις ονειροπολήσεις τις έβγαλε το χτύπημα στην πόρτα…..

Η Πολύμνια φώναξε: « έρχομαι….» και προχώρησε να ανοίξει  ενώ ταυτόχρονα απευθυνόμενη στη μητέρα της είπε: « Μη βιαστείς μητέρα, θα ανοίξω εγώ…!»

Μόλις άνοιξε η πόρτα εμφανίστηκε ο  Φανούρης , καλοκάγαθος γίγαντας γνώριμος από παλιά. Χαιρέτησε και με τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή του είπε: « να το φέρω μέσα ή θα το πάω στο μαγαζί;»

Η Πολύμνια στράφηκε στη μητέρα της και περίμενε την απάντησή της. Η Ροζαλία πλησίασε και είπε ανυπόμονα: «στο μαγαζί βέβαια, κατεβαίνουμε-κατεβαίνουμε….»

Από εκείνη την ημέρα οι παραδόσεις γίνονταν με το καινούργιο ποδήλατο…. Ο σκελετός του ήτανε βαμμένος σε ένα μπλέ  υπέροχο χρώμα, τα καινούργια του λάστιχα κυλούσαν αθόρυβα, το καλάθι του, ειδική παραγγελία, στόλιζε το μπροστινό μέρος, το κουδούνι του είχε έναν μοναδικό ήχο και η Ροζαλία, παρά τις αντιρρήσεις της κόρης της, ανέβηκε στα κλεφτά να το δοκιμάσει κάνοντας ένα μικρό γύρο, αξημέρωτα σχεδόν, μιά συννεφιασμένη Κυριακή,  πριν πάει στην εκκλησία…..

Η Ελλη απέκτησε το πρώτο της ποδήλατο στα οκτώ της χρόνια, δώρο του παππού και της γιαγιάς, της κυρίας Ειρηνοδίκη, χειρονομία που δε συγχώρησε ποτέ η γιαγιά Ροζαλία στην κόρη της, γιατί ήθελε εκείνη να αγοράσει το πρώτο ποδήλατο της μικρής και συμφιλιώθηκε με την ιδέα,  μόνο όταν η Πολύμνια τη διαβεβαίωσε ότι εκείνη θα αγόραζε σίγουρα το πρώτο «αληθινό» ποδήλατο της εγγονής της…

Η ΄Ελλη έγινε αμέσως δεινή ποδηλάτισσα και δεν αποχωριζότανε στιγμή το ρόζ ποδηλατάκι της, μαζί της το ανέβαζε κάθε βράδυ στην καμαρούλα της και το κατέβαζε πάλι κάθε πρωί στο κατάστημα όπου την περίμενε μέχρι την επιστροφή από το σχολείο για σουλατσάρισμα μέσα και έξω από το μαγαζί κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της μητέρας και της γιαγιάς της.

Στα δεκατέσσερα η ΄Ελλη  απέκτησε το δεύτερο ποδήλατό της,  από τύχη!

Ο κ. Ευλάμπιος ο δάσκαλος, αγόρασε ποδήλατο για τη μοναχοθυγατέρα του την 15χρονη Ευρυδίκη, αγνοώντας τις έντονες αντιρρήσεις της συμβίας του και δυστυχώς παρά τις καλές προθέσεις του, η Ευρυδίκη όχι μόνο δεν κατάφερε να ισορροπήσει στο εντυπωσιακό της ποδήλατο, αλλά γκρεμοτσακίστηκε τόσες φορές που στο τέλος αποφάσισε να παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια ενστερνιζόμενη την άποψη της μητέρας της ότι «μ΄αυτό το πράγμα αν δε σπάσεις το  κεφάλι σου ή τα κόκκαλά σου, θα σημαδευτείς κι άντε μετά να παντρευτείς….»

Ετσι προς μεγάλη ανακούφιση της συζύγου του , ο κύριος Ευλάμπιος εμφανίστηκε αργά ένα συννεφιασμένο απόγευμα στο κατάστημα «Μόδες ΡΟΖΑΛΙΑ» και αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν ο μοναδικός πελάτης, εξιστόρησε βιαστικά και με στενοχώρια στην Ροζαλία και την Πολύμνια τα παθήματα της Ευρυδίκης  και πρότεινε να τους δώσει το ποδήλατο γιατί του ήταν παντελώς άχρηστο….

Η πρόταση έγινε αποδεκτή, αφού βέβαια προηγουμένως η Πολύμνια έκανε μία προσπάθεια διαφορετικής προσέγγισης μήπως και άλλαζαν τα πράγματα αν επιχειρούσε η ίδια να εκπαιδεύσει την Ευρυδίκη, αλλά ο κ. Ευλάμπιος δήλωσε ότι η απόφασή τους ήτανε οριστική και αμετάκλητη…

Το άλλο πρωινό λοιπόν ξημέρωσε μια λαμπερή ηλιόλουστη ημέρα και  το πορτοκαλί ποδήλατο με τις γρατζουνιές του και τα  μικροβαθουλώματα του,  βρισκόταν ακουμπισμένο δίπλα στην πόρτα του μαγαζιού και περίμενε την καινούργια ιδιοκτήτριά του!

Τα μελένια ματάκια της Ελλης έγιναν ολοστρόγγυλα από την έκπληξη ενώ η Πολύμνια και η γιαγιά Ροζαλία, αντάλλασσαν συνωμοτικά βλέμματα παρακολουθώντας τα χοροπηδήματα της και τα επιφωνήματα της ασυγκράτητης χαράς της « Αλήθεια; μου το χάρισαν; Είναι δικό μου;» «Δεν το πιστεύω, δεν το πιστεύω…»

Απρόθυμα και γεμάτη έξαψη έφυγε για το σχολείο ενώ οι ώρες για την επιστροφή  έμοιαζαν ατέλειωτες εκείνη την ημέρα…. δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στο μάθημα, ήταν αδύνατον να σκεφθεί οτιδήποτε άλλο , εκτός από το πορτοκαλί ποδήλατο !

Γύρισε στο σπίτι πετώντας σχεδόν, γεμάτη ενθουσιασμό και προσμονή , ανέβηκε  δύο-δύο τα σκαλιά και όρμησε στην τραπεζαρία φωνάζοντας: «ήρθα! Πού είναι; Που το βάλατε;»

Η Ροζαλία με δυσκολία κρατούσε την ψυχραιμία της, βίωνε και η ίδια σε επανάληψη τα συναισθήματα που είχε νοιώσει όταν ο Θεόκλητος της έλυσε το μεταξωτό μαντήλι από τα μάτια και της αποκάλυψε το θαυμάσιο , το μοναδικό, το μυστηριώδες δώρο που της έφερε από το Παρίσι….. εκτός από τις κολώνιες, τα μαντήλια, τις εσάρπες, τα καπέλα…

Εννιωθε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά και έσπευσε να δώσει τέλος στην αγωνία της μικρής λέγοντας: «Θα το πάρουμε το απόγευμα, η μητέρα σου το πήγε στον  Φανούρη να κάνει τις απαραίτητες μικροεπισκευές, διάλεξε και ένα ωραίο καλάθι… έλα πλύνε τα χέρια σου και κάθησε να φάμε τώρα».

Ολη την ώρα του φαγητού η συζήτηση είχε ένα και μοναδικό θέμα : το θαυμάσιο , το αναπάντεχο, το εκπληκτικό γεγονός ,την εύνοια της τύχης που εκδηλώθηκε τόσο μοναδικά και τόσο γενναιόδωρα…

Η γιαγιά Ροζαλία και η Πολύμνια εξιστόρησαν για πολλοστή φορά και με κάθε λεπτομέρεια την επίσκεψη του κυρίου Ευλάμπιου, την πρότασή του, κάθε λέξη, περιέγραψαν κάθε κίνηση…. ώσπου ήρθε η ώρα να κατέβουν στο μαγαζί.

Η ώρα εξακολουθούσε να περνάει βασανιστικά αργά για την Ελλη που αδημονούσε να δεί τη μητέρα της να απομακρύνεται από το πίσω μέρος του πάγκου και να φοράει το ψάθινο καπελίνο της, ενώ κάθε τόσο έριχνε κλεφτές ματιές στη γιαγιά της που κουβέντιαζε με τις πελάτισσες και τους αράδιαζε υπομονετικά κουτιά με κουμπιά και μπομπίνες με κορδέλες….

Επιτέλους ήρθε η στιγμή που η Πολύμνια της είπε: «Είσαι έτοιμη; σε δέκα λεπτά ξεκινάμε» Τινάχτηκε μονομιάς και προχώρησε στο πίσω μέρος του μαγαζιού, ξαναέπλυνε τα χέρια της ,έσφιξε την αλογοουρά της και βγήκε από τη πίσω πόρτα στη μικρή αυλή περιμένοντας τη μητέρα της δίπλα στο μπλέ ποδήλατο.

Σε λίγα μόλις λεπτά, που της φανήκανε αιώνες, εμφανίστηκε η Πολύμνια με το ψάθινο καπελίνο της και δυό μικρά πακέτα που τα τοποθέτησε προσεκτικά στο καλάθι.

Κάθισε με άνεση στη σέλλα , έπιασε το τιμόνι και στη συνέχεια έκανε το γνωστό νεύμα για να ανέβει πίσω  της και η Ελλη. Όταν ήταν μικρούλα τη κρατούσε καθισμένη μπροστά της ασφαλισμένη με τα μπράτσα της, όπως έκανε και η δική της μητέρα, τώρα όμως που είχε μεγαλώσει είχαν προσθέσει μια ειδική σχάρα στο πίσω μέρος  ώστε να μπορεί να κάθεται με σχετική άνεση και ασφάλεια εκεί. Η γιαγιά Ροζαλία είχε επιμείνει σ΄αυτό και είχε φροντίσει και η ίδια να κάνει κάτι ανάλογο και στο δικό της ποδήλατο πριν από χρόνια έτσι ώστε να μετακινούνται και οι δύο, με τον καλλίτερο και ασφαλέστερο τρόπο.

Ξεκίνησαν επιτέλους και αφού έκαναν μια ολιγόλεπτη στάση στο σπίτι των δίδυμων πελατισσών τους της δεσποινίδας Αρετής και της Δεσποινίδας Αύρας όπου παρέδωσαν τα πακέτα με τις παραγγελίες τους, έφθασαν στο κατάστημα-εργαστήριο του  Φανούρη όπου τους περίμενε το πρώην πορτοκαλί ταλαιπωρημένο ποδήλατο, μεταμορφωμένο εντελώς, γυαλισμένο, ξετσαλακωμένο, φρεσκοβαμμένο με ένα  λαμπερό κόκκινο χρώμα και με ένα θαυμάσιο καλάθι στερεωμένο μπροστά από το τιμόνι.

Ο  Φανούρης τις υποδέχτηκε θερμά και με τη βραχνή ,τραγουδιστή φωνή του  ανήγγειλε : "Ετοιμο!!! Έγινε κουκλί!! ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ σας λέω ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ!!! και επειδή δεν βρήκα πορτοκαλί μπογιά,  το έβαψα κόκκινο, ελπίζω να μην έχετε αντίρρηση !!! Ελάτε κυρία Πολύμνια να το δοκιμάσετε μετά θα βάλουμε και τη μικρή !!! "

Ο  Φανούρης και η Πολύμνια ήτανε παλιοί γνώριμοι και υπήρχε μεταξύ τους μία ιδιαίτερη σχέση οικειότητας, εκτίμησης και εμπιστοσύνης, όχι μόνον γιατί γνωρίζονταν από παιδιά  αλλά γιατί ο πατέρας του  Φανούρη με τους αδελφούς του, είχανε το μοναδικό κατάστημα σε όλη την περιοχή που εμπορευότανε ποδήλατα και διέθετε και εργαστήριο επισκευών, ανταλλακτικών κλπ. έτσι αναπόφευκτα η πρώτη και μοναδική γυναίκα πελάτισσά τους, για πολλά χρόνια, δεν ήτανε άλλη από την κυρία Ροζαλία…

Από τη άλλη πλευρά, όταν άνοιξε η γιαγιά Ροζαλία το κατάστημά της, οι πρώτες πιστές της πελάτισσες ,ήταν η μητέρα του  Φανούρη, η κυρία Αγγελική, οι αδελφές της, Αντιγόνη και Ερμιόνη , οι εξαδέλφες της, η Φανή, η Κατίνα , η Μαριγώ , η Ευτυχία  , η κουμπάρα της η Ελπίδα και οι κουνιάδες της, η Αγλαία,  η Ελένη ,  η Ιφιγένεια……την είχανε στηρίξει , ήταν ευγνώμων  και ποτέ δεν ξέχασε την συμπαράστασή τους σε καιρούς δύσκολους ….

Η Πολύμνια κοίταξε με φανερή ικανοποίηση το ποδήλατο και είπε : «Μπράβο  Φανούρη, το έκανες πάλι το θαύμα σου, έβαλες όλη την τέχνη σου, καινούργιο το έκανες πράγματι και το χρώμα εξαιρετικό !!!» έπειτα φώναξε την ΄Ελλη, που δε χόρταινε να κοιτάζει το  αστραφτερό ποδήλατο με μάτια που γυάλιζαν από έξαψη και προσμονή. « Ελα!» της είπε: «Εσύ θα το δοκιμάσεις!»

Χωρίς δεύτερη κουβέντα, η Ελλη βρέθηκε στη σέλλα του ποδηλάτου και κρατώντας σταθερά το τιμόνι έκανε δυό γύρους στο απλόχωρο εργαστήριο κάτω από το εξεταστικό βλέμμα του κυρ Φανούρη και της μητέρας της.

«Θέλει λίγο χαμήλωμα η σέλλα και προσαρμογή τα πετάλια» είπε ο  Φανούρης και η Πολύμνια πρόσθεσε «Να της δείξεις λίγο και τα φρένα»

Αφού έγιναν οι απαραίτητες διορθώσεις η Ελλη έκανε μερικούς δοκιμαστικούς γύρους στο εργαστήριο και ρώτησε με ανυπομονησία:  «Μπορούμε να το πάρουμε τώρα;» Η Πολύμνια κοίταξε ερωτηματικά το Φανούρη κι εκείνος απάντησε «Όλα είναι εν τάξει και είναι πολύ καλό ποδήλατο… Γερμανικό… είσαι έτοιμη για απολαυστικές ποδηλατάδες δεσποινίς μου…»

«Μια στιγμή… έχουμε να τακτοποιήσουμε το λογαριασμό πρώτα» είπε η Πολύμνια και ο  Φανούρης απάντησε γελώντας «και βέβαια θα τον τακτοποιήσουμε, από βδομάδα που θα έρθει η γυναίκα μου  στο μαγαζί σας να ψωνίσει για την ίδια και για τα κορίτσια , ξέρεις πόσο μεγαλώσανε η Αναστασία και η Μελπομένη…. , δεν προλαβαίνει η ράφτρα να τους  ράβει φουστάνια, λες και τις τραβάμε από τα μαλλιά…. Καλό δρόμο..!!

Η Πολύμνια και η Ελλη ανέβηκαν στα ποδήλατά τους, χαιρέτησαν και ευχαρίστησαν το Φανούρη που τις ξεπροβόδισε μέχρι την άκρη του δρόμου, παρακολουθώντας τες με το βλέμμα να κάνουν πετάλι,  η μία πίσω από την άλλη, με τις πράσινες κορδέλες από το καπελίνο της Πολύμνιας ν΄ανεμίζουν προς τα πίσω ,ενώ η καστανοκόκκινη αλογοουρά της Ελλης πηγαινοερχότανε δεξιά-αριστερά, μέχρι που  οι σιλουέτες τους  χάθηκαν στη στροφή …..

Όταν έφθασαν στο μαγαζί, ευτυχώς δε υπήρχε κανένας πελάτης πιά και βιαστήκανε να κλείσουν ώστε να έχουν λίγο χρόνο πριν σκοτεινιάσει, να περιεργαστούν με την ησυχία τους το νέο απόκτημά τους στην πίσω αυλή.

Η Πολύμνια ακούμπησε το ποδηλατό της στη συνηθισμένη πλευρά του τοίχου και άρχισε να περιεργάζεται με προσοχή το πιθανό καταλληλότερο σημείο για το δεύτερο ποδήλατο.

Η Ελλη κρατώντας πάντα το κόκκινο ποδήλατο δίπλα της, φώναξε «Γιαγιά, έλα να δείς! Μη χασομεράς, έλα!!!»

Η Ροζαλία βγήκε στην αυλή και πλησίασε την εγγονή της , την αγκάλιασε από του ώμους κι απόθεσε ένα φιλί στη κορυφή του κεφαλιού της «Είναι πραγματικά θαυμάσιο! Εξαιρετικό! Εδώ θα το βάζεις» είπε και υπέδειξε με το χέρι ένα σημείο στην αριστερή πλευρά της αυλής. «Θα μετακινήσουμε αυτές τις γλάστρες, κι εκεί σ΄αυτή τη στεγασμένη εσοχή θα είναι ότι πρέπει» η Πολύμνια συγκατένευσε και έσπευσε να μετακινήσει τις τρείς γλάστρες για να ελευθερωθεί το σημείο που επέλεξε η μάνα της και μόλις έγινε αυτό, η Ελλη ακούμπησε προσεκτικά το κόκκινο ποδήλατο στον τοίχο.

Στάθηκαν και οι τρείς και το παρατηρούσαν, δεν χόρταιναν να το καμαρώνουν…. Η Πολύμνια έσπασε τη σιωπή «Τέτοια τύχη…ποιός να το έλεγε… ο Φανούρης είπε ότι είναι πολύ καλό.. Γερμανικό..»η Ελλη, συμπλήρωσε: «μου αρέσει τόσο πολύ, το χρώμα του, το κουδούνι του, το καλάθι του, και τι σύμπτωση , είναι ακριβώς στο μέγεθος που μου ταιριάζει…είναι…τέλειο!!!» Τέλος η Ροζαλία αγκαλιάζοντας την κόρη και την εγγονή της είπε: «Η μοίρα των γυναικών της οικογένειάς  μας  είναι κατά περίεργο τρόπο συνδεδεμένη με τα ποδήλατα!!! Δεν πάμε να τα βρούμε εμείς, έρχονται και μας βρίσκουν αυτά!! Αισθάνομαι πως ετούτο θα είναι το πιο καλότυχο από όλα τα προηγούμενα και θα χαρίσει στην Ελλη μοναδικές εμπειρίες!!! Πάμε στο σπίτι τώρα, πείνασα κι άρχισα να κρυώνω!»




Ανεβαίνοντας και οι τρείς τη σκάλα του σπιτιού το βλέμμα τους έπεσε αναπόφευκτα στο παλιό ποδήλατο που ήτανε στερεωμένο στον τοίχο πάνω από το πλατύσκαλο και η κάθε μία έκανε τη δική της σκέψη, χωρίς να βγάλει μιλιά..

 

-Η Πολύμνια σκέφτηκε, πόσα χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία φορά που ανέβηκε σ΄αυτό το ποδήλατο….πως την πλησίαζε με προφύλαξη και διακριτικότητα η εξαδέλφη του Λέανδρου και καλύτερη φίλη της, η Χαρούλα,  για να της δώσει τα τρυφερά του ραβασάκια….πόση συγκίνηση και προσμονή αισθανότανε όταν συναντιόντουσαν οι ματιές τους και χασομερούσε κάνοντας πετάλι αργά-αργά για να παρατείνει όσο μπορούσε περισσότερο αυτές τις στιγμές…

 

 

 -Η Ελλη σκέφτηκε πόσο διαφορετικό ήταν το δικό της καινούργιο κόκκινο ποδήλατο από αυτό το παλιομοδίτικο της γιαγιάς….είχε τόσο άβολη σέλλα, το τιμόνι ήτανε σκληρό και άκαμπτο, οι ρόδες λεπτές, το χρώμα σκοτεινό…

 

 -Η Ροζαλία, σκέφτηκε πως μετά την κόρη και την εγγονή της , αυτό το ποδήλατο, ήτανε το πιο αγαπημένο της πράγμα. Το χάιδεψε τρυφερά με το βλέμμα της, όπως έκανε κάθε φορά που το αντίκριζε και ρίγησε ολόκληρη από την ανάμνηση του θερμού  φιλιού που αντάλλαξε με τον Θεόκλητο μόλις της έλυσε τα μάτια και της αποκάλυψε το αινιγματικό δώρο του!...

 


Αρκετά χρόνια αργότερα, το ποδήλατο της γιαγιάς παρέμενε στη θέση του στον τοίχο  πάνω από το κεφαλόσκαλο του παλιού σπιτιού,  το μπλέ ποδήλατο της Πολύμνιας έκανε τώρα διαδρομές με οδηγό τον Αναστάση , εγγονό του Φανούρη που εργαζότανε στο Ταχυδρομείο….το κόκκινο ποδήλατο της ΄Ελλης βρέθηκε στην Αθήνα, εκείνο τον  σκληρό χειμώνα  της Κατοχής του 1941…..

Η ιστορία συνεχίζεται εδώ : 

https://www.blogger.com/blog/post/edit/2165322750865893085/746158573870161597