Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Κάλαντα !!!




Τὰ Κάλαντα εἶναι ἔθιμο ποὺ διατηρεῖται ἀμείωτο ἀκόμα καὶ σήμερα μὲ τὰ παιδιὰ νὰ γυρνοῦν ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι σὲ ζεύγη ἢ καὶ περισσότερα καὶ νὰ τραγουδοῦν τὰ κάλαντα συνοδεύοντας τὸ τραγούδι τους μὲ τὸ τρίγωνο ἢ ἀκόμα καὶ κιθάρες, ἀκορντεόν, λύρες, ἢ φυσαρμόνικες. Τὰ παιδιὰ γυρνοῦν ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, χτυποῦν τὴν πόρτα καὶ ρωτοῦν: «Νὰ τὰ ποῦμε;». Ἂν ἡ ἀπάντηση ἀπὸ τὸν νοικοκύρη ἢ τὴν νοικοκυρὰ εἶναι θετική, τότε τραγουδοῦν τὰ κάλαντα γιὰ μερικὰ λεπτὰ τελειώνοντας μὲ τὴν εὐχὴ «Καὶ τοῦ Χρόνου. Χρόνια Πολλά». Ὁ νοικοκύρης τὰ ἀνταμοίβει μὲ κάποιο χρηματικὸ ποσό, ἐνῶ παλιότερά τους πρόσφερε μελομακάρονα ἢ κουραμπιέδες. Κάλαντα λέγονται τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων, τῆς Πρωτοχρονιᾶς καὶ τῶν Φώτων καὶ εἶναι διαφορετικὰ γιὰ κάθε γιορτή.

Ἡ λέξη κάλαντα προέρχεται ἀπὸ τὴ λατινικὴ «calenda», ποὺ σημαίνει ἀρχὴ τοῦ μήνα. Πιστεύεται ὅτι ἡ ἱστορία τους προχωρεῖ πολὺ βαθιὰ στὸ παρελθὸν καὶ συνδέεται μὲ τὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα. Βρῆκαν, μάλιστα, ἀρχαία γραπτὰ κομμάτια παρόμοια μὲ τὰ σημερινὰ κάλαντα. 
 Η Ειρεσιώνη (από το είρος, έριον= μαλλί προβάτου) λοιπόν, ήταν ένα κλαδί ελιάς  στολισμένο με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο και τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά). Την εβδόμη ημέρα του μηνός Πυανεψιώνος (22 Σεπτεμβρίου – 20 Οκτωβρίου), παιδιά των οποίων και οι δύο γονείς ζούσαν ,περιέφεραν την Ειρεσιώνη στους δρόμους της πόλης των Αθηνών τραγουδώντας από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας το φιλοδώρημά τους από τον νοικοκύρη ή την κυρά και όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε εκεί μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Άλλα παιδιά κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την θύρα του Ιερού του Απόλλωνα.
  Το έθιμο απηχούσε την ευχή των ανθρώπων για την ευφορία της γης, τις ευχαριστίες τους για την καρποφόρα χρονιά που πέρασε και τον εξευμενισμό των θεών για μια ακόμα πιο αποδοτική σε γεννήματα χρονιά, αυτή που ερχόταν. Η γονιμότητα της γης ήταν, αυτονοήτως, πολύ σημαντική για την επιβίωση των πληθυσμών και την ευζωία τους. Το τραγουδάκι που διασώζει ο Πλούταρχος («Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς 22») είναι χαρακτηριστικό:
«Ειρεσιώνη σύκα φέρει και πίονας άρτους
και μέλι εν κοτύλη και έλαιον αναψήσασθαι
και κύλικ’ εύζωρον, ως αν μεθύουσα καθεύδη»
δηλαδή: «Η Ειρεσιώνη σου φέρνει σύκα και αφράτα ψωμιά
και μέλι μέσα στο ποτήρι και λάδι για να ψήσεις
και μπουκάλι γεμάτο για να μεθύσεις και να κοιμηθείς γλυκά»  (απόδοση: Ανδρέα Πουρναρά)
 Ο Όμηρος έψαλλε κάποτε κάλαντα “παραχειμάζων εν Σάμω και προσπορευόμενος προς τας οικίας των επιφανεστάτων”.
Το τραγούδι τῆς Εἰρεσιώνης τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὁμήρου, τὸ ἀπαντᾶμε σήμερα μὲ μικρὲς παραλλαγὲς στὰ κάλαντα τῆς Θράκης:

«Στο σπίτι ἐτοῦτο ποὔρθαμε τοῦ πλουσιονοικοκύρη
ν᾿ ἀνοίξουνε οἱ πόρτες του νὰ μπεῖ ὁ πλοῦτος μέσα
νὰ μπεῖ ὁ πλοῦτος κι ἡ χαρὰ κι ἡ ποθητὴ εἰρήνη
καὶ νὰ γεμίσουν τὰ σταμνιὰ μέλι, κρασὶ καὶ λάδι
κι ἡ σκάφη τοῦ ζυμώματος μὲ φουσκωτὸ ζυμάρι».

Γενικά αγαπώ πολύ τα κάλαντα όμως αυτά που ξεχωρίζω είναι της Κάτω Ιταλίας

Παραδοσιακὰ κάλαντα στὴν ἑλληνόφωνη διάλεκτο τῆς κάτω Ἰταλίας. παραπομπή: www.greciasalentina.org     https://youtu.be/lLgDyXzja9sΑstrina

Arte pu ettasa ettu sti massaria
ivloo tin porta ce to limbitari
ivloo ti mmana c' ola ta pedia
apoi to ciuri pu ene o generali.

Apoi' vo vloo ce to merciali
ti ccazza, ti skutedda, to rotuli
ce tis varti, varti merci na cai
irtame na tis kanome allegria.

Oria pune ta spiddia fabricata
Orrie tes porte mola ta klidia
Ka i patruna pu ne mia fata
Irtame na tis kanome allegria.

Irtame na sas ferme tin astrina
coriliana pu ti mate se tolo
e na mas doki presto ma to prima
irtame na sas ferme tin astrina.

 Ἀστέρι
Μόλις ποὺ φτάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι
εὐλογῶ τὴν πόρτα καὶ τὸ κατώφλι
εὐλογῶ τὴ μάνα καὶ ὅλα τὰ παιδία
καὶ τὸν κύρη ποὺ εἶναι ὁ ἀρχηγός.

Ἀκόμη εὐλογῶ καὶ τὸ τσουκάλι
τὴ χύτρα, τὴν κουτάλα, τὸν τρίφτη,
ποὺ ἐκεῖ γίνεται τὸ τυρί, νά γιατί
ἤρθαμε νὰ σᾶς φέρουμε τὴ χαρά.

Ὡραῖα πού ῾ναι τὰ σπίτια φτιαγμένα
ὡραῖες οἱ πόρτες μ᾿ ὅλα τὰ κλειδία
καὶ ἡ κυρὰ πού ῾ναι μία νεράιδα
ἤρθαμε νὰ τῆς φέρουμε τὴ χαρά.

Ἤρθαμε νὰ σᾶς φέρουμε τὸ ἀστέρι
ἀπὸ τὸ Κοριλιάνο
καὶ νὰ μᾶς δώσετε γρήγορα μπουναμᾶ
Ἤρθαμε νὰ σᾶς φέρουμε τὸ ἀστέρι.


Κάλαντα Πρωτοχρονιᾶς Μακεδονίας
Ἦρθε πάλι νέο ἔτος εἰς τὴν πρώτη του μηνός,
ἦρθα νὰ σᾶς χαιρετήσω, δοῦλος σας ὁ ταπεινός.

Ὁ Βασίλειος ὁ Μέγας, ἱεράρχης θαυμαστός,
εἰς τὴν οἰκογένειά σας νἄναι πάντα βοηθός.

Τὰ παιδιὰ εἰς τὸ σχολεῖο νὰ πηγαίνουνε συχνά,
νὰ μαθαίνουνε τὸ βίο, τῆς πατρίδας τὰ ἱερά.

Καὶ γιὰ τοὺς ξενιτεμένους ἔχω νὰ σᾶς πῶ πολλά,
σᾶς ἀφήνω «καληνύχτα», καὶ τοῦ χρόνου μὲ ὑγειά.

Κάλαντα Πρωτοχρονιᾶς Δυτικῆς Μακεδονίας
Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται, Γενάρης ξημερώνει,
σὰ φέτος καὶ τοῦ χρόνου.

Ἐδῶ σὲ τούτην τὴν αὐλή, στὸ μαρμαροστρωμένο,
ἐδῶ ῾χουν χίλια πρόβατα καὶ δυὸ χιλιάδες γίδια.

Σὰν τὰ μυρμήγκια περπατοῦν, σὰν τὰ μελίσσια πᾶνε,
μὲ τὴ φλογέρα τὰ λαλοῦν, μὲ τ᾿ν ἀντρειὰ τὰ διώχνουν.

Χρόνια πολλά, καλὴ χρονιὰ στὸ σπίτι σας.

Παραδοσιακὰ πρωτοχρονιάτικα παινέματα Χίου

Καλησπερίζω φέρνοντας ἀγέρα μυρωμένο
ἀπ᾿ τ᾿ ἀφρισμένα κύματα χιλιοτραγουδισμένο.

Σ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι πού ῾ρθαμε πέτρα νὰ μὴ ραγίσῃ
κι ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ χρόνια πολλὰ νὰ ζήσῃ.

Ἅγιε μου Βασιλάκη μου καὶ Ἅγιε μου Νικόλα,
προστάτευε τοὺς ναυτικοὺς τὴν ὥρα τοῦ κυκλῶνα.

Χρόνια πολλά, νά ῾στε καλὰ κι ἐσεῖς καὶ οἱ δικοί σας,
νὰ ῾ρθοῦνε τὰ ξενάκια σας κι ὅλοι οἱ ναυτικοί σας.

Σὲ ὅλους σας εὐχόμαστε ἀγάπη, εἰρήνη, ὑγεία,
καλὴ καρδιά, χαμόγελο καὶ Θεία εὐλογία.

Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά, ψιλή μου δεντρολιβανιά,
κι ἀρχὴ κι ἀρχὴ τοῦ Γεναρίου τοῦ μεγά- του μεγάλου Βασιλείου.

Βασίλη μ᾿ ἀπὸ ποῦ ῾ρχεσαι, κι ἀπὸ κι ἀπὸ ποῦ κατεβαίνεις
καὶ βαστᾶς, καὶ βαστᾶς ρόδα καὶ ραίνεις.

Κάτσε νὰ φᾷς, κάτσε νὰ πιῇς, κάτσε τὸν πόνο σου νὰ πῇς·
κάτσε, κάτσε νὰ τραγουδήσῃς καὶ νὰ μᾶς καλῶς ὁρίσῃς.

Κι ἔβγα, κι ἔβγα νὰ μᾶς κεράσῃς,
ποὺ νὰ ζῇς, ποὺ νὰ ζῇς καὶ νὰ γεράσῃς.
Καὶ τοῦ χρόνου!

Κάλαντα Πρωτοχρονιᾶς Ἰκαρίας

Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά·
κι ἀρχὴ καλός μας χρόνος, ἐκκλησιὰ μὲ τ᾿ ἅγιος θρόνος.
Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὸν κάβο Πάπα,
βαστάει καὶ στὴν πλάτη του μία μαλλιαρὴ θυλάκα,
νὰ βάλει μέσα τὰ ψωμιά, τὶς τηγανίτες, τὰ λεφτά.
-Ἐσένα, ἀφέντη, πρέπει σου καρέκλα καρυδένια,
γιὰ ν᾿ ἀκουμπᾷς τὴ μέση σου τὴ μαργαριταρένια.
-Καὶ πάλι ξαναπρέπει σου, βάλε στραβὰ τὸ φέσι σου
καὶ δίπλα τὸ βρακί σου, γιὰ νὰ σκάσουν οἱ ἐχθροί σου.
-Πολλά ῾παμε τ᾿ ἀφέντη μας ἂς ποῦμε τῆς κυρᾶς μας.
-Κυρὰ ψηλή, κυρὰ λιγνή, κυρὰ τἀπανοφρύδα
ποὺ ἔχεις τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι στῆθος,
καὶ τοῦ κοράκου τὰ φτερὰ τἄχεις τἀπανοφρύδια
ποὺ ὅταν λουστεῖς καὶ χτενιστεῖς καὶ πᾷς στὴν ἐκκλησιά σου
ἡ στράτα ρόδα γέμισε ἀπ᾿ τὴν περπατησιά σου.
-Πολλά ῾παμε καὶ τῆς κυρᾶς, ἂς ποῦμε καὶ τῆς κόρης.
-Ἔχεις καὶ κόρην ὄμορφη, ποὺ δὲν ἔχει ἱστορία,
οὔτε στὴν Πόλη βρίσκεται, οὔτε στὴ Βενετία.
-Ἔχεις καὶ κόρη ὄμορφη, βάλ᾿τηνε στὸ ζεμπίλι
καὶ κρέμασέ τηνε ψηλά, νὰ μὴ τὴ φᾶν᾿ οἱ ψύλλοι.
-Πολλά ῾παμε, πολλά ῾παμε, μὰ δὲ μᾶς ἐκεράσατε,
κι ἂν ἀκόμα θὲ νὰ ποῦμε, βάλτε μας κρασὶ νὰ πιοῦμε.
-Ἐφάγαμε τὸν πετεινὸ, νὰ φᾶμε καὶ τὴν κότα
καὶ δῶστε μας τὸ φλουράκι μας, νὰ πᾶμε σ᾿ ἄλλη πόρτα!

Κάλαντα Πρωτοχρονιᾶς Τριπόδων (Βίβλου) Νάξου

Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά·
κι ἀρχὴ καλός μας χρόνος, ἐκκλησιὰ μὲ τ᾿ ἅγιος θρόνος.

Ἀρχὴ ποὺ βγῆκεν ὁ Χριστός, ἅγιος καὶ πνευματικός,
στὴ γῆ νὰ περπατήσει, καὶ νὰ μᾶς καλοκαρδίσει.

Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται, κι ὅλους μᾶς καλοδέχεται,
ἀπὸ τὴν Καισαρεία, σύ ῾σ᾿ ἀρχόντισσα κυρία.

Βαστᾷ εἰκόνα καὶ χαρτί, ζαχαροκάντιο ζυμωτή,
χαρτὶ καὶ καλαμάρι, δὲς κι ἐμὲ τὸ παλικάρι.

Τὸ καλαμάρι ἔγραφε, τὴ μοίρα μου τὴν ἔγραφε,
καὶ τὸ χαρτὶ ὡμίλει, Ἅγιέ μου καλὲ Βασίλη.

Βασίλειε πόθεν ἔρχεσαι, καὶ δὲν μᾶς καταδέχεσαι,
καὶ πόθεν κατεβαίνεις, καὶ δὲν μᾶς ἐσυντυχαίνεις;

Ἀπὸ τῆς μάνας μ᾿ ἔρχομαι, μὰ ἐγὼ σᾶς καταδέχομαι,
καὶ στὸ σχολειό μου πάω, δὲ μοῦ λέτε τί νὰ κάμω.

Κάτσε νὰ φᾶς, κάτσε νὰ πιεῖς, κάτσε τὸν πόνο σου νὰ πεῖς,
κάτσε νὰ τραγουδήσεις, καὶ νὰ μᾶς καλοκαρδίσεις.

Μὰ ἐγὼ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δὲν ἐμάθαινα,
τραγούδια δὲν ἠξεύρω, νά ᾿ρθω τζόγια μου νὰ σ᾿ εὕρω.

Κι ἂν δὲν ἠξεύρεις γράμματα, ἑλληνικὰ σπουδάγματα,
πές μας τὴν ἀλφαβήτα, πῶς ἐπέρναγες τὴ νύχτα.

Χλωρὸ ραβδί, ξερὸ ραβδί, ἄσπρο σταφύλι ροζακί,
χλωρὰ βλαστάρια πέφταν, ροδοκόκκινη βιολέτα.

Κι ἀπάνω στὰ βλαστάρια της καὶ στὰ περικλωνάρια της,
πέρδικες καλαηδοῦσαν, τζόγια μου καὶ σὲ ξυπνοῦσαν.

Δὲν ἦταν μόνο πέρδικες, γαρυφαλλιὲς λεβέντικες,
μόν᾿ καὶ περιστεράκια, μαῦρα μου γλυκὰ ματάκια.

Κατέβηκεν ἡ πέρδικα, ποὺ περπατεῖ λεβέντικα,
γιὰ νὰ βρέξει τὸ φτερό της, διατί τόση σκληρότης;

Καὶ βρέχει τὸν ἀφέντη μας, τὸν μπέη, τὸν λεβέντη μας,
τὸν πολυχρονεμένο, καὶ στὸν κόσμο ξακουσμένο.

Πολλὰ εἴπαμε τ᾿ἀφέντη μας, ἂς ποῦμε τῆς κυρᾶς μας:
Κυρὰ μαρμαροτράχηλη, καὶ βλασταρολαιμοῦσα,
ὅταν σὲ γέννα ἡ μάνα σου, ὅλα τὰ δέντρα ἀνθοῦσαν·
καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ ποταμοῦ, κι ἐκεῖνα κελαηδοῦσαν.

Πολλὰ εἴπαμε καὶ τῆς κυρᾶς, ἂς ποῦμε καὶ τῆς κόρης:
Ἂν ἔχεις κόρη ἔμορφη, γραμματικὸς τὴν θέλει.
Ἂν εἶναι καὶ γραμματικός, πολλὰ προικιὰ γυρεύει.
Γυρεύει ἀμπέλια ἀτρύγητα, κι ἀμπέλια τρυγημένα·
γυρεύει καὶ τὴ θάλασσα μὲ ὅλα τὰ καράβια·
γυρεύει καὶ τὸν κὺρ-Βοριᾶ, νὰ τὰ καλαρμενίζει.

Πολλὰ εἴπαμε τῆς κόρης μας, ἂς ποῦμε καὶ τοῦ γιοῦ μας:
Ἂν ἔχεις γιὸ στὰ γράμματα, καὶ πιάσει τὸ ψαλτήρι,
νὰ τὸν ἀξιώσει ὁ Θεός, νὰ βάλει πετραχήλι.

Πολλὰ εἴπαμε καὶ τοῦ υἱοῦ, ἂς ποῦμε καὶ τῆς δούλας:
Ἂν ἔχεις δούλα ἔμορφη, καὶ βγεῖ νὰ μᾶς κεράσει,
νὰ τῆς εὐχηθοῦμε ὅλοι μας,
νὰ ζήσει, νὰ γεράσει, καὶ ψωμὶ (2) νὰ μὴ χορτάσει!

Κάλαντα Πρωτοχρονιᾶς Κρήτης

Ταχειὰ-ταχειὰ ῾ν᾿ ἀρχιχρονιὰ κι ἀρχὴ τοῦ Γεναρίου,
αὔριο ξημερώνεται τ᾿ ἁγίου Βασιλείου.

Πρῶτα ποὺ βγῆκεν ὁ Χριστός,
-ἅγιος καὶ πνευματικός-
στὴ γῆ νὰ περπατήσει,
ἐβγῆκε καὶ χαιρέτησε ὅλους τοὺς ζευγολάτες.

Τὸν πρῶτο ποὺ χαιρέτησε ἦτον Ἅγιο Βασίλης
-Καλῶς τὰ κάνεις Βασιλειό, καλὸν ζευγάριν ἔχεις.
-Καλὸ τὸ λὲς ἀφέντη μου, καλὸ καὶ εὐλογημένο,
ποὺ τὸ ῾βλογᾶ ἡ χάρη σου μὲ τὸ δεξιό σου χέρι,
μὲ τὸ δεξιό, μὲ τὸ ζερβό, μὲ τὸ μαλαματένιο.

-Γιὰ πές μου Ἅη Βασίλη μου πόσα μουζούρια σπέρνεις;
-Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δέκα πέντε
ταὴ καὶ ρόβι δεκαοχτὼ κι ἀπὸ νωρὶς στὸ στάβλο.

Ἐθέρισα κι ἁλώνεψα κι ἔκαμα χίλια μόδια
και τὰ κορκοσκινίσματα χίλια καὶ πεντακόσια.

Ματ᾿ ἄλλα δὲν ἐμέτρησα γιατί Χριστὸς ἐπέρνα.
Καὶ κειὰ ποὺ στάθην᾿ ὁ Χριστὸς χρυσὸν δεντρὶν ἐβγῆκεν,
καὶ κειὰ ποὺ μεταπάτησε χρυσὸ κυπαρισσάκι
ποὖχε στὴν μέση τὸν σταυρὸ καὶ στὴν κορφὴ τὴν βρύση.

Στὰ μεσοκλωναράκια του πέρδικα κακαρίζει.
-Κακάριζε κακάριζε πέρδικα κορωνάτη,
μὰ ἐπὰ τὸν ἔχουν τὸν ὑγιό, τὸ μοσχοκανακάρη..


Ἑτέρα ἐκδοχὴ Ρεθύμνης
Ταχειὰ- ταχειὰ ῾ν᾿ Ἀρχιμηνιά, ταχειὰ ῾ν᾿ ἀρχὴ τοῦ χρόνου,
ἀρχὴ ποὺ βγῆκεν ὁ Χριστὸς στὴ γῆ νὰ περπατήξει.

Κι ἐκειὰ ποὺ πρωτοπάτησε χρυσὸ δεντρὶ ἐβγῆκε,
χρυσὸ δεντρί, χρυσὸ βαγί, χρυσὸ κυπαρισσάκι.

Χρυσᾶ ῾ταν τὰ κλωνάρια-ν-του κι ὁλάργυρη ἡ κορφή-ν-του
καὶ κάτω στὴ ριζίτσα-ν-του γράμματα ἦσαν γραμμένα.

Δασκάλοι τ᾿ ἀναγνώθουνε, διάκοι κανοναρχοῦν τα
καὶ τὰ μικρὰ διακόπουλα στέκουν καὶ συντηροῦν τα.

Κι ὁ ἥλιος ἁποὺ πρόβαλε στσ᾿ Ἀνατολῆς τὰ μέρη
παίρνει τα καὶ πηγαίνει τα, κάτω στὸ περιγιάλι.

Βρίσκουν ἐκειὰ τὸ Βασιλειὸ ἁποὺ ῾κανε ζευγάρι.
Καλῶς τὰ πᾶς Βασίλειε, καλὸ ζευγάρι ἔχεις!

Καλὸ τὸ λὲς ἀφέντη μου, καλὸ κι εὐλογημένο,
ἀφοῦ τὸ βλόγησ᾿ ὁ Χριστὸς μὲ τὸ δεξό-ν-του χέρι,
μὲ τὸ δεξό, μὲ τὸ ζερβό, μὲ τὸ μαλαματένιο.

Πές μας νὰ ζήσεις Βασιλειό, πόσα μουζούρια σπέρνεις;
Σπέρνω σταράκι δώδεκα, μουζούρια δεκαπέντε,
ταγὴ καὶ ρόβι δεκοχτὼ κι ἀπὸ νωρὶς στὸ στάβλο.

Ἂν εἶναι θέλημα Θεοῦ, χρυσή μου περιστέρα,
ἀνοίξετε τὴ-ν–πόρτα σας νὰ ποῦμε καλησπέρα.

Ἐπᾶ ποὺ καλαντίσαμε, καλὰ πλερώσετέ μας,
καλὰ νά ῾ναι τὰ τέλη σας καὶ τ᾿ ἀποδέματά σας.

Πάνω ἀπ᾿ τὴν πόρτα σας ὁ Θιός, γράφει τὴν ἀλφαβήτα,
τώρα μισεύγομε κι ἐμεῖς καὶ λέμε καληνύχτα!

Καλὴ χρονιὰ καὶ εἰς ἔτη πολλά!

Κάλαντα Πρωτοχρονιᾶς Κερκύρας

Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά, πρώτη τοῦ Γεναρίου.
Αὔριο ξημερώνεται τ᾿ Ἁγίου Βασιλείου.

Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρεία.
Βαστάει εἰκόνα καὶ χαρτί, χαρτὶ καὶ καλαμάρι.

Τὸ καλαμάρι ἔγραφε καὶ τὸ χαρτὶ μιλοῦσε!
- Βασίλη πόθεν ἔρχεσαι καὶ πόθε κατεβαίνεις;

- Ἀπὸ τὴ μάνα μ᾿ ἔρχομαι καὶ στὸ σχολειὸ πηγαίνω,
νὰ μάθω τ᾿ ἅγια γράμματα καὶ τ᾿ ἅγιο Εὐαγγέλιο!

Σ᾿ αὐτὴν τὴν πόρτα πού ῾ρθαμε, πέτρα νὰ μὴ ραγίσει,
κι ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ,χρόνια πολλὰ νὰ ζήσει!

Νὰ ζήσει χρόνους ἑκατὸ καὶ νὰ τοὺς ἀπεράσει,
καὶ στῶν παιδιῶν του τὶς χαρὲς κουφέτα νὰ μοιράσει!

Κυρὰ χρυσή, κυρ᾿ ἀργυρή, κυρὰ μαλαματένια,
ποὺ σὲ χτενίζουν ἄγγελοι μὲ τὰ χρυσά τους χτένια,
ἄνοιξε τὸ πουγκάκι σου τὸ μαργαριταρένιο,
καὶ δῶσε μ᾿ ἕνα τάλληρο, ἂς εἶναι κι ἀσημένιο!

Καὶ τώρα καληνύχτα σας, καλὸ ξημέρωμά σας,
κι ὁ Ἅγιος Βασίλειος νἆναι βοήθειά σας.

Κάλαντα Πρωτοχρονιᾶς Κεφαλλονιᾶς

Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται, Γενάρης ξημερώνει!
Ὁ μῆνας ποὺ μᾶς ἔρχεται, τὸ χρόνο φανερώνει.

Τρα λα λα λα λα λα λα λα λα
Τρα λα λα λα λα λα λα λα

Τὴν ἄδεια σας γυρεύουμε στὸ σπίτι σας νὰ μποῦμε!
Τὸν Ἅγιο μὲ ὄργανα, καὶ μὲ φωνὲς νὰ ποῦμε.

Τρα λα λα λα λα λα λα λα λα
Τρα λα λα λα λα λα λα λα

Ἐκοίταξα στὸν οὐρανὸ καὶ εἶδα δυὸ λαμπάδες!
καὶ μὲ τὸ καλωσόρισμα, καλές σας ἑορτάδες.

Τρα λα λα λα λα λα λα λα λα
Τρα λα λα λα λα λα λα λα

Καὶ πάλι ξανακοίταξα καὶ εἶδα δυὸ στεφάνια!
Καὶ μὲ τὸ καληνύχτισμα, καλά σας Θεοφάνεια.

Τρα λα λα λα λα λα λα λα λα
Τρα λα λα λα λα λα λα λα

Κάλαντα Πρωτοχρονιᾶς Ζακύνθου
Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιὰ κι ἀρχὴ καλός μας χρόνος!
Ὑγεία ἀγάπη καὶ χαρὰ νὰ φέρει ὁ νέος χρόνος! (δίς)

Νὰ ζήσει ὁ κύρης ὁ καλὸς νὰ ζήσει κι ἡ κυρά του!
Ὅλα του κόσμου τ᾿ ἀγαθὰ νὰ ἔχει ἡ φαμελιά του! (δίς)

Νὰ ζήσει τ᾿ ἀρχοντόπουλο ποὔχει καρδιὰ μεγάλη!
Σ᾿ ἐμᾶς καὶ τὴν παρέα μας ἕνα φλουρὶ νὰ βάλει... (δίς)

Ποντιακά Κάλαντα Πρωτοχρονιάς


Αρχή κάλαντα (κι αρχή του χρόνου – δις)

Πάντα Κάλαντα, (πάντα του χρόνου-δις)

Αρχή μήλον έν’ (κι αρχή κυδών έν’-δις)

Αρχή μήλο είναι κι αρχή κυδώνι είναι

Κι αρχή βάλσαμον (το μυριγμένον-δις)

κι αρχή βάλσαμο το ευωδιαστό

Εμυρίστεν ατο (ο κόσμος όλεν-δις)

Το μύρισε ο κόσμος όλος

Για μυρίστ’ ατο κι εσύ αφέντα – καλέ μ’ αφέντα

Μύρισέ το κι εσύ αφέντη – καλέ μου αφέντη

Έρθαν καλά παιδία ’ς σην πόρταν – και ξαν ’ς σην πόρτα σ’

Ήρθαν καλά παιδιά στην πόρτα σου και πάλι στην πόρτα σου

Άψον το κερί σ’ (κι έλα ’ς σην πόρτα σ’-δις)

Άναψε το κερί σου κι έλα στην πόρτα

Χα μηλόπα, χα ξερά τζιρόπα – ξερά τζιρόπα

Να μηλάκια, να ξερά αχλαδάκια – ξερά αχλαδάκια

Χα ξερά, μαύρα κοκκυμελόπα – κοκκυμελόπα

Να ξερά, μαύρα δαμασκηνάκια – δαμασκηνάκια



Λύσον την κεσέ σ’ και δος παράδας και δος παράδας 
Κι αν ανοί’ς μας, χαρά σην πόρτας σ’,χαρά σην πόρτα σ’.

Ακολουθούσαν οι ευχές «Χρόνια πολλά, πάντα και του χρόνου, καληχρονία, και σ’ όλα τ’ οσπίτα υείαν κι ευλοΐαν».


http://www.youtube.com/watch?v=9md8J1jEYvE


Τα κάλαντα στον Πόντο αλλά και στα χωριά όπου εγκαταστάθηκαν οι Πόντιοι μετά το 1923, ψάλλονταν από τα παιδιά μέχρι και την δεκαετία του 1960, το απόγευμα της παραμονής, των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Τα παιδιά έβγαιναν συνήθως κατά παρέες δύο, τριών ή περισσοτέρων ατόμων και αντί για τρίγωνα κρατούσαν καράβια που στόλιζαν με διάφορα στολίδια. Στο Οχυρό Δράμας τα μεγαλύτερα παιδιά, κατασκεύαζαν καράβια στα οποία τοποθετούσαν και κεριά τα οποία άναβαν (όταν το επέτρεπε ο καιρός) και το θέαμα ήταν φαντασμαγορικό. Κατά τη διάρκεια δε που έψαλλαν τα κάλαντα, κουνούσαν το καράβι σαν να βρισκόταν σε φουρτουνιασμένη θάλασσα. Τα κάλαντα που έψαλλαν ήταν:

Τρία καράβια αρμένιζαν στης Πόλης τα πογάζια.

Το ’να αρμενίζει με νοτιά, τ’ άλλο με τραμοντάνα

το τρίτο το καλλίτερο……………..

Τρία καράβια αρμένιζαν στης Πόλης τα πογάζια.

Τό ’να αρμενίζει με πανί, τό άλλο με το γκάζι

το τρίτο το καλλίτερο………………………


 Κατά περιοχές ψάλλονταν κάλαντα με διαφορετικό περιεχόμενο, όπως στην περιοχή Ίμερας και Καρμούτ το «Αε-Βασίλης έρχεται ας ση Λιαρί μερέαν» κτλ. Τα τελευταία χρόνια πριν από τον ξεριζωμό ψαλλόταν σαν πρωτοχρονιάτικα κάλαντα στην περιοχή Τραπεζούντας και το ποίημα


                                                 «
Του σκλάβου το καράβι»:


Τρεις καλογέροι απ’ του Μελά
και τρεις του Βαζελώνα,
καράβι βάζουν στα σκαριά
με το «Χριστός γεννάται».

Κι «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά»
στη θάλασσα το ρίχνουν.
Βάζουν κι ένα Ρωμιόπουλο,
λεβέντη καπετάνιο.

Το Ρίζε βάλλει τ’ άρμενα,
τα Σούρμενα τα ξάρτια,
ο Όφις και η Τρίπολη
μουτζόπουλα και ναύτες.

Η πλούσια η Αργυρούπολη
ασήμι και χρυσάφι,
και την ευχή του Γένους μας
την δίνει η Τραπεζούντα.

Η Ζύγανα συννέφιασε
κι ο Ταύρος εχιονίστη,
της Κρώμνης τα ψηλά βουνά
τρανήν αντάραν έχουν.

Μα η δόλια η Μαύρη Θάλασσα
γαλήνεψε ως πέρα,
για να περάσει ατράνταχτο
του Σκλάβου το Καράβι...

– Δώστε κι εμάς τον κόπο μας,
ό,τ’ είναι ορισμός σας,
κι ο Άγιος Βασίλειος
να είναι βοηθός σας.

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Η ψυχαναγκαστική αναζήτηση μιας ετοιμοπαράδοτης πλαστικής ευτυχίας






Φωτεινή Τσαλίκογλου: Η ψυχαναγκαστική αναζήτηση μιας ετοιμοπαράδοτης πλαστικής ευτυχίας
Η συγγραφέας και καθηγήτρια Ψυχολογίας του Παντείου επιχειρεί μια ανασκόπηση της δεκαετίας που τελειώνει.



Τη δεκαετία που πέρασε βεβαιότητες που έμοιαζαν ακλόνητες ένιωσα να θρυμματίζονται. Δεσμοί που φάνταζαν ακατάλυτοι είδα να διαρρηγνύονται. Είδα γύρω μου ανθρώπους, δίχως να πάσχουν απαραίτητα από μια ψυχική διαταραχή, να κινούνται στην γκρίζα ζώνη μιας ήρεμης απελπισίας, να επιζούν δίχως να ζουν, θυμίζοντας τον στίχο του Τ.Σ. Έλιοτ «and they go on living and partly living» (και συνεχίζουν να ζουν και εν μέρει μόνο να ζουν). Είδα τον φόβο στο βλέμμα τους. Στο όνομα του φόβου υψώνεις τείχη ψευδοπροστασίας και αμπαρώνεσαι σε ένα κελί. Κατασκευάζονται φανταστικοί εχθροί που επωμίζονται το βάρος της δικής σου δυσφορίας. Είδα τις αποχρώσεις να χάνονται και τον κόσμο μας να χωρίζεται σε απόλυτα καλά και απόλυτα κακά αντικείμενα. Είδα φίλους να μεταμορφώνονται στο πι και φι σε εχθρούς.


Η δυστυχία βγήκε στους δρόμους. Η θέα των εξαθλιωμένων άστεγων που ψάχνουν στα σκουπίδια σε ταράζει. Ωστόσο, ένα ερώτημα σε πιάνει από τον λαιμό. Από την άλλη όχθη όπου βρίσκεσαι, πόσο νομιμοποιείσαι να ταράζεσαι εκ του ασφαλούς; Πόσο ανεπαρκής, ίσως και κίβδηλα απενοχοποιητική είναι η εκ του ασφαλούς συμπόνια σου, όποια μορφή και αν αυτή παίρνει; Mε άλλα λόγια, ως πού μπορούν οι μεν να διεκδικήσουν το δικαίωμα να ταράζονται από αυτό που υφίστανται οι δε; Ερωτήματα που κληροδότησε η κρίση και έως σήμερα παραμένουν ανοιχτά.


Τη δεκαετία που πέρασε είδα ακόμα να οργιάζει το καθήκον της ευτυχίας. Η ψυχαναγκαστική αναζήτηση μιας ετοιμοπαράδοτης πλαστικής ευτυχίας, εμπνευσμένης από την ανθούσα βιομηχανία της «ευτυχολογίας». Είδα αυτάρεσκα κλεισμένους σε ένα μικρόψυχο «εγώ» ανθρώπους να γίνονται η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Θλιμμένα πλάσματα που έπαιζαν τους χαρούμενους.


Τη δεκαετία που πέρασε είδα ακόμα να οργιάζει το καθήκον της ευτυχίας. Η ψυχαναγκαστική αναζήτηση μιας ετοιμοπαράδοτης πλαστικής ευτυχίας, εμπνευσμένης από την ανθούσα βιομηχανία της «ευτυχολογίας». Είδα αυτάρεσκα κλεισμένους σε ένα μικρόψυχο «εγώ» ανθρώπους να γίνονται η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Θλιμμένα πλάσματα που έπαιζαν τους χαρούμενους. Μάσκες που υποδύονταν πρόσωπα. «Να είσαι ευτυχής, να χαμογελάς, να ελπίζεις, στο χέρι σου είναι». Η υπευθυνοποίηση αγκαλιά με την ενοχοποίηση. «Αν αποτύχεις, εσύ και μόνον εσύ θα φταις».



Φωτεινή Τσαλίκογλου: «Αυτά που ζει ο Έλληνας και τον αγριεύουν...»


Η οικονομική κρίση εξελίχθηκε σε μια κρίση της συνείδησης. Μια βαθιά ανθρωπιστική κρίση αξιών. Ο κλονισμός μιας στοιχειώδους εμπιστοσύνης στα πράγματα. Αυτό το «δεν ξέρω τι μου ξημερώνει» που υπονόμευσε ένα θεμελιώδες για τον καθέναν μας αίτημα: να έχεις την αίσθηση ή, έστω, την ψευδαίσθηση ότι η επόμενη μέρα, η επόμενη στιγμή, θα είναι περιφρουρημένη από την τρομοκρατία του απροόπτου. Δηλαδή η επόμενη στιγμή δεν θα θυμίζει τρομοκράτη που εισβάλλει στο μυαλό ή στο σώμα σου και τα τινάζει όλα στον αέρα.

Με τη σπαραχτική αβεβαιότητα της επόμενης στιγμής ανοίγει ο δρόμος για το βίωμα μιας αβοήθητης, γυμνής ύπαρξης. Είτε χορτάτη είτε πεινασμένη, η ύπαρξη αυτή δυσκολεύεται να ζήσει. Δεν είναι να απορείς που η δεύτερη πιο σημαντική ασθένεια στον πλανήτη για το 2020, όπως μας ενημερώνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, θα είναι η κατάθλιψη. Δηλαδή η ζωή σαν θάνατος πριν από τον θάνατο.

Η συλλογική δυσφορία θα μπορούσε να συμβάλει στη δημιουργία ενός ανθρώπινου περιβάλλοντος συνεκτικότητας και αλληλοϋποστήριξης. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη.

Θα ομολογήσω όμως ότι το σημαντικότερο γεγονός που με καθόρισε τη δεκαετία που πέρασε ανήκει στην ιδιωτική σφαίρα. Ήταν ο θάνατος της μητέρας μου. Λίγο μετά γεννήθηκε το τρίτο κοριτσάκι της κόρης μου και πήρε το όνομά της: Έλλη. Η δυνατότητα μιας γέννησης καιροφυλακτεί πίσω από κάθε μορφή θανάτου. Κι αν δεν είναι έτσι, αξίζει να το δούμε έτσι. Μας συμφέρει.

Δεν ξέρω τι άλλαξε τα τελευταία δέκα χρόνια. Δεν ξέρω αν ισχύει το «όσο περισσότερο αλλάζει, τόσο το ίδιο μένει». Η ελπίδα είναι ένα άτιμο πράγμα. Αν δεν υπάρχει, σε σκοτώνει. Αν υπάρχει σε πλεόνασμα, γίνεται ένα άδειο περιτύλιγμα. Ένα ρητορικό σχήμα που πληγώνει μέσα από την αναντιστοιχία του με την πραγματικότητα.

Η επόμενη δεκαετία περιμένω να φέρει το τέλος της ελπίδας για ένα καλύτερο χθες, χωρίς την παραίτηση από την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Η επόμενη δεκαετία θα είναι αναπάντεχα καλύτερη. «Σας λέω την αλήθεια! Πιστέψτε με!». Μη χαμογελάτε ειρωνικά! Δεν πρόκειται για μια παιδιάστικη, αφελή ευχή. Να θυμίσω τον Πασκάλ. «Δεν υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος να μην πιστεύει ένας άνθρωπος στα θαύματα» δήλωνε. Δεν πρόκειται για ειρωνεία ούτε για μεταφυσική, αλλά για απλή, ίσως, φυσική. Άλλωστε, ένας μεταγενέστερός του, ένθερμος οπαδός της λογικής, ονόματι Άλμπερτ Αϊνστάιν, παρατηρούσε: «Mόνο δύο τρόποι υπάρχουν να ζει κανείς τη ζωή του. Ο ένας είναι σαν τίποτα να μην είναι θαύμα. Ο δεύτερος, σαν τα πάντα να είναι θαύμα».


Ευτυχές, λοιπόν, το 2020!

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

Αυτά παθαίνω....

Η συμμετοχή μου στο
20ο Παίζοντας με τις λέξεις https://mytripssonblog.blogspot.com/2019/11/20-paizontas-me-tis-lekseis86.html




Αυτά παθαίνω εγώ όταν σε ακούω…..όταν σου έρχονται οι φαεινές κι αντί να πατήσω πόδι, αποβλακώνομαι η ανόητη και αμετανόητη…..


Ωχ βάϊ βάϊ…τα πλευρά μου, η μέση μου, τα ισχία μου, τα χέρια μου τα πόδια μου…. δεν ορίζω τίποτα, δεν μπορώ να καθίσω, να ξαπλώσω, να σταθώ όρθια…. και σαν κουτορνίθι έπεσα στην παγίδα της ανοησίας σου…. «οι κολλητοί μας, μαζέψανε κουμπάρους και ξαδέλφια και θα πάνε να μαζέψουν ελιές…. κρίμα τόσα χρόνια να τις μαζεύουν ξένοι και να μοιράζονται το λάδι, φέτος το αποφάσισαν και το πραγματοποίησαν και ξέρεις…10 τενεκέδες αγνό λαδάκι ήρθε στο μερτικό τους με δουλειά, τι δουλειά δηλαδή, γλέντι στην ουσία, τόσος λαός που είχε μαζευτεί και τα βράδια τα περνάγανε ζάχαρη, με τα μεζεδάκια τους, τις μπύρες, τα τσίπουρα, τα τραγούδια, τα καλαμπούρια τους….»


Βρε ο καλός ο σύντροφος, δεν εμπαίζει, δεν παραμυθιάζει, δεν αποπροσανατολίζει …. μια χαρά το είχαμε το λαδάκι μας, χρονιά παρά χρονιά μας έστελνε η θειά η Μόρφω , ο Θεός να την αναπαύσει, 8 τενεκέδες αγνό παρθένο ελαιόλαδο, από τον οικογενειακό ελαιώνα και μια χαρά πορευόμασταν, τώρα που η θείτσα μας άφησε χρόνους…. πρέπει εμείς κι εκείνος ο άχρηστος ο ανηψιός μας να μεριμνήσουμε….και πώς να μεριμνήσουμε δηλαδή που είμαστε άσχετοι παντελώς….;

Και το ωραίο είναι ότι όταν σου επεσήμανα το θέμα της ασχετοσύνης μας, μου αντέτεινες το κορυφαίο : «Ε…. όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια… δεν τα ξέρουν όλοι όλα, θα ρωτήσουμε και θα μάθουμε…».

Τέτοια αισιοδοξία, τέτοια αποφασιστικότητα και τέτοιο βάθος βλακείας απροσμέτρητον…


Εμείς που τις ελιές τις θαυμάζαμε από μακριά ριζωμένες στους κάμπους και τις πλαγιές, άντε και στο τραπέζι μας , σαν συνοδευτικό , με κείνα τα απίθανα εφτάζυμα παξιμάδια και το μυρωδάτο τσάι του βουνού, εσύ αποφάσισες ερήμην μου, να επιδοθούμε στο λιομάζωμα….


Και με το μυαλό που κουβαλάς, καλά το αποφάσισες, μου παρουσίασες το όλο θέμα με μία αληθοφανή απλότητα… αναρωτήθηκα που τις βρήκες όλες αυτές τις καταπληκτικές πληροφορίες;;;

Αφοπλιστικά μου απάντησες: «από συναδέλφους και στο google”....αν είναι δυνατόν ! Δεν το πιστεύω πως την πάτησα έτσι σαν ανυποψίαστη και ξαφνικά βρέθηκα με κάτι παλιόρουχα και τα μποτάκια ορειβασίας που με στενεύανε φρικτά , πεσμένη στα γόνατα να μαζεύω ελιές;;;

Τι ταλαιπωρία, μέσα στην υγρασία και τη λάσπη να κυνηγάω τις άτιμες τις ελιές που είχαν σκορπιστεί τριγύρω αντί να πέσουν με τάξη και συνέπεια μέσα στα ελαιόπανα…κι εσύ το διασκέδαζες άθλιε, μαζί μ΄εκείνο το ανήψι σου και τα φιλαράκια του που έφερε για βοηθούς …και τα βράδια, άσε μην τα θυμάμαι τα βράδια , τι γλέντια και χαρές μου είχες πει….δεν ήξερα που να βάλω το δόλιο μου κορμί, πώς να ισιώσω τη μέση μου και να πέσω να ξεραθώ σε κείνο το σκληρό και άθλιο στρώμα….


Δύο μέρες άντεξα , μετά κουλουριάστηκα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και κατέληξα εδώ στο κρεβάτι μου, με φρικτούς πόνους σε όλο μου το κορμί…. και κοκαλωμένα δάχτυλα…. Φοβάμαι ότι δεν θα επανέλθω στην πρότερη καλή κατάσταση… βίωσα στην κυριολεξία αυτό που λένε : «Πέρασα της ελιάς τα βάσανα».....

Σχετική εικόνα