Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

ΝΑ ΔΙΝΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΙΡΝΕΙΣ ΑΓΑΠΗ....



Το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή είναι να μάθεις πώς να δίνεις αγάπη και πώς να την αφήνεις να έρχεται.

Morrie Schwartz








"Θα περιμένω μήνυμά σου, ότι έφτασες σπίτι.
Μου λείπεις.
Σου μαγείρεψα.
Θα περάσω σε λίγο να σου φέρω.
Έπεσε ο πυρετός;
Φόρεσε το κράνος μου.
Έχει αέρα σήμερα, μην βγεις για ποδήλατο.
Σου αρέσει; Στο χαρίζω!
Έκπληξη!!! Χρόνια πολλά!!!
Άστο, πάω εγώ να ανοίξω.
Κλείσε, θα σε πάρω εγώ, έχω μονάδες.
Πρόσεχε.
Σε κάλυψα, δεν πήρες απουσία.
Μην κλαις, με στεναχωρείς.
Πήγαινε εσύ με το ασανσέρ αφού δεν χωράει άλλο άτομο, ανεβαίνω με τα σκαλιά εγώ!
Άσε το κινητό να χτυπάει, συνέχισε αυτό που μου έλεγες.
Φύγε εσύ, θα πω ότι το έκανα εγώ. Φύγε!
Είμαι από έξω, άνοιξε το παράθυρό σου.
Αυτό το λουλούδι είναι για εσένα.
Πώς πήγε σήμερα στη δουλειά;
Αν δεν καπνίσεις σήμερα, θα έχεις μία έκπληξη!
Σε έχω καλέσει 100 φορές. Ανησύχησα.
Πώς κοιμήθηκες;
Χόρτασες;
Πάρε και από το δικό μου.
Σου αγόρασα αυτή τη σοκολάτα, θυμάμαι που μου είχες πει ότι είναι η αγαπημένη σου.
Έλα εδώ να σου κάνω μασάζ.
Σου έφτιαξα θερμοφόρα, θα σου κάνει καλό στον πόνο.
Πώς νιώθεις;
Τί σκέφτεσαι;
Σε κάλεσα γιατί ήθελα να σε ακούσω, δεν έγινε κάτι σοβαρό.
Πιες κι εσύ νερό, στην υγεία μας!
Μην τρέχεις στον δρόμο.
Φόρα την ζώνη σου.
Σου έστιψα πορτοκαλάδα.
Εχθές άκουσα αυτό το τραγούδι και σε σκέφτηκα..
Κράτα με, μην πέσεις.
Είναι βράδυ και επικίνδυνα, θα περάσω εγώ να σε πάρω, μην βγαίνεις με τα πόδια.
Ότι χρειαστείς, είμαι εγώ εδώ.
Θα σε βοηθήσω εγώ με την εργασία σου, θα την προσπαθήσουμε μαζί.
Μην βάζεις μόνο λάδι, βάλε πρώτα αντιηλιακό.
Διάβασες για αύριο;
Κλείνω το θερμοσίφωνο.
Μπες για μπάνιο πρώτη εσύ τώρα που έχει ζεστό νερό, θα μπω μετά εγώ.
Φορά το μπουφάν μου, δεν κρυώνω.
Έφαγες σήμερα;
Μην καμπουριάζεις.
Καλημέρα.
Καληνύχτα.
Αν είσαι τυχερός και αγαπάς, έχεις σίγουρα αναφέρει κάποια από τις προηγούμενες φράσεις.
Αν είσαι τυχερός και αγαπιέσαι, έχεις σίγουρα απαντήσει σε μία από αυτές τις φράσεις.
Αν είσαι τόσο τυχερός...μην ξεχάσεις ποτέ πόσο τυχερός είσαι.
Μην εκμεταλλευτείς το άτομο που σε αγαπά.
Να είσαι μαλακός μαζί του, ήρεμος, στοργικός.
Μην το πληγώσεις.
Σκέψου προτού πράξεις.
Δείξε του πόσο τον αγαπάς κι εσύ.
Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα στη ζωή από το να βιώνεις και να δείχνεις την αγάπη..."
(Via: Akrivi Kollia)






Το να αγαπιέσαι βαθιά από κάποιον σου δίνει δύναμη, όμως το να αγαπάς κάποιον βαθιά σου δίνει θάρρος.

Lao Tzu

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

ΛΕΜΟΝΙΑ η προσφυγοπούλα

 Η συμμετοχή μου σηματοδοτεί την έναρξη  της 6ης ΦΩΤΟΣΥΓΓΡΑΦΙΚΗΣ ΣΚΥΤΑΛΗΣ που οργανώνει η Μαίρη από την ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ.https://ghinimatia.blogspot.com/ Την φωτό και την λέξη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ  διάλεξε γιά εμένα η  Ελένη Φλογερά     και την ευχαριστώ πολύ γιατί η επιλογή της μου χάρισε έμπνευση που ξεδιπλώθηκεεεε......αρκετά και ελπίζω να μην αγανακτήσετε διαβάζοντας....Αν αντέξετε πάντως θα χαρώ να διαβάσω τα σχόλιά σας...



 

Τι μέρα και τούτη !!! Η Μυρτάλη ανέβαινε με βιάση το πετρώδες μονοπάτι και η καρδιά της βροντοχτυπούσε στο στήθος, αγωνιούσε αν και ήξερε που θα τους βρεί,  τη μάνα της, τη Λεμονιά του ΄Ομηρου και τον χαμένο αδελφό της τον Νώντα που είχε έρθει μαζί με τον αδελφό της τον Οδυσσέα μόλις το προηγούμενο βράδι….Πόσα δάκρυα, πόση συγκίνηση , πόσος πόνος σ΄αυτό το  σμίξιμο των αδελφών μετά από 50 χρόνια !!! Ολη νύχτα σιγομιλούσαν αγκαλιασμένοι κλαίγοντας ασταμάτητα από χαρά… Νωρίς το πρωϊ πήγανε και άναψαν κεριά στην εκκλησία, προσκύνησαν όλες τις εικόνες και μετά πέρασαν από το κοιμητήριο, η Λεμονιά ήθελε να αναγγείλει τα χαρμόσυνα νέα στον Ομηρο….  Νωρίς το απόγευμα πήγαν όλοι μαζί της στον Συμβολαιογράφο και ήξεραν όλοι καλά,    πως αυτή ήταν από τις σπουδαιότερες μέρες της ζωής της….χρόνια την καρτερούσε και είχε υπομείνει πολλά μέχρι να την αξιώσει ο Θεός να λευτερωθεί η ψυχή της όπως έλεγε…. Ο Οδυσσέας και ο Νώντας είχαν ήδη κανονίσει την αγορά του κτήματος στο όνομά της, όμως δεν της αποκάλυψαν ότι είχαν ήδη πληρώσει τα συμφωνημένα….σε συνεννόηση με τον Συμβολαιογράφο  όμως, θα την άφηναν να πιστεύει ότι πλήρωσε μόνη της το αντίτιμο.....

Τεσσάρων χρονών,  κρατημένη από το χέρι του μεγάλου της αδελφού, του Επαμεινώνδα βρέθηκε μέσα στην κοσμοχαλασιά της Σμύρνης, εκείνες τις άγριες κι αλησμόνητες μέρες….Η μάνα της , λεχώνα μόλις 15 ημερών , στο σπίτι με την πρωτοκόρη της,  την 13χρονη Περσεφόνη, τα δύο μικρότερα παιδιά ο Μιλτιάδης και η ΄Αρτεμις μαζί με την γιαγιά Καλυψώ στο κτήμα τους έξω από την πόλη….γιά να μαζέψουν τα σύκα ….ο πατέρας της, έμπορος κρασιών ,  ούτε που ήξερε που βρισκόταν εκείνη την ημέρα….

Ξαφνικά βρέθηκε μόνη μέσα σ΄ένα πλήθος που έτρεχε αλαφιασμένο και πανικόβλητο προς την προκυμαία  καθώς έχασε την ασφάλεια και το ζεστό κράτημα του αδελφικού χεριού…..Παραζαλισμένη άρχισε να κλαίει και να φωνάζει « Νώντα ! Νώντα !...» αλλά η φωνή της πνιγότανε μέσα στη βουή του πλήθους και ούτε που κατάλαβε πως βρέθηκε  σ΄ένα πλεούμενο καθισμένη πάνω σε μπόγους δίπλα σε μια κουλούρα σχοινιών που μύριζαν έντονα ψαρίλα….

Εκλαιγε και ψέλιζε το όνομα του αδελφού της, της μάνας της, της γιαγιάς Καλυψώς… χωρίς να την ακούει κανείς….ώρες πέρασαν κι αποκαμωμένη,  κάποια στιγμή αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε είχε αρχίσει να χαράζει, πεινούσε , διψούσε, η μυρωδιά του καπνού ανακατεμένη μ΄αυτή της θάλασσας είχε γεμίσει τα πνευμόνια της και ήταν τόσο φοβισμένη….όλα γύρω της άγνωστα και το κούνημα του πλεούμενου της έφερνε ζαλάδα…..παραδίπλα διέκρινε μια οικογένεια… 2-3 παιδιά κοιμόντουσαν πάνω σε μπόγους , δίπλα τους η γιαγιά  κρατούσε ένα μικρό στην αγκαλιά της και στήριζε την κόρη της που θήλαζε ένα λεχούδι…

Ο χρόνος κυλούσε, ο ήλιος ανέβηκε ψηλά , ασυναίσθητα έβαλε το χέρι στην τσέπη της ποδιάς της ….ο Νώντας της την είχε γεμίσει με φουντούκια, στραγάλια, καρύδια, σταφίδες…..έκλαιγε μασουλώντας ένα καρύδι μέχρι που είδε τα μάτια των παιδιών απένταντί της, στηλωμένα επάνω της…..πλησίασε και έβαλε το χέρι στην τσέπη, τους πρόσφερε από τα  λιγοστά καλούδια της . Η γιαγιά την ρώτησε:

« Ποια είσαι εσύ, πού θε είσαι ;;;»

Είμαι η Λεμονιά απάντησε μέσα στ΄αναφυλλητά της ….είμαι του Περικλή με τα κρασιά….

 «Και πούθε βρέθηκες εδώ μονάχη σου;;;»

Δεν είχε απάντηση σ΄αυτή την ερώτηση έτσι έμεινε σιωπηλή….Ούτε που μπόρεσε να λογαριάσει πόσο κράτησε αυτό το ταξίδι , όμως όταν ήρθε η ώρα ν΄αποβιβαστούν η γιαγιά της είπε : «Λεμονιά κρατήσου από το φουστάνι μου» κι αυτό έκανε.

Εζησε μαζί τους τις κακουχίες της προσφυγιάς μέχρι τα 8 της χρόνια, έγιναν η οικογένειά της. Η γιαγιά Βιργινία, η κόρη της η Ιοκάστη και τα παιδιά : Ο Παναγής, η Ροδάμνη, η Χαρίκλεια και ο μικρός  , που αν και αβάπτιστος τον φώναζαν Λευτέρη. Τότε πρωτάκουσε την λέξη «ελευθερία» η Λεμονιά. Όταν βρέθηκαν σ΄εκείνο τον ξένο τόπο που όμως , όπως είπε η γιαγιά Βιργινία «τουλάχιστον εδώ θα είμαστε ασφαλείς και θα έχουμε ελευθερία».

Η γιαγιά ξενοδούλευε όπου εύρισκε, η Ιοκάστη που είχε μια έμφυτη επιδεξιότητα στα χέρια , κατάφερε να εξελίξει το ταλέντο της και έγινε περιζήτητη από τις αρχόντισσες του τόπου για τα χτενίσματα και την περιποίηση των μαλλιών τους.

Ετσι όταν στο αρχοντικό των Μπρατσέων ζήτησαν μια μικρή για παρακόρη….εκείνη πρότεινε την Λεμονιά.

Καθαρή και φρεσκολουσμένη με το μπαλωμένο της φουστανάκι,  ένα πρωϊνό, η 8χρονη Λεμονιά με τον μικρό της μπόγο, βρέθηκε σε έναν αλλιώτικο κόσμο, πολύ διαφορετικό από αυτόν του πατρικού της, που τον είχε σχεδόν ξεχάσει και της  προσφυγικής παράγκας που μοιραζότανε με την θετή της οικογένεια….Τους αποχωρίστηκε με πόνο και δάκρυα, ήξερε όμως πως δεν μπορούσε να μείνει για πάντα μαζί τους.

Με τους Μπρατσέους έζησε μέχρι τα 17 της….μεγάλη οικογένεια, γιαγιάδες, θειάδες, παιδιά, ανήψια, ξαδέλφια…..τραπεζώματα, βεγγέρες….Οι άνδρες της οικογένειας ήταν παλατιανοί με υψηλές θέσεις, οι γυναίκες αριστοκράτισσες , εκλεπτυσμένες και ….απαιτητικές.  Εχοντας έμφυτη εξυπνάδα και σιδερένια θέληση, η Λεμονιά κατάφερε κι  έμαθε γράμματα παρακολουθώντας τα μαθήματα των παιδιών της οικογένειας…..δάσκαλοι μπαινόβγαιναν στο σπίτι κι εκείνη φρόντιζε να βρίσκεται τριγύρω πότε σιδερώνοντας βουνά ασπρόρουχα, πότε τρίβοντας ασημικά, γυαλίζοντας παπούτσια, μαντάροντας κάλτσες…..ότι άκουγε το κατέγραφε επιμελώς και της φαινόταν περίεργο που δυσκολεύονταν τόσο  τα αρχοντόπουλα με την προπαίδεια, την ιστορία, την γεωγραφία και την κλίση των ουσιαστικών και των ρημάτων….τις αντωνυμίες…..Μάζευε τα πεταμένα χαρτιά και τα λιωμένα μολύβια και στο μικρό καμαράκι κάτω από την σκάλα της κουζίνας που μοιραζότανε με την Κατίνα την μεγαλύτερη παρακόρη της οικογένειας και έγραφε ...., αφού έμαθε μονάχη της το αλφάβητο ,  λέξεις και προτάσεις αρχικά  και στη συνέχεια όσα είχε μπορέσει να συγκρατήσει από τα μαθήματα....

Βοηθούσε όποτε μπορούσε και την μαγείρισσα την κυρά Ευθαλία και μάθαινε όσα της έδειχνε, ενώ πολύ πρόθυμα έκανε όλα τα θελήματα που της ανέθεταν. Ο καλός της χαρακτήρας και η φυσική της εξυπνάδα και ευγένεια την έκαναν πολύ αγαπητή σε όλους και η ζωή της κυλούσε στους ρυθμούς του αρχοντικού με πρόγραμμα και υποχρεώσεις…..πολλές υποχρεώσεις. Τον χειμώνα στην Αθήνα, τα καλοκαίρια στο μεγάλο κτήμα στο νησί….Εκείνο το καλοκαίρι γνώρισε τυχαία τον ΄Ομηρο…..Τον είχε συστήσει ένας καθηγητής για να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα στον μικρότερο γιό και τις 2 ανηψιές του Ευκλείδη Μπρατσέου.

Ερωτας με την πρώτη ματιά. Συνέβη στ ΄αλήθεια και  η αθώα και άμαθη Λεμονιά βίωσε με τρόμο το πρωτόγνωρο συναίσθημα. Ο Ομηρος 9 χρόνια μεγαλύτερός της, επίσημα ζήτησε το χέρι της από τον Ευκλείδη Μπρατσέο για να εισπράξει την άρνησή του. Δεν το έβαλε κάτω, επανήλθε σε λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα….και πάλι  ο Ε.  Μπρατσέος ισχυρίστηκε ότι η Λεμονιά είναι ακόμη μικρή και έχει πολλές υποχρεώσεις σαν έμπιστη της οικογένειας….

Για την τρίτη και τελευταία απόπειρα,  μεταχειρίστηκε ένα τέχνασμα…..με το οποίο είχε συγκατατεθεί και η Λεμονιά . Ενημέρωσε τον   Αριστοκλή Μπρατσέο  αυτή τη φορά. ότι η σχέση είχε προχωρήσει και ότι ο γάμος  έπρεπε να επισπευσθεί,  ……οπότε προ του τετελεσμένου ο Αριστοκλής Μπρατσέος έδωσε την συγκατάθεσή του αφού βεβαίως κατσάδιασε την Λεμονιά με μάλλον ήπιο τρόπο : «Λεμονιά γνωρίζεις ότι σε θεωρούμε μέλος της οικογενείας μας και απολαμβάνεις όλα αυτά τα χρόνια την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη μας….μάλιστα μην αμφιβάλεις ότι θα φροντίζαμε και για την αποκατάστασή σου με άτομο αξιοπρεπές και καλού χαρακτήρος…..η μητέρα μου μάλιστα είχε ήδη υπόψη κάποιον κατάλληλο…αλλά τέλος πάντων οφείλομεν να αντιμετωπίσωμεν τα γεγονότα…….Μας εξέπληξε η προκύψασα κατάστασις αλλά……..υπάρχουν και τα  ηλικιωμένα άτομα  της οικογενείας που  έχουν την ανάγκην των φροντίδων σου, η μητέρα μας, η θεία Ελεονώρα, η θεία Καλλισθένη…. »

Η Λεμονιά με χαμηλωμένα μάτια άκουγε σιωπηλή, την είχε προειδοποιήσει ο ΄Ομηρος ότι σίγουρα θα υπήρχε  αναφορά στις ανάγκες της οικογένειας και ψυχολογική πίεση,  αλλά το μόνο που θα έπρεπε να την απασχολεί δεν ήταν παρά να κάνει το επόμενο μεγάλο βήμα στην ζωή της !!!

Και το έκανε !!! Ντύθηκε νύφη με ένα από τα βραδινά φορέματα της αρχόντισσας που προς μεγάλη της έκπληξη, της παραχωρήθηκε με χαρά και προικίστηκε με  μερικά είδη οικοσκευής, κάμποσα ασπρόρουχα  και 80 λίρας χρυσάς !!! Η Θεία Ελεονώρα της χάρισε ένα χρυσό βραχιόλι , η θεία Καλλισθένη ένα μενταγιόν με σάπφειρον κυανόν και η γιαγιά  έναν χρυσό σταυρό με χοντρή χρυσή αλυσσίδα και ένα εικόνισμα της Παναγίας βρεφοκρατούσας. Η κυρά Ευθαλία της έφερε ένα μεγάλο τέντζερη κι ένα τηγάνι τυλιγμένα σε ένα καρώ τραπεζομάντηλο και η Κατίνα δυό προσόψια κεντημένα στο χέρι και μία τσάντα.

  Ο ΄Ομηρος διορίστηκε δημοδιδάσκαλος σ΄ένα παραθαλάσσιο χωριό , εκεί οι Μπρατσέοι, σ έναν ορμίσκο μια σταλιά,  διατηρούσαν ένα μικρό κτίσμα που παλιά χρησιμοποιούσαν σαν  «σαπουναριό» και αργότερα ο  μικρότερος γιός της κυρά Κατίνας φύλαγε το βαρκάκι του. Τους το παραχώρησαν γιά να στήσουν το σπιτικό τους.

Αρχικά εγκαταστάθηκαν σ΄ένα δωμάτιο πάνω από το υποδηματοποιείο/ τσαγκάρικο του Ευάγγελου . Η μάνα του , η κυρά Γεσθημανή , νοίκιαζε δυό δωμάτια του σπιτιού της ενώ κρατούσε για εκείνη και τον γιό της , δυό κάμαρες και μια ευρύχωρη σάλα/τραπεζαρία. . Στο διπλανό δωμάτιο,  έμενε ένας ναυτικός όποτε ξεμπάρκαρε στο νησί. 

Ο Ομηρος γεμάτος συγκίνηση και ενθουσιασμό ανέλαβε τα καθήκοντά του με αφοσίωση στο έργο και τους μαθητές του, η Λεμονιά μετά το φορτωμένο πρόγραμμα του αρχοντικού, βρέθηκε σχεδόν άπραγη και άρχισε τις βόλτες στα ακρογιάλια και τα απόκρημνα βράχια απολαμβάνοντας μια πρωτόγνωρη ελευθερία ! Φρόντιζε και την κυρά Γεσθημανή που είχε, λόγω της ηλικίας της, κινητικά κυρίως προβλήματα, όμως απολάμβανε την συντροφιά της γιατί ήταν γυναίκα  καλλιεργημένη από αρχοντοοικογένεια που βρέθηκε σ΄αυτόν τον τόπο γιατί αγάπησε και παντρεύτηκε τον Αυξέντιο τον υποδηματοποιό ! « Πρόσεξε της τόνισε, ο Αυξέντιος ήταν υποδηματοποιός σπουδασμένος στο εξωτερικό, δεν ήταν απλός τσαγκάρης….. είχε το καλύτερο κατάστημα στη Χώρα ,όμως αρρώστησε σοβαρά από τα νεφρά του και  ήρθαμε εδώ γιατί είχε πηγή με καλό νερό ……Δυό παιδιά έχασα , ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, γεννήθηκαν νεκρά και τα δύο…..όμως η Παναγία άκουσε τις προσευχές μας και μας χάρισε τον Ευάγγελο» …..Η Κυρά Γεσθημανή της έμαθε να πλέκει με τις βελόνες και το βελονάκι «πρόσεχε τους πόντους, ισομεγέθεις….μην σφίγγεις πολύ το νήμα….μην το αφήνεις πολύ χαλαρό….» Πλέκοντας με τα πολύχρωμα νήματα,  η Λεμονιά απελευθέρωσε την δημιουργικότητά της και γνώρισε μιά εντελώς διαφορετική μορφή ελευθερίας που την γέμισε ικανοποίηση !!!

Τα απογεύματα ο Ομηρος μελετούσε και προετοίμαζε τα μαθήματα της επομένης  καθισμένος στην μια άκρη του τραπεζιού κι εκείνη έπλεκε καθισμένη απέναντί του…..που και που σήκωναν και οι δυό τα μάτια τους και τα βλέμματά τους γεμάτα τρυφερότητα διασταυρώνονταν…Λεμονή μου ψιθύριζε εκείνος….΄Ομηρε αγαπημένε μου…..έλεγε εκείνη   ψιθυριστά…..

Τα Σαββατοκύριακα έκαναν περιπάτους και προσπαθούσαν με την βοήθεια του Νικήτα του μάστορα και του γιού του του Θρασύβουλου,  που αν και κωφός εκ γενετής ήταν άριστος χτίστης, σοβατζής και βαφέας, να συμμαζέψουν το Σαπουναριό και να το μετατρέψουν σε κατοικήσιμο σπίτι !!! Πράγμα που το κατάφεραν μετά από ενάμισι χρόνο περίπου με πολύ κόπο και αρκετή προσωπική δουλειά…..

Εκεί έστησαν το φτωχικό σπιτικό τους και στέγασαν την αγάπη τους…..με  την προίκα της Λεμονιάς, μία γκαζιέρα, μερικά πιατικά, έναν τέντζερη κι ένα τηγάνι, ένα διπλό σιδερένιο κρεββάτι, ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι , 6 καρέκλες 3 σκαμνιά, τα βιβλία του Ομηρου,  τα προικώα ασπρόρουχα, τα μαλλιά, τις βελόνες και τα βελονάκια της Λεμονιάς….

Εκεί γεννήθηκε ο Οδυσσέας, ο πρωτότοκός τους, δύο χρόνια αργότερα, ο Αχιλλέας, τρίτη γέννα η Ανδρομάχη, τέσσερα χρόνια αργότερα η Μυρτάλη και τελευταίος  ο Έκτορας… Τα παιδιά τους, ο μεγαλύτερος θησαυρός τους !!!

Ο ΄Ομηρος παράλληλα με την διδασκαλία, ασχολήθηκε και με την γή….του άρεσε να σκάβει, να φυτεύει …..αν και το χώμα στο νησί ήταν ξερό και γεμάτο πέτρες, εκείνος το έβαλε σκοπό να φτιάξει ένα μπαξέ,  ένα μικρό μποστάνι για να εξασφαλίσει στην οικογένεια τ΄αναγκαία , αλλά και για να έχει την χαρά της ενασχόλησης με την καλλιέργεια…..Ετσι νοίκιασε ένα κομμάτι γης παραδίπλα από το σπιτικό τους κι άρχισε μεθοδικά, με υπομονή και υπέρμετρους κόπους να σκάβει, να σκαλίζει, να ποτίζει την άνυδρη και σκληρή γή και να φυτεύει……είχε ένα πάθος με τις λεμονιές…..έφτιαχνε τοιχαλάκια, πέτρα πέτρα, ώστε να τους δημιουργεί μια προστατευτική αγκαλιά και να τις προφυλάσσει από τους  Αιγαιοπελαγίτικους αέρηδες και τα μπουρίνια….κι εκείνες ξεπετάγονταν σιγά σιγά καταπράσινες και έδιναν τους μυρωδάτους καρπούς τους απλόχερα….δίφορες οι περισσότερες, ανταπέδιδαν την φροντίδα με θαυμαστή παραγωγή των μοσχομυριστών καρπών τους.

Ομορφα χρόνια….ώσπου ήρθαν και τα δίσεκτα, τα δύσκολα και τα αφόρητα….ένα απόγευμα Φθινοπώρου ο Οδυσσέας  βρήκε τον ΄Ομηρο ξέπνοο , πεσμένο στην ρίζα μιας λεμονιάς…..κρατούσε ακόμη το κλαδευτήρι στο παγωμένο χέρι του…..η Ανδρομάχη αρρώστησε στα 14 χρόνια της , χωρίς οι γιατροί να μπορέσουν να κάνουν διάγνωση και μετά από μία εβδομάδα με υψηλό πυρετό, βυθισμένη σχεδόν σε κώμα, ταξίδεψε  στον ουρανό γιά να συναντήσει τους παππούδες και τον πατέρα της…..

Η Λεμονιά τότε άρχισε να ξυπνάει τις νύχτες παγωμένη,  με την αίσθηση της απώλειας τόσο έντονη και βαριά που την έκανε να ξημερώνεται πνιγμένη στα δάκρυα….είχε ξανά την αίσθηση του παιδικού της χεριού που βρέθηκε ξαφνικά μέσα σ΄εκείνον το χαλασμό,  ελεύθερο….Το παγωμένο μαξιλάρι δίπλα της , υπογράμμιζε την απουσία του Ομήρου και η θέα του άδειου κρεββατιού της Ανδρομάχης της τρύπαγε τα σωθικά…..Κάποιο βράδυ της φάνηκε ότι χτύπησε η πόρτα και ήρθε η μάνα της με το μωρό στην αγκαλιά και ο Νώντας πρόβαλλε απλώνοντας το χέρι του να την πάρει, να πάνε στον πατέρα,  που τους περίμενε μαζί με την γιαγιά και τ΄άλλα αδέλφια της στο καϊκι…..να φύγουν μακριά από τον κίνδυνο….να αναζητήσουν την ελευθερία…..

Ένα απόγευμα που μάζευε λεμόνια στο μεγάλο κοφίνι, την έπιασε μια ζαλάδα, τα μάτια της θάμπωσαν και σχεδόν λιποθύμησε και της φάνηκε πως εκεί στο πεζούλι που συνήθιζε να κάθεται με τον Ομηρο καμαρώνοντας τις λεμονιές και ατενίζοντας το πέλαγος στο βάθος, τον είδε ολοζώντανο να κουβεντιάζει με τους Μπρατσέους  …κι εκείνη αισθάνθηκε άβολα που ήταν απεριποίητη , με ένα ξεθωριασμένο μαντήλι στα μαλλιά και λασπωμένα παπούτσια κι έκανε ασυναίσθητα μιά προσπάθεια  να συμμαζέψει  τα μαλλιά της και να κρύψει την παλιά μπαλωμένη ποδιά της….

Ο Οδυσσέας ήταν αποφασισμένος να μπαρκάρει. Τους το είχε δηλώσει από νωρίς και ο πατέρας του την είχε προειδοποιήσει…: «.είναι στη φύση του τα ταξίδια και η θάλασσα….δεν μπορούμε να τον εμποδίσουμε»….έτσι δέχτηκε την απόφασή του στωϊκά…ο Αχιλλέας πάλι έδειξε νωρίς την κλίση του στα γράμματα, Δάσκαλος ήθελε να γίνει σαν τον πατέρα του κι εκείνη για να στηρίξει την οικογένεια και τα όνειρα των παιδιών της,  ρίχτηκε με πάθος στην φροντίδα του μικρού τους κτήματος, άρχισε να φτιάχνει γλυκό λεμόνι που σε λίγο έγινε περιζήτητο σ΄όλο το νησί και αξιοποίησε την συνταγή που της είχε εμπιστευτεί η κυρά Γεσθημανή κι έφτιαχνε εκείνο το περίφημο Λιμοντσέλο τόσο πετυχημένα , που δεν πρόφθαινε τις παραγγελίες….

Η Μυρτάλη μεγάλωνε και η ομορφιά και οι χάρες της επίσης……από τα 15 της άρχισαν να έρχονται τα προξενιά. Είχε γίνει άξια πλέκτρια και κεντήστρα …..ζωγράφιζε, έγραφε ποιήματα και ξεχώριζε ανάμεσα στις συνομίληκές της για τον συγκροτημένο χαρακτήρα και τους καλούς της τρόπους. Αυτή φρόντισε στον τάφο της αδελφής της να γραφτούν οι στίχοι του  Κ. ΠΑΛΑΜΑ από το ποίημα Ο Θάνατος της Κόρης    :

«Η θεία του παντός δικαιοσύνη
η ολάγρυπνη, την άφραστην ανάπαυση σου δίνει
γιατί από τη στιγμή τη μακρινή που ήρθες, ξεχώρισες
ψυχή λευκή σαν γαλαξίας απ’ τη γαλήνη της ανυπαρξίας,
άδολη, πάναγνη έζησες, έλαμψες, μοσχομύρισες.

Γι αυτό μες’ τη γαλήνη την παντοτινή,
μες’ στην ασάλευτη γαλήνη εγύρισες.»

Είχε μια έμφυτη ευγένεια και καλοσύνη αυτό το παιδί που δεν περνούσαν απαρατήρητα….Εγινε Νοσηλεύτρια και υπηρέτησε τον πάσχοντα άνθρωπο για όλη της την ζωή…..παντρεύτηκε σε σχετικά μεγάλη ηλικία,  έναν γιατρό χωρίς να αποκτήσουν παιδιά.

Ο ΄Εκτορας το στερνοπαίδι της, έγινε Μηχανικός , Ναυπηγός για την ακρίβεια. Από μικρός έδειξε την κλίση του για τα πλεούμενα, δεν ήτανε γεννημένος ταξιδευτής σαν τον αδελφό του αλλά κατασκευαστής. Εκείνο το μικρό βαρκάκι του γιού της κυρά Κατίνας, φυλαγμένο για χρόνια στο μικρό υπόστεγο πίσω από το σπιτάκι τους, το είχε καλαφατίσει, του είχε φτιάξει καινούργιο τιμόνι και κουπιά, είχε βάλει κι ένα πανάκι άσπρο και μαζί με τον Οδυσσέα πήγαιναν για ψάρεμα….

Ο Ομήρος τους καμάρωνε και καθησύχαζε τους φόβους της…".άστους να ακολουθήσουν την κλίση και τα΄όνειρό τους….." έτσι έγινε… και τα χρόνια κυλούσαν με τις χαρές και τις λύπες να μπαινοβγαίνουν στο σπιτικό και την ψυχή της….Παρακαλούσε την Παναγία και τους Αγίους να είναι καλά στα πόδια της, να είναι καλά και να προκόψουν τα παιδιά της ,  ν΄αξιωθεί να δεί εγγόνια και να αποκτήσει επί τέλους  εκείνο το μικρό κομμάτι γης, το κτηματάκι που ανάσταινε τις λεμονιές της !!!

Οι αρχικοί ιδιοκτήτες είχαν πεθάνει από χρόνια και οι κληρονόμοι βλέποντας την φροντίδα και την ομορφιά εκείνης της χέρσας βραχώδους γής που είχε μεταμορφωθεί σε μικρό Παράδεισο, αξίωναν όλο και μεγαλύτερο ενοίκιο κάθε τόσο….

Της είχε γίνει εμμονή η απόκτηση αυτής της γής…..μάζευε δεκάρα δεκάρα , σε μια παλιά κάλτσα,  όσα μπορούσε να εξοικονομήσει ώστε κάποια στιγμή να μπορέσει να την αγοράσει…

Στο μεταξύ τα παιδιά της είχαν  άλλη εμμονή…. να βρούν τις άκρες της ζωής της κι είχαν αρχίσει μυστικά να ερευνούν το παρελθόν, σε μια προσπάθεια…να συνδέσουν το παρελθόν με το παρόν….

Η Μυρτάλη αναζήτησε και βρήκε τους Μπρατσέους….όσους είχαν απομείνει δηλαδή….οι κόρες είχαν παντρευτεί και ζούσαν η μία στην Αθήνα και η άλλη στο εξωτερικό, ο μεγάλος γιός είχε γίνει Δικηγόρος, ο μικρός Στρατιωτικός, τα ανήψια είχαν τοποθετηθεί σε δημόσιες θέσεις σε Υπουργεία…οι ανηψιές είχαν παντρευτεί στρατιωτικούς και Δημόσιους Λειτουργούς. Η κυρά Ευθαλία είχε συχωρεθεί δυό χρόνια μετά τον γάμο της Λεμονιάς και η Κατίνα είχε παντρευτεί το καλό της, έναν παραγιό στο μεγάλο Παντοπωλείο του ΚΑΡΑΣΜΕΣΟΥΤΗ που αργότερα έγινε και κληρονόμος του άτεκνου αφεντικού του.

Ο Εκτορας  εντελώς τυχαία και με απρόσμενο τρόπο,  κατάφερε να βρεί τα παιδιά της οικογένειας που είχε προστατέψει και μεγαλώσει την μητέρα του…. Μετά από ένα ατύχημα στο Ναυπηγείο που εργαζόταν, μεταφέρθηκε μαζί με άλλους τραυματισμένους εργαζόμενους στο εφημερεύον Νοσοκομείο, Ευτυχώς μόνον δύο εργάτες ήταν πιο σοβαρά τραυματισμένοι, εκείνος και δύο εργοδηγοί, ευτυχώς είχαν ελαφρά τραύματα και δεν κρίθηκε αναγκαία η παραμονή τους στο Νοσοκομείο, όμως καθημερινά πήγαινε και επισκεπτόταν τους τραυματισμένους συναδέλφους του. Εκεί γνωρίστηκε με την γιατρό Βιργινία Τ. που είχε αναλάβει την νοσηλεία των συναδέλφων και συζητούσαν καθημερινά για την πορεία της υγείας τους….δεν άργησε να αναπτυχθεί και  ειδύλλιο ανάμεσά τους…..οπότε οι συζητήσεις, οι συναντήσεις έφεραν και τις απρόσμενες αποκαλύψεις….Η γιατρός Βιργινία ήταν η μοναχοκόρη της Χαρίκλειας….κι από εκεί άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι των αναμνήσεων που πήγαιναν πίσω….σ΄εκείνον τον χαλασμό του 22 , το καϊκι της σωτηρίας…, την προσφυγιά, τον αγώνα της επιβίωσης…. Η γιαγιά Βιργινία είχε από χρόνια συχωρεθεί όπως και η κόρη της η Ιοκάστη,  που είχε καταφέρει να ανοίξει σπουδαίο κομμωτήριο και  σαλόνι ομορφιάς που σύχναζε όλη η αριστοκρατία, τώρα το είχαν αναλάβει οι  κόρες της ,  η Χαρίκλεια που είχε παντρευτεί και είχε κάνει την δική της οικογένεια και η Ροδάμνη που είχε παραμείνει ανύπαντρη. Ο Παναγής είχε γίνει ιερέας και  υπηρετούσε ως ιεραπόστολος κάπου στην Αφρική , ο μικρός Λευτέρης  είχε γίνει έμπορος και διατηρούσε κοσμηματοπωλείο σε κεντρικό δρόμο της Αθήνας, ποτέ δεν είχαν μάθει τι είχε απογίνει ο πατέρας τους , οι θείοι, τα ξαδέλφια τους ……κάποτε η μάνα τους είχε συναντήσει μια παλιά τους γειτόνισσα που όμως δεν γνώριζε τίποτα για τους δικούς τους…

Ο Οδυσσέας δεν ήξερε από πού να αρχίσει….όπου συναντούσε έλληνα κουβέντιαζε γι΄αυτό το ζήτημα ώσπου μετά από κάποια χρόνια, είχε μπαρκάρει σ΄ένα γκαζάδικο,  με  ένα πολύπειρο Χιώτη καπετάνιο…..ένα βράδι που έκανε μαζί του βάρδια  και υπήρχε διάθεση για κουβέντα….έπιασε το προσφιλές του θέμα….εκείνος με μεγάλο ενδιαφέρον άκουσε αμίλητος την ιστορία της μάνας του της Λεμονιάς…γυάλωσαν τα μάτια του, του έκανε κάποιες ερωτήσεις, έδειχνε προβληματισμένος και εμβρόντητος….τις επόμενες μέρες επεδίωκε να συναντιέται μαζί του και να κουβεντιάζουν, του έκανε ερωτήσεις για τον πατέρα, τα΄αδέλφια του αλλά κυρίως για την μάνα του,  ώσπου στο τέλος της εβδομάδας φανερά συγκινημένος και έντονα φορτισμένος του είπε : «Οδυσσέα παιδί μου, νομίζω ότι ο καλός Θεός θέλησε τώρα, στο τελευταίο μου μπάρκο να μου κάνει ένα σπουδαίο δώρο ζωής…..είμαι σχεδόν βέβαιος, από όσα μου διηγήθηκες, ότι είμαι ο θείος σου ο Επαμεινώνδας » Ο Οδυσσέας κατάπληκτος δυσκολεύτηκε να καταλάβει  αμέσως το νόημα των λέξεων, όμως μετά το αρχικό σοκ , άρπαξε το χέρι του γέρο καπετάνιου κι έσκυψε να το φιλήσει….εκείνος το τράβηξε και τον έκλεισε στην αγκαλιά του, ενώ τα δάκρυα αυλάκωναν τα θαλασσοδαρμένα του μάγουλα και κατρακυλούσαν ανεμπόδιστα …..Του διηγήθηκε κλαίγοντας ανακουφισμένος την δική του ζωή, τις κακουχίες, τις περιπέτειες και τις φρικτές τύψεις που τον βασάνιζαν,  γιατί εκείνη την μαύρη ημέρα είχε ξεγλιστρήσει από την παλάμη του το μικρό χεράκι της Λεμονιάς…..την είχε χάσει μέσα σ΄εκείνο το πλήθος που αναζητούσε απελπισμένα την σωτηρία…..δεν είχε καταφέρει να επιστρέψει στο σπίτι τους, τρομοκρατημένος και ψάχνοντας απελπισμένα για την Λεμονιά,  είχε πέσει μπροστά στις ρόδες ενός κάρου και από τύχη δεν σκοτώθηκε, όμως ο καραγωγέας, Ανέστη τον έλεγαν, τον αναγνώρισε γιατί ήταν συνεργάτης του πατέρα του και τον ανέβασε στο κάρο που είχε την οικογένειά του μαζί με κάμποσους μπόγους…..Τον πήρανε μαζί τους, ο Ανέστης είχε συγγενείς στη Σάμο και κανόνισε με φιλικό καίκι να πάνε εκεί , τον κράτησε μαζί με τα δικά του παιδιά, πήγε στο σχολείο  και στα 17 του μπάρκαρε…..γύρισε τον κόσμο 5-6 φορές…..έγινε καπετάνιος, γνώρισε φουρτούνες και ναυτικές τραγωδίες,  τροπικές καταιγίδες, μπουρίνια και ανεμοστρόβιλους….δυό φορές κόντεψε να πνιγεί σε ναυάγιο, την δεύτερη φορά μάλιστα με κίνδυνο της ζωής του έσωσε τον καπετάνιο…..εκείνος σε ένδειξη ευγνωμοσύνης τον πάντρεψε με την κόρη του και του χάρισε το 50% του πλοίου….Ατυχος όμως, η γυναίκα του πέθανε στην γέννα του πρώτου τους παιδιού και το παιδάκι γεννήθηκε θνησιγενές…..δεν τα κατάφερε…Συνέχισε να ταξιδεύει χωρίς σταματημό και πολλά βράδια τα όνειρά του στοίχειωναν οι  εφιάλτες του, το ποδοβολητό και οι κραυγές του πλήθους στην προκυμαία της Σμύρνης εκείνο τον Σεπτέμβρη του 22 ….αλαφισμένος και κάθιδρος αφυπνιζόταν από τις δικές του κραυγές….: «Λεμονιά, Λεμονιάαααα !!!!» Δεν είχε πάψει κι εκείνος να ερευνά γιά τους δικούς του. Είχε πάει  μάλιστα ο ίδιος στην Σμύρνη να τους αναζητήσει.....δεν βρήκε κανέναν τους , το μόνο που κατάφερε να μάθει ήταν πως ο  Περικλής, ο πατέρας του  κάηκε μέσα στο μαγαζί του προσπαθώντας να σώσει τους δύο εργάτες του που είχαν εγκλωβιστεί...

Ξεμπάρκαραν το συντομώτερο θείος κι ανηψιός και περίμεναν κι οι δύο ανυπόμονα τη μέρα που θα έσμιγαν τα δύο χαμένα αδέλφια….Ο Οδυσσέας ήταν ανήσυχος όσο και ενθουσιασμένος….πως αντέχεται η μεγάλη χαρά;;; Αισθανόταν μία παράξενη αίσθηση πληρότητας ν’  αναβλύζει από μέσα του, είχε βρεί τις ρίζες της οικογένειας, είχε βρεί τον χαμένο αδελφό της μάνας του, έναν κρίκο από την σπασμένη οικογενειακή αλυσίδα….από το σόϊ του πατέρα του γνώριζαν ήδη ότι δεν είχε απομείνει κανείς… πρόσφυγες κι εκείνοι από την Ανατολική Ρωμυλία είχαν όλοι χαθεί πριν φτάσουν στα ελληνικά εδάφη….μόνο ο Ομηρος είχε σωθεί χάρη στον Νονό του,  που τον είχε πάρει κοντά του να τον σπουδάσει…

Η Μυρτάλη τους βρήκε καθισμένους στο πεζούλι κρατημένους χέρι χέρι γερμένους τον ένα πάνω στον άλλο….είχαν τα μάτια κλειστά και .χαμογελούσαν μ΄ένα γαλήνιο χαμόγελο….η μάνα της κρατούσε σφιχτά στον κόρφο της το συμβόλαιο ιδιοκτησίας του κτήματος….Οι λεμονιές ήταν ανθισμένες και μοσχοβολούσε όλος ο τόπος… Η ψυχή της , γεμάτη προσμονή, φτερούγισε ελεύθερη να συναντήσει τους αγαπημένους της…ο Νώντας γεμάτος ευγνωμοσύνη και ανείπωτη ευτυχία κρατούσε εκείνο το ίδιο  χέρι που του είχε ξεγλιστρήσει τότε….και είχε στοιχειώσει την ζωή του. Η ψυχή του ήταν ανάλαφρη κι ελεύθερη πιά να αφεθεί στην απεραντοσύνη του σύμπαντος… Εριξε απάνω τους το σάλι που κρατούσε, είχε πέσει ο ήλιος από ώρα και η βραδινή ψύχρα ήταν έντονη….Αχ βρε μάνα σκέφτηκε….άντεξες τις πίκρες , την προσφυγιά, τις δυσκολίες της ζωής, αγάπησες κι αγαπήθηκες,  μας μεγάλωσες, μας έπλεξες,  μας έπλυνες , μας  τάϊσες …κουβάλησες χιλιάδες τενεκέδες με νερό για τις λεμονιές, πέτρες, χώμα…..ξεβοτάνισες,  ….έβρασες και σιρόπιασες σωρούς λεμονόφλουδες, έστιψες άπειρα λεμόνια…..κι εσύ καπετάν Νώντα, όργωσες τους ωκεανούς κι απόμεινες μονάχος κι άκληρος με τις μνήμες και τις τύψεις σου και τώρα στο γέρμα της ζωής σου , βρήκες την χαμένη σου αδελφή, τ΄ανήψια σου, τους χαμένους κρίκους της οικογένειάς σου… κι όλα αυτά γιατί   « …..Οι άνθρωποι χρειάζονται δυσκολίες και αντιστάσεις για να αποκτήσουν ψυχική δύναμη…..»

 Σκούπισε ασυναίσθητα τα δάκρυά της και πήρε τον δρόμο του γυρισμού…..


Παραδίδω την ΣΚΥΤΑΛΗ στην ΑΧΤΙΔΑ μας, με την βεβαιότητα ότι θα εμπνευσθεί μία θαυμάσια ιστορία από την φωτό που επέλεξα και την λέξη : ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ