Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Aλλος με τη βάρκα μας !!!

Μία καταπληκτική ιδέα της Πέτρας ήτανε η αιτία να ανασύρω από τη μνήμη μου αυτή την πέρα για πέρα αληθινή ιστορία....


 
O συχωρεμένος ο πατέρας μου είχε τρείς παιδικούς φίλους, τον ΄Ομηρο Ν. γεροντοπαλήκαρο που διατηρούσε κατάστημα ξηρών καρπών και ζαχαρωδών, τον Μιχάλη Τ. καλλιτέχνη επιπλοποιό και τον Πέτρο Λ. εκτελωνιστή. Toύς συνέδεε βαθειά φιλία μιάς και ήτανε γειτονόπουλα και είχανε μοιραστεί τις  κακουχίες της κατοχής, μάλιστα με τον Πέτρο ήτανε και συμμαθητές, πέρα από τη φιλία όμως τους συνέδεαν και τρία κοινά πάθη : το ψάρεμα, ο φιλοτελισμός και η αστρονομία….

΄Ενθερμος φιλοτελιστής ήτανε κυρίως ο πατέρας μου και ο΄Ομηρος που αφιερώνανε πολλές ώρες στη μελέτη σχετικών βιβλίων και τις συλλογές τους, όμως όλως παραδόξως, η αστρονομία τους είχε συναρπάσει όλους από τα νεανικά τους χρόνια, λόγω της φιλίας τους με τον Αστροφυσικό κ. Μαρίνο Λ. που τους μύησε στα μυστήρια το σύμπαντος και τη γνώση των νεφελωμάτων, των γαλαξιών, των αστερισμών, τις κινήσεις των πλανητών, είχανε μάλιστα μαγευτεί τόσο πολύ, που  πολύ συχνά κάνανε επισκέψεις στο αστεροσκοπείο της Πεντέλης , ο Πέτρος μάλιστα είχε αγοράσει κι ένα ακριβό τηλεσκόπιο, παρ΄όλα αυτά, το ψάρεμα,  παρέμενε αγαπημένο χόμπυ και των τεσσάρων, οπότε τα περισσότερα σαββατοκύριακα και τις αργίες όλο και κάτι είχανε κανονισμένο οι τέσσερις φίλοι.

 Ο ΄Ομηρος,  που ζούσε μόνος,  σχεδόν κάθε Κυριακή μεσημέρι,  ερχότανε στο σπίτι μας, καλεσμένος για φαγητό. Απολάμβανε σαν μέλος της οικογένειας το Κυριακάτικο γεύμα, συνήθως μοσχαράκι κοκκινιστό με κολοκυθάκια ή μελιτζάνες, το αγαπημένο φαγητό του μπαμπά, εναλλακτικά η μαμά έφτιαχνε τα δικά μας αγαπημένα, κοτόπουλο  ή ρολλό κιμά με πατάτες στο φούρνο, παστίτσιο και αρκετά συχνά μπακαλιάρο κροκέττες, σκορδαλιά και πατζάρια σαλάτα ή  κατσικάκι γιουβέτσι  τα αγαπημένα του «θείου» ΄Ομηρου. Εμείς τον αποκαλούσαμε «θείο» κι εκείνος  μας είχε ιδιαίτερη αδυναμία και μας θεωρούσε ανηψούδια του, κάθε φορά που ερχότανε,  μας κουβαλούσε του κόσμου τα καλούδια προφανώς για να εξιλεωθεί απέναντί μας, γιατί μετά το φαγητό, θα αφιέρωναν ώρες  μαζί με τον πατέρα μου, στα αγαπημένα τους γραμματόσημα, το απόγευμα πάντως πηγαίναμε όλοι μαζί στο Ζαχαροπλαστείο της πλατείας όπου ό «θείος» ΄Ομηρος κέρναγε γλυκό ή παγωτό, εκεί συνήθως ερχότανε και  ο Πέτρος, που από τότε που χήρεψε, ζούσε με την αδελφή του την Πολυξένη, μια καταπιεστική θεούσα που τον  καταδυνάστευε και τον τυραννούσε με τη διαρκή γκρίνια της και τις φανταστικές ασθένειές της καθώς και ο Μιχάλης , με τη γυναίκα του τη Ρία (Φανουρία), μία νταρντάνα, χωρατατζού και φωνακλού με χρυσή καρδιά, που εργαζότανε σε ένα εργοστάσιο παπουτσιών και το  αγοράκι τους,  τον Λάμπρο.

Συχνά όλοι μαζί βρισκόμασταν τα Σαββατόβραδα στο ταβερνάκι της γειτονιάς, όπου εγώ και η μικρότερη αδελφή μου, μάλλον βαριόμασταν και θεωρούσαμε αυτή την έξοδο αγγαρεία, παρά τις προσπάθειες του « θείου» ΄Ομηρου να μας διασκεδάσει με τα αστεία του και να μας γλυκάνει με τα λουκούμια, τις σοκολάτες και τα ζαχαρωτά που μας κουβαλούσε, ενώ συμπαθούσαμε ιδιαίτερα τον καλοκάγαθο ο Πέτρο  που  μας τροφοδοτούσε με   χρώματα,  μολύβια και άφθονα μπλόκ ζωγραφικής, κάθε φορά που τύχαινε να εκτελωνίσει ανάλογο φορτίο, δε μας χαλούσε χατήρι και μας αγόραζε, προς μεγάλη μου λύπη, σωρηδόν κούκλες και όλα τα κοριτσίστικα παιχνίδια που διέθεταν τα μαγαζιά της περιοχής.

Οφείλω να ομολογήσω ότι τρέφαμε ιδιαίτερη αντιπάθεια για τον μικρό Λάμπρο, τον οποίο θεωρούσαμε, όχι άδικα, ενοχλητικό και κακομαθημένο καθώς και για τη δεσποινίδα Πολυξένη, την αδελφή του Πέτρου, με το ξινισμένο ύφος και τον σφιχτό κότσο, που μας χάριζε εικονίτσες αγίων και μικρά φυλαχτά που αγόραζε από τα μοναστήρια που επισκεπτότανε τακτικότατα. Αντίθετα τα πηγαίναμε μία χαρά με τη φωνακλού κυρία Ρία, η οποία μας έφτυνε και μας ξεμάτιαζε κάθε φορά που μας έβλεπε και μας έφερνε πανέμορφα  παπούτσια ολοχρονίς, μιάς και δεν είχε κόρες να βγάλει το απωθημένο της , μας κανάκευε και τρελαινότανε να μας χτενίζει, πράγμα που ομολογώ ότι δεν μου πολυάρεσε, αλλά το υπέμενα καρτερικά γιατί λάτρευα τα παπούτσια  ….

Οι τέσσερις φίλοι λοιπόν, αποφασίσανε κάποια στιγμή να αποκτήσουνε ιδιόκτητη βαρκούλα, παρά τις αντιρρήσεις της μάνας μου, της Ρίας και της Πολυξένης. Θυμάμαι τις  ατέλειωτες συζητήσεις, τις φωνές της Ρίας, τα επιχειρήματα της μάνας μου, την κλάψα της Πολυξένης που δε σταθήκανε ικανά να τους μεταπείσουνε, οπότε  οι  τέσσερις φίλοι αποφασισμένοι,  έχοντας και ατράνταχτη επιχειρηματολογία,  σε χρόνο ντε τέ αγοράσανε  ρεφενέ τη «ΜΑΡΙΓΩ» μια ασπρογάλαζη ξεφτισμένη βάρκα με μια ασπριδερή τέντα και μια μηχανή EVINRUDE, η οποία μετονομάστηκε πάραυτα σε «Οι 4 φίλοι». Καλαφατίστηκε, βάφτηκε  , απέκτησε αρ. νηολογίου και όλα τα επίσημα έγγραφα και πήρε καμαρωτή τη θέση της στον λιμενίσκο των ερασιτεχνών ψαράδων στον ΄Αλιμο.

Πανευτυχείς οι 4 φίλοι αφιέρωναν πλέον τα Κυριακάτικα πρωϊνά  τους στο αγαπημένο τους σπόρ, και η μάνα μου, μαζί με εμάς, τη Ρία και τον ενοχλητικό Λάμπρο, περνάγαμε τα δικά μας Κυριακάτικα  πρωϊνά, στην παιδική χαρά του Ζαππείου και το βραδάκι καθόμασταν για γλυκό στο Ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς  ή  τα καλοκαίρια, σε ένα από τα κοντινά μας θερινά Σινεμά, ΠΡΩΤΕΑ, ΘΗΣΕΙΟΝ, ΣΙΝΕ ΠΑΡΙ , ΕΡΕΧΘΕΙΟΝ.  Η Πολυξένη σπανίως ακολουθούσε, προς ανακούφιση όλων, γιατί ζαλιζότανε από τις φωνές μας… και κυρίως από τις στεντόριες κραυγές της Ρίας «Λάμπροοοοοο πάλι λερώθηκες !!!», « Λάμπροοοοοο θα πέσεις !!!» «Λάμπροοοο τελευταία φορά που ερχόμαστε»!!!. Εμείς  όταν βαριόμασταν τις κούνιες, βρίσκαμε εύκολα παρέα και με άλλα κοριτσόπουλα,  παίζαμε ξέφρενα κουτσό, τα μήλα και τη μπερλίνα, ενώ ο μικρός Λάμπρος ευρισκόμενος μόνιμα εκτός παιχνιδιού,  έτρεχε ξοπίσω μας μιξοκλαίγοντας με ματωμένα γόνατα, παραγκωνισμένος και μουτρωμένος.

Θυμάμαι τη φορά  και  ο πατέρας μου αποφάσισε να με πάρει μαζί στο ψάρεμα, ήτανε μια Κυριακή του Ιουνίου, η αδελφή μου ζαλιζότανε γενικώς σε αυτοκίνητα και βάρκες οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να ζηλέψει, ζήλεψε όμως ο Λάμπρος και  ο Μιχάλης, έχοντας τρελή αδυναμία στο μοναχογιό του αποφάσισε να τον πάρει μαζί . Πρέπει να  ήμουνα γύρω στα έντεκα και τόσο ενθουσιασμένη, που αποφάσισα να αγνοήσω την παρουσία του μικρού πεντάχρονου, παρ΄όλο που κάτι μέσα μου με προειδοποιούσε ότι ο μικρός θα δημιουργούσε πρόβλημα .
Επιβιβαστήκαμε αξημέρωτα σχεδόν στη βάρκα, ο πατέρας μου στην πρύμνη, στο τιμόνι, οι άλλοι τρείς  εναλλάξ στα κουπιά, είχανε βάλει στοίχημα ότι θα ξανοίγονταν στο Σαρωνικό κωπηλατώντας και βαλθήκανε να επιδείξουνε ,τις ανύπαρκτες στην ουσία ικανότητές τους, τραγουδώντας μάλιστα ….  « Η τράτα μας η κουρελού, η χιλιομπαλωμένη….», βέβαια κουραστήκανε γρήγορα και μπήκε μπροστά η μηχανή έως ότου φθάσουμε στον επιλεγμένο ψαρότοπο.  Φορούσα ένα ψάθινο καπέλο , σορτσάκι  κι ένα μακό βαμβακερό μπλουζάκι από πάνω, ο μπαμπάς μου με είχε μάθει να δολώνω γαριδούλα στα αγκίστρια και μου είχε φτιάξει μία ολόδική μου καθετή , ανυπομονούσα να πιάσω ψάρια….

Δόλωνα και έριχνα την πετονιά μου, μόλις αισθανόμουνα το τσίμπημα, τραβούσα με δύναμη και…..να ένας σπάρος να σπαρταράει ….ο μπαμπάς ξεδόλωνε γιατί το λυπόμουνα το ψαράκι και αν ήτανε πολύ μικρό, το ξαναρίχναμε στο νερό να μεγαλώσει για να το ξαναπιάσουμε, αν ήτανε μεγαλούτσικο έμπαινε στο καλάθι για να το πάμε στο σπίτι να γίνει τηγανητό ή  μπουγιαμπέσσα.
Δεν ξέρω αν ισχύει αυτό που λένε για την τύχη του πρωτάρη, αλλά κάθε φορά που έριχνα την πετονιά μου, όλο και κάποιο ψαράκι πιανότανε στ΄αγκίστρι μου, άντε  ένας χάνος, μετά μία μένουλα, ένα χριστόψαρο, δύο σαφρίδια κι άλλος σπάρος, …. ο πατέρας μου έβγαλε δύο μεγαλούτσικα λιθρινάκια , κάμποσους  σπάρους, τρία μπαλαδάκια, ένα σαργουδάκι, ένα μελανούρι, οι άλλοι ψιλοπράγματα, δυό τρείς γοβιούς, ένα καπόνι, μερικούς γύλους, πέντε-έξι φρίσσες, μία στείρα, δύο σπαράκια, ένα χάνο, είχανε τρελαθεί…..

Αλλάξαμε θέσεις στη βάρκα, πήγαμε πιο βαθιά στο Σαρωνικό, πιο αριστερά, πιο νότια, τέλος πάντων περνούσε η ώρα, ο μικρός άρχισε τη γκρίνια, ο θείος ΄Ομηρος τον τάιζε ζαχαρωτά και σοκολάτες, σε λίγο ήθελε πιπί, μετά έβαλε τα κλάματα και γύρευε τη μάνα του, ο Πέτρος του έδινε να κρατάει τη μισενέζα, τάχα μου πως ψαρεύει  κι εκεί που ο πατέρας του επιτέλους, έπιασε μια μεγαλούτσικη σάλπα, ο μικρός άρχισε να ξερνοβολάει. Αφήσανε όλοι τις καθετές και σπεύσανε σε βοήθεια, του αλλάξανε ρούχα και τον ξαπλώσανε στη σκιά κάτω από την τέντα, ο πατέρας του όλο νεύρα μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του, ο Πέτρος και ο Όμηρος προσπαθήσανε να τον απασχολήσουνε κρατώντας τον καθισμένο  στην κουπαστή, να παρακολουθεί το ταξείδι στο νερό του πλαστικού πολύχρωμου  καραβιού  που του είχε χαρίσει ο Πέτρος…κρατώντας  σφιχτά το σπάγκο που ήτανε δεμένο.  Εκείνη ακριβώς τη στιγμή , ένοιωσα ένα δυνατό τράβηγμα στην πετονιά μου και άρχισα να την τραβάω με δύναμη :  « Το έπιασα, το έπιασα και είναι μεγάλο !!!» φώναξα όλο ενθουσιασμό,  όλοι στραφήκανε προς το μέρος μου, να δούνε το ψάρι που ανέβαζα με θαυμαστή επιδεξιότητα, μία μουρμούρα γύρω στα 600 γραμμάρια όπως είπε ο μπαμπάς, στην προσπάθειά μου όμως να τραβήξω τη μισινέζα, προκάλεσα ένα απότομο κούνημα της βάρκας που έκανε το Λάμπρο να χάσει την ισορροπία του, να ξεγλιστρήσει  από τα χέρια του Πέτρου  και μπλούμ........ να βρεθεί στη θάλασσα…!!!
Πρώτος έπεσε ο πατέρας μου με τα ρούχα στο νερό, ήτανε δεινός κολυμβητής , αμέσως μετά  έπεσε ο Πέτρος για να συνδράμει στο σωστικό έργο και σχεδόν ταυτόχρονα ο πατέρας του μικρού, ο Μιχάλης , που πάνω στη σαστιμάρα του μπερδεύτηκε με την καθετή του και του μπήκανε τ΄ αγκίστρια στα χέρια.
 Εγώ έμεινα να κοιτάζω την τροφαντή μουρμούρα να σπαρταράει στο πάτωμα της βάρκας με το αγκίστρι ακόμα καρφωμένο στο στόμα της και ο «θείος» ΄ Ομηρος έπιασε τα κουπιά για να μην παρασυρθεί η βάρκα από το κύμα.
Τελικά τον Λάμπρο τον άρπαξε ο πατέρας μου, πριν βρεθεί στο βυθό και με τη βοήθεια των υπολοίπων τον ανεβάσανε στη βάρκα, τον ξαπλώσανε και τον γυρίσανε ανάποδα να βγεί το νερό που είχε καταπιεί και αφού συνήλθε και πήγε η καρδιά όλων στη θέση της, αποφασίστηκε ότι το ψάρεμα είχε λάβει τέλος και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

΄Ολοι αμίλητοι, ο μικρός αποκαμωμένος είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του σοκαρισμένου πατέρα του, που σκεφτότανε πως θα τα έβγαζε πέρα με τη  Ρία, οι υπόλοιποι  αποφασίσανε να στήσουνε μία αυτοσχέδια συνωμοσία σχετική με το περιστατικό  , εμένα ο μπαμπάς απλά με κοίταξε και έφερε το δάχτυλο στα χείλη του, δεν χρειαζότανε τίποτα περισσότερο, μπήκα αμέσως στο νόημα, η εχεμύθεια άλλωστε ήτανε κληρονομικό μου χάρισμα, βασικά συμφωνήσανε να ισχυριστούνε ότι ένα μεγάααααλο κύμα μας περιέλουσε και αφού είχαμε γίνει μούσκεμα, μας είχε πυρπολήσει και ο ήλιος, πέσαμε όλοι στη θάλασσα με τα ρούχα για να….δροσιστούμε…   ο μικρός τώρα αν έλεγε κάτι διαφορετικό,  κάπως θα διασκεδαζότανε το πράγμα αφού όλοι οι συνομώτες είχανε συμφωνήσει,σε μια παρατραβηγμένη αλλά αλληθοφανή ιστορία.   Ο Πέτρος και ο ΄Ομηρος ρίξανε τα λιγοστά ψαράκια που είχανε πιάσει στο καλάθι του Μιχάλη και ο πατέρας μου με τη σειρά του συνεισέφερε με τα τρία μπαλαδάκια και δύο μεγαλούτσικους σπάρους και τέλος εγώ, μάλλον απρόθυμα, παραχώρησα το χριστόψαρο και δύο χάνους από την ψαριά μου, ώστε να φθάσει στο τηγάνι της Ρίας μία αξιοπρεπής ψαριά.
Τέλος πάντων ο μικρός , κάτι μπερδεμένα διηγήθηκε στη μάνα του, η οποία δεν έβγαλε άκρη, ρώτησε και τον άντρα της και της είπε αυτά που είχε συνεννοηθεί με τους υπόλοιπους και ούτε γάτα ούτε ζημιά κι εγώ, εννοείται, μιλιά δεν έβγαλα για την περιπέτειά μας,  μόνο δήλωσα με ειλικρίνεια, ότι παρά τη ρέντα μου στο ψάρεμα, δεν ήθελα να ξαναπάω, γιατί με έκαψε ο ήλιος, αυτό ήτανε αλήθεια, παρά το καπέλο και τη nivea που με είχε αλείψει ο μπαμπάς, αλλά  κυρίως γιατί βαρέθηκα.
Η ιστορία πάντως με τη βάρκα δεν τράβηξε πολύ, γιατί μία Κυριακή, τέλη  Οκτωβρίου ήτανε νομίζω, που είχανε βγεί για ψάρεμα οι 4 φίλοι κι ενώ βρισκόντουσαν κοντά στις Φλέβες γύρισε ξαφνικά ο καιρός, έπιασε μπουρίνι δυνατό και καταρρακτώδης βροχή. Η μηχανή έσβησε και παρά τις προσπάθειές τους, στάθηκε αδύνατον να ξαναπάρει μπροστά.  Κωπηλατούσανε σαν τρελοί αλλά το νερό έπεφτε με το τουλούμι, μαυρίλα, δεν ξέρανε πιά που πηγαίνανε στεριά και πέλαγος είχανε γίνει ένα, ξαφνικά χάσανε το ένα κουπί, σε λίγο και το δεύτερο, η βαρκούλα γέμιζε νερό και παράδερνε ακυβέρνητη, ο πατέρας μου ήτανε ο μόνος που κρατούσε την ψυχραιμία του, οι άλλοι είχανε κλ@σει μέντες, όπως ομολόγησαν οι ίδιοι αργότερα, σταυροκοπιόντουσαν και τάζανε στον ΄Αγιο Νικόλαο , ο πατέρας μου τους συμβούλεψε  να μη σταματάνε  να προσπαθούνε ν΄αδειάζουνε τα νερά και παράλληλα να κάνουνε σήματα με τους φακούς και ω! του θαύματος, μετά από κάμποσες ώρες αγωνίας και απόγνωσης, τους είδανε από ένα φορτηγό που πορευότανε για το λιμάνι του Πειραιά.
Τους ανασύρανε μαζί με τη βάρκα, τους δώσανε στεγνά ρούχα, τσάϊ και κονιάκ και τους αποβιβάσανε σώους στον Πειραιά. Τη βάρκα δεν θέλησε ο καπετάνιος να την κατασχέσει, παρ΄όλο που αυτό προβλέπεται από το ναυτικό δίκαιο .
Εν τω μεταξύ όσο η ώρα περνούσε και βράδιαζε η μάνα μου είχε χάσει την υπομονή και την ψυχραιμία της και είχε πιάσει τα τηλέφωνα, μετά από λίγο, θυμάμαι ήρθε στο σπίτι μας η Πολυξένη, που έκλαιγε και δερνότανε: « Τον έχασα τον αδελφό μου !!! Το στήριγμά μου !!!!» « ΄Αγιε Νικόλα μου στη χάρη σου θ΄ανάψω δέκα  λαμπάδες στο μπόϊ μου» , « Παναγία μου θαλασσινή, κάνε το θαύμα σου» Σχεδόν ταυτόχρονα κατέφθασε και η Ρία, αναμαλλιασμένη και έξαλλη , σέρνοντας το Λάμπρο από το χέρι που έκλαιγε γοερά. Ξεφώνιζε και  απειλούσε «Μόνο να είσαι ζωντανός Μιχάλη και θα σε πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια» , « Αλοίμονό σου κακομοίρη, τέτοια λαχτάρα που περνώ», «Πανάθεμά σε Μιχάλη εσένα και τα ψαρέματά σου»

Η μάνα μου  τις παρηγορούσε και προσπαθούσε δείχνει ψύχραιμη, τέλος πάντων ξενυχτήσανε στο σπίτι μας, το πρωϊ που ξυπνήσαμε, είδαμε τη Ρία κουλουριασμένη στον καναπέ μας με το μικρό Λάμπρο δίπλα της, η Πολυξένη είχε πάει  από τις 5  στην εκκλησία, η μαμά, μας ετοίμασε χλωμή και φανερά καταβεβλημένη για το σχολείο, μας ενημέρωσε ότι ο μπαμπάς και οι φίλοι του δεν είχανε επιστρέψει, αλλά ήτανε σίγουρη ότι θα γυρίζανε από στιγμή σε στιγμή και πράγματι, κάποια στιγμή πριν το μεσημέρι επιστρέψανε οι τέσσερις ναυαγοί, ξενυχτισμένοι, καταταλαιπωρημένοι αλλά σώοι !!!
Η μάνα μου, μάθαμε αργότερα, δεν είπε κουβέντα, άλλωστε ποτέ δεν είχαμε αντιληφθεί τους γονείς μας να καυγαδίζουνε ή να διαπληκτίζονται, έθεσε όμως όρο, το ψάρεμα με τη βάρκα, τέλος ! Η Πολυξένη έδωσε ρεσιτάλ γκρίνιας, προσευχών και επικλήσεων, ώστε ο  Πέτρος  δεν άντεξε κι έφθασε στο σημείο να την απειλήσει ότι θα πάει να νοικιάσει μία γκαρσονιέρα και να μείνει μόνος.
Η Ρία…. άστραψε και βρόντησε, τους άκουσε όλη η γειτονιά, φωνές, γδούποι,  πιατικά που σπάζανε,  κάποιοι είπανε ότι είχε ετοιμάσει μια βαλίτσα και απειλούσε να φύγει με το παιδί….
Τέλος πάντων, η βαρκούλα «Οι 4 φίλοι» ξεχειμώνιασε μόνη κι έρημη στο λιμανάκι του Αλίμου, ώσπου ένα γερό μπουγάζι την έριξε πάνω στο λιμενοβραχίονα και την σμπαράλιασε, οι τέσσερις φίλοι όμως, αφού περάσανε κάμποσοι μήνες και η μνήμη της περιπέτειάς τους ξέφτισε, ξεκινήσανε και πάλι
τις Κυριακάτικες αποδράσεις για ψάρεμα μαζί με πολλούς άλλους ερασιτέχνες ψαράδες,  νοικιάζοντας από τον Πειραιά ένα μεγάλο καϊκι, γι΄αυτό το σκοπό….
Τα χρόνια περνούσαν, ο Πέτρος και η Πολυξένη αδύναμοι και άρρωστοι κατέληξαν στο γηροκομείο, οι γονείς μου τους επισκεπτόντουσαν πολύ συχνά, ο «θείος» ΄ Ομηρος, πέθανε ξαφνικά από καρδιά μέσα στο μαγαζί του, άφησε την περιουσία του σ΄ένα μοναστήρι κοντά στο χωριό του, στον πατέρα μου άφησε τη συλλογή του με τα γραμματόσημα κι ένα ελβετικό ρολόϊ κούκο, στη μάνα μου άφησε το μικρό διαμαντένιο σταυρό της μάνας του κι ένα χρυσό βραχιόλι με μικροσκοπικά ρουμπίνια και σμαράγδια, σ΄ εμένα, την αδελφή μου και το Λάμπρο άφησε από ένα ονομαστικό βιβλιάριο με 30.000 Δρχ. για τις σπουδές μας, στη Ρία άφησε 10 χρυσές βέργες( βραχιόλια) και στο Μιχάλη ένα χρυσό δαχτυλίδι σεβαλιέ. και το ρολόϊ του, ένα χρονογράφο OMEGA.
Η Ρία και ο Μιχάλης μετακομίσανε στη Χαλκίδα, όπου η Ρία άνοιξε κατάστημα με παπούτσια  και δεν έπαψε να μας χαρίζει υπέροχες γόβες, σανδάλια και μοκασσίνια, ο Μιχάλης εργάστηκε σαν Προϊστάμενος παραγωγής στη NEOSET,
και μας χάρισε τα έπιπλα του νεανικού μας δωματίου, κρεβάτια, γραφεία, βιβλιοθήκες, ο Λάμπρος πήγε στο Λίβερπουλ, σπούδασε Ναυπηγός, παντρεύτηκε μία σκωτσέζα και ζεί εκεί με τα δύο του αγοράκια, τα περασμένα Χριστούγεννα έστειλε στους γονείς του μία κάρτα με τα παιδιά και τη γυναίκα του σε ένα πανέμορφο ιστιοφόρο …..το έχει ονομάσει «Οι 4 εμείς»
Ο μακαρίτης πατέρας μου  πάντα διηγείτο γλαφυρά και πολύ παραστατικά την περιπέτεια με τη βάρκα και το ναυάγιο στο Σαρωνικό, χωρίς να παραλείπει να προσθέτει με χιούμορ, ότι άν δεν τους είχε ανελκύσει το φορτηγό, μπορεί να ναυαγούσανε …στην Αίγυπτο ή σε καμιά βραχονησίδα στο Αιγαίο, αποκλείοντας εντελώς την πιθανότητα να πνιγούνε, μάλιστα, δεν παρέλειπε να δείξει  την πρώτη και μοναδική φωτογραφία όπου οι 4 φίλοι ποζάρανε χαμογελαστοί και πανευτυχείς μπροστά στη φρεσκοβαμμένη βάρκα τους !!!

Η μάνα μου πιστεύει μέχρι σήμερα, ότι τους έσωσε η θεία Πρόνοια και η ψυχραιμία του πατέρα μου  , εγώ και η αδελφή μου πιστεύουμε ακόμη ότι μπορεί να ναυαγούσανε σε ένα ερημονήσι σαν τον Ροβινσώνα Κρούσσο  και ίσως να ανακαλύπτανε  κι έναν κρυμμένο θησαυρό…αυτή την εκδοχή διαδίδαμε με καμάρι  για χρόνια στους φίλους και συμμαθητές μας, η συχωρεμένη η Πολυξένη πίστευε ότι σωθήκανε χάρη στο τάξιμό της στον ΄Αη Νικόλα και την Παναγία τη θαλασσινή, τέλος η Ρία ήτανε βέβαιη ότι σωθήκανε γιατί δεν ήτανε γραφτό της να χηρέψει τόσο νέα....