Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

Το πουκάμισο του φιδιού ή το κουκούλι της πεταλούδας;

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:


Της Μαρίας Ευθυμίου
















Η τρέχουσα πανδημία χτύπησε τις δυτικές κοινωνίες –και την Ελλάδα– σε μια φάση της ζωής τους κατά την οποία έχει προηγηθεί μακρά ειρήνη και ευημερία εβδομήντα πέντε χρόνων. Δύο γενιές δεν έχουν ζήσει τον πόλεμο παρά από διηγήσεις, και δεν γνωρίζουν –ούτε μπορούν καν να φανταστούν– τις στερήσεις, τις απώλειες, την ανασφάλεια και τον πόνο που έζησαν οι δικοί τους τρεις και περισσότερες γενιές πίσω. Στις προηγούμενες γενιές, ο θάνατος ήταν πιο κοντά και η αναστροφή της μοίρας πιο αναμενόμενη για σένα και τους διπλανούς σου. Εξ αυτού, είχες αναπτύξει στάσεις και άμυνες που στηρίζονταν στο πείσμα και στην καρτερία, σε στέρεες ιδεολογίες ή στη θρησκευτικότητα που απάλυνε τον πόνο και σε ενίσχυε απέναντι στις –συχνά φριχτές– αβεβαιότητες της καθημερινότητας.




Σήμερα, η πανδημία μάς βρήκε πάνω σε έπαρση, σε αλαζονεία. Στην ελαφρότητα να νομίζουμε ότι όλα δικαιωματικά μάς ανήκουν λες και είμαστε το κέντρο της Γης – αθάνατοι που όλοι και όλα πρέπει να τους υπηρετούν. Από την πλευρά αυτή, το χτύπημα που δεχτήκαμε έχει μια ευεργετική διάσταση: δημιουργεί ευκαιρία για στοχασμό, αναστοχασμό, αποτίμηση, επανάκτηση του μέτρου και της ουσίας. Κυρίως, δίνει ευκαιρία να ξαναποκτήσουμε την αίσθηση του συνανήκειν – όχι μόνο στο ίδιο εύθραυστο ανθρώπινο είδος, αλλά και σε μία συγκεκριμένη κοινωνία, τη δικιά μας κοινωνία, που χρειάζεται, σε καιρούς πραγματικά κρίσιμους, να βρει κοινούς βηματισμούς για να επιβιώσει.




Αυτήν την αίσθηση την είχαμε ξεχάσει, εν πολλοίς, καθώς τα τελευταία εβδομήντα χρόνια, μαζί με τα τεράστια βήματα προόδου, δεν έπαυσαν να εμφιλοχωρούν οι πολώσεις ενός επιτηδείως σερνάμενου εμφυλίου. Μαζί με την πρόοδο, πορεύονταν έτοιμα λόγια μίσους και προκάτ δήθεν σκέψεις που τροφοδοτούσαν ανάπηρα, διχαστικά, απορριπτικά, υπεροπτικά, ρηχά και μονίμως επιτιμητικά εγώ.




Οι εικόνες, όμως, που έρχονταν από την Ιταλία και την Ισπανία με τα πολύ τραγικότερα ημών δεδομένα, ήταν άλλης κατεύθυνσης. Εκεί, οι τόσο βαριά πληττόμενοι γείτονές μας, την ώρα του τρόμου και του θανάτου, άντλησαν δύναμη όχι από τον διχασμό αλλά από την ενότητα και την αλληλεγγύη. Από την ευγνωμοσύνη, την ευγένεια, την αξιοπρέπεια, την αγάπη. Τραγουδώντας από τα μπαλκόνια για να υμνήσουν την ομορφιά της χώρας τους, της κοινωνίας τους και της παράδοσής τους. Χειροκροτώντας νοσηλευτές και γιατρούς για την αφοσίωση στο τόσο επικίνδυνα εκτεθειμένο στον ιό έργο τους. Βοηθώντας ο ένας τον άλλον όσο και όπου μπορούσαν.




Το άτομο που επελέγη να μας πληροφορεί και να μας καθοδηγεί, ο κ. Τσιόδρας, αποδείχθηκε πως ήταν της ίδιας ποιότητας, του ίδιου ήθους με τις παραπάνω στάσεις. Ηρεμος, σοβαρός, μετρημένος, αισθαντικός, ευγενής, ουσιαστικός, ευαίσθητος, αναπτέρωνε το ηθικό χωρίς να χαϊδεύει τα αυτιά μας, την ίδια ώρα που μας υπεδείκνυε την πειθαρχία μέσα από διαδρομές πειθούς και όχι από εκβιαστικά διογκωμένους εκφοβισμούς. Στην ίδια γραμμή, και η πολιτική ηγεσία. Και ο πρωθυπουργός.




Αυτή η ανατροπή των πραγμάτων δεν εμπόδισε την εμφάνιση του διχαστικού λόγου. Παραδείγματος χάριν, η κυρία (και άλλοι, όχι λίγοι) που διατυμπάνιζε, διά του Τύπου και των μέσων μαζικής δικτύωσης, την αγανάκτησή της για το γεγονός ότι σύζυγος πολιτικού τόλμησε να χειροκροτήσει από το μπαλκόνι της τους γιατρούς και τους νοσηλευτές της χώρας. Ενώ είναι γνωστό πως μόνο οι «διαμαρτυρόμενοι» έχουν ευαισθησίες και αισθήματα, ενώ οι «άλλοι» –της αντίθετης παράταξης, βεβαίως– είναι φανερό ότι δεν έχουν. Και δεν τους επιτρέπεται να έχουν. Γιατί αλλιώς, καταρρέει το οικοδόμημα υπονόμευσης των δεσμών συνοχής μιας ολόκληρης κοινωνίας, που «διαμαρτυρόμενοι», όπως εκείνη, έχουν –μετά ηθικής υπεροχής, βεβαίως– επί μακρόν στήσει.




Κάτι, όμως, έχει αλλάξει. Η επιχείρηση αυτή τη φορά δεν βρήκε εύφορο έδαφος. Σαν έτοιμοι από παλιά, σαν να αισθανθήκαμε πως θα θέλαμε να ανταλλάξουμε το πουκάμισο του φιδιού με το κουκούλι της πεταλούδας, βγάλαμε από μέσα μας έναν επιμελώς, ως φαίνεται, κρυμμένο ευγενή, ουσιαστικό, αισθαντικό, υπεύθυνο εαυτό. Πειθαρχήσαμε μετά ελευθερίας, συμπαρασταθήκαμε μετά αξιοπρεπείας, νοιαστήκαμε μετά εμπιστοσύνης. Γίναμε πιο φίλοι, πιο συγγενείς, πιο εραστές, πιο πολίτες. Γίναμε οι όμορφοι εμείς. Που θα είναι πιο δύσκολο, τώρα που θα τελειώσει η πανδημία, να ξαναφορέσουμε το πουκάμισο του φιδιού. Γιατί θα έχουμε νέες πηγές μέσα μας να μας καθοδηγούν και να μας φωτίζουν.




Γιατί θα είμαστε όμορφοι ξανά. Αταλάντευτα όμορφοι. Και θα ξαναστήσουμε τη λαβωμένη κοινωνία και οικονομία μας ακουμπώντας ο ένας στον άλλον, και όχι υπονομεύοντας ο ένας τον άλλον.




Κι έχω να πω ένα μυστικό. Θα τα καταφέρουμε!




* Η κ. Mαρία Δ. Ευθυμίου είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του






 Πανεπιστημίου Αθηνών.