Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Το ποδήλατο




Καλημέρα.....σκέφτομαι τα δώρα που θα ήθελα να κάνω στους φίλους και τους αγαπημένους μου .....σκέφτομαι τι θα δώσει χαρά στον καθένα , σκέφτομαι τις περιορισμένες οικονομικές μου δυνατότητες.....όχι πως πίστεψα ποτέ ότι τα "ακριβά" δώρα δίνουνε μεγαλύτερη χαρά, όμως η οικονομική ευχέρεια δίνει σίγουρα τη δυνατότητα για περισσότερες επιλογές......όμως αυτό θα το προσπεράσω, και το μόνο σίγουρο είναι ότι θα κάνω και φέτος Δώρα αγάπης !!! Ευχαριστώ από καρδιάς τις φίλες που μου προσφέρανε τα δικά τους δώρα αγάπης, μοναδικά ,χειροποίητα, φορτισμένα με άπειρη θετική ενέργεια , ανεκτίμητα !!!
Εγώ με τη σειρά μου θα χαρίσω σε όλους όσους με επισκέπτονται εδώ, μία ιστορία. " Το ποδήλατο" που ήτανε για μένα μία τραυματική εμπειρία, ποτέ δεν κατάφερα να μάθω, γκρεμοτσακίστηκα τόσες φορές που το αντιπάθησα σφόδρα ,για να ξορκίσω τους φόβους μου, έκανα τις ηρωίδες της ιστορίας μου να το λατρέψουν !!! Αφήστε τη φαντασία σας ελεύθερη. θα χαρώ να διαβάσω τις δικές σας εμπειρίες. τα σχόλιά σας, τα θεωρώ δώρο !!!(Στις φωτό οι κούκλες μου, η όμορφη Πολύμνια, η νεαρή ΄Ελλη και η γιαγιά Ροζαλία στα νιάτα της, όταν απέκτησε το πρώτο της ποδήλατο)!!!


Το ποδήλατο

Δεν υπήρχε κανείς στη μικρή πόλη που να μη γνώριζε την Έλλη και το ποδήλατο της.
Η λεπτή φιγούρα της με τα καστανοκόκκινα μαλλιά δεμένα αλογοουρά και το πορτοκαλί ποδήλατο με το ευρύχωρο καλάθι μπροστά στο τιμόνι ήτανε σε όλους τόσο οικεία και αγαπητή που όποιον και να ρωτούσε κανείς για εκείνη, θα έπαιρνε αμέσως την απάντηση: είναι η ΄Ελλη με το ποδήλατό της!!!
Η Έλλη καθημερινά μετά το σχολείο, τριγυρνούσε στη μικρή πόλη κάνοντας παραδόσεις κατ΄ οίκον των αγορών που έκαναν οι πελάτισσες της μητέρας της.
Η μητέρα της διατηρούσε το μοναδικό κατάστημα ψιλικών, ειδών ραπτικής και αξεσουάρ μόδας στη
μικρή πόλη, το ίδιο αυτό κατάστημα που είχε ανοίξει η δική της μητέρα, η γιαγιά της Έλλης, η πασίγνωστη κυρία Ροζαλία!!!
Η κυρία Ροζαλία ήτανε η πρώτη γυναίκα που άνοιξε κατάστημα στη μικρή πόλη, μόλις χήρεψε σε ηλικία 25 ετών και η πρώτη γυναίκα που κυκλοφορούσε με ποδήλατο !
Τώρα σε προχωρημένη ηλικία, τυλιγμένη με το σάλι της εξακολουθούσε τις περισσότερες ημέρες να κάθεται πίσω από το ταμείο του καταστήματος που είχε περάσει πια στα χέρια της κόρης της, αλλά η ίδια δεν είχε πάψει ούτε στιγμή να έχει ενεργό ρόλο στις νέες παραγγελίες, στην υποδοχή και εξυπηρέτηση των παλαιών πελατισσών και κυρίως στις ημερήσιες εισπράξεις…!
Τα χρόνια είχαν αφήσει τα σημάδια τους στο στρογγυλό πρόσωπό της, στα σγουρά μαλλιά της που τώρα ήτανε κατάλευκα χωρίς να έχει κάμψει διόλου το δυναμικό χαρακτήρα της, το σπινθηροβόλο βλέμμα της , το έξυπνο χιούμορ και το ατίθασο πνεύμα της!!!
Το ποδήλατο της γιαγιάς Ροζαλίας ,ήτανε για χρόνια, το τρίτο αξιοθέατο της πόλης τους, μετά τη βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης του 11ου αιώνα που βρισκότανε στην κεντρική πλατεία και το τριώροφο αρχοντικό των Καραπιπέριδων με τους μαρμάρινους κίονες στην είσοδο.
Το είχε φέρει ο παππούς Κλεομένης δώρο μοναδικό και σπάνιο από το Παρίσι όπου είχε επισκεφθεί μία διεθνή έκθεση και είχε φροντίσει ο ίδιος να μάθει η σύζυγός του να το οδηγεί και να κάνει καθημερινά βόλτες γύρω από το μεγάλο κήπο του σπιτιού τους.
Αυτό το ποδήλατο και ποιος δεν το είχε θαυμάσει και ποιος δεν το είχε ζηλέψει!!!
Τις Κυριακές, μετά το μεσημεριανό φαγητό, συνήθιζαν να κάνουν έναν μεγάλο περίπατο μέχρι την ακροποταμιά στο σημείο που σχηματιζότανε ένα ευρύχωρο πλάτωμα με μεγάλα δένδρα γύρω- γύρω, εκεί όπου πολλοί ερχόντουσαν οικογενειακώς για βαρκάδα ή για πικ-νικ.
Ο παππούς Κλεομένης ανέβαζε την κορούλα του την Πολύμνια στους ώμους και ακολουθούσε τη γιαγιά Ροζαλία που οδηγούσε με επιδεξιότητα το ποδήλατό της φορώντας απαραιτήτως το ψάθινο καπελίνο της .
Ώσπου μια μέρα, μια σειρά τραγικών γεγονότων άλλαξε τη ζωή της γιαγιάς Ροζαλίας και της μικρής Πολύμνιας.
Μια πυρκαγιά που εκδηλώθηκε με τρομακτική καταστροφική δύναμη στο εμπορικό που διατηρούσαν στην πόλη ο παππούς και τα αδέλφια του, δεν αφάνισε μόνο την περιουσία τους αλλά ήτανε η αιτία να σκοτωθεί ο παππούς στην ανεπιτυχή προσπάθειά του να σώσει το μεγάλο του αδελφό το Θεόδωρο ο οποίος είχε πρώτος ριχτεί στις φλόγες, με αυτοθυσία και ηρωισμό προκειμένου να σώσει την επιχείρησή τους.
Μετά την απόγνωση και το βαρύ πένθος, η γιαγιά Ροζαλία συγκέντρωσε τις δυνάμεις της και πήρε την απόφαση να ανοίξει το κατάστημα «Μόδες ΡΟΖΑΛΙΑ» στη μικρή πόλη. «Έχω παιδί να μεγαλώσω» είπε, κι έσφιξε τις γροθιές της, μάζεψε τα κουράγια της, καταχωνιάζοντας την αφόρητη λύπη και τον καημό της.
Εν τω μεταξύ είχε αποβιώσει από στενοχώρια και παθολογικά αίτια και ο τρίτος κατά σειρά αδελφός του παππού , ο Τρύφωνας και ο μικρότερος ο Άγγελος, αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια συγκεκριμένα, όπου η οικογένεια της γυναίκας του διατηρούσε επιχείρηση εμπορίας καπνών, έτσι παραχώρησε στη γιαγιά Ροζαλία τα λιγοστά εμπορεύματα που διασώθηκαν από τη φωτιά, κάμποσα μέτρα γαλλικές δαντέλες, κορδέλες, υφάσματα , καμιά εκατοστή κουτιά με κουμπιά όλων των μεγεθών και χρωμάτων καθώς και το 50% του ποσού που εισπράξανε από την Ασφάλεια.


                                                                      Η Ροζαλία

Μόνη της η Ροζαλία βρήκε και αγόρασε το διώροφο με το ισόγειο κατάστημα,με τη μικρή αυλή στο πίσω μέρος και την κατοικία στον πρώτο όροφο.
Ακούραστη, εργατική, προσηλωμένη στο καθήκον, έστησε το μαγαζί της και κέρδισε γρήγορα την εκτίμηση και το σεβασμό των πελατισσών της χωρίς να παραμελεί ούτε στιγμή τη φροντίδα και την επιμέλεια της κορούλας της.

Τις Κυριακές, μετά τη λειτουργία ήτανε συνήθως καλεσμένες στο σπίτι της κυρίας Ελεονόρας και του κ. Παύλου που μαζί με τ΄αδέλφια του, είχανε το μοναδικό εμπορικό ποδηλάτων, σε όλη την ευρύτερη περιοχή που διέθετε και εργαστήριο επισκευών, ανταλλακτικών κλπ. έτσι αναπόφευκτα η πρώτη και μοναδική γυναίκα πελάτισσά τους, για πολλά χρόνια, δεν ήτανε άλλη από την κυρία Ροζαλία…
Με τη μητέρα της κυρίας Ελεονόρας είχανε μακρινή συγγένεια, κρατάγανε από το σόΐ της Κοντέσας Βαλέραινας και το είχανε καμάρι και ξεχωριστή χαρά να κουβεντιάζουνε για τους σπουδαίους ανθρώπους της γενιάς τους και η μικρή Πολύμνια είχε την ευκαιρία να παίζει με τα τρία παιδιά τους, την Αντιγόνη που ήτανε τρία χρόνια μεγαλύτερή της, τον Φανούρη που ήτανε ένα χρόνο μεγαλύτερος και την Άννα που ήτανε συνομήλικη της. Κατοικούσανε στην άκρη της πόλης , σ΄ένα μεγάλο σπίτι περιτριγυρισμένο από οπωρώνα και περιβόλι γι΄αυτό πηγαίνανε πάντα με το ποδήλατό τους, καλοντυμένες , με καλογυαλισμένα παπούτσια και τα καπέλα τους στολισμένα με κορδέλες, η κ. Ροζαλία ντυμένη σοβαρά, με σκουρόχρωμα ρούχα και γκρίζο καπέλο και η μικρή Πολύμνια με βαμβακερά φορεματάκια, ραμμένα από τη μητέρα της και καπελάκι με ταιριαστές κορδέλες, συνήθως πράσινες, που ήτανε το αγαπημένο της χρώμα κι όταν άνοιξε η γιαγιά Ροζαλία το κατάστημά της, οι πρώτες πιστές της πελάτισσες, δεν ήτανε άλλες από την κυρία Ελεονόρα, τις αδελφές της, Αντιγόνη και Ερμιόνη , τις εξαδέλφες της, Φαίδρα, Κατίνα , Μαριγώ , Ευτυχία , τις κουμπάρες της Ευδοξία, Καλλισθένη, Παρθενόπη και Ευαγγελία , τις κουνιάδες της, την Αγγελική, την Ελένη και την Ιφιγένεια….
Το δυναμισμό της γιαγιάς, την εργατικότητα, την αρχοντιά και την έμφυτη ευγένεια, την κληρονόμησε στο ακέραιο η κόρη της η Πολύμνια, που εξελίχθηκε σε μία πανέμορφη κοπέλα με κατάλευκο δέρμα, καστανοκόκκινα μαλλιά και πράσινα μάτια κληρονομιά από τον πατέρα της τον Κλεομένη .
Η γιαγιά Ροζαλία απέρριψε κάθε πρόταση γάμου που κατά καιρούς της έγινε και δεν ήτανε λίγες , πολλοί και αξιόλογοι βρεθήκανε να θέλουνε να κάνουνε συμβία τους, αυτή τη δυναμική και αξιοπρεπέστατη κυρία, όμως εκείνη ούτε που το σκέφτηκε : «παντρεύτηκα μία φορά και ήτανε για πάντα» έλεγε , τώρα είμαι δεσμευμένη με τη δουλειά μου.
Μόνη της διεκπεραίωνε τις υποθέσεις του νοικοκυριού και του καταστήματός της και μερίμνησε η θυγατέρα της να μορφωθεί στο Παρθεναγωγείον, όπου και η ίδια είχε φοιτήσει, ενώ πάντα, από μικρό κοριτσάκι ήτανε δίπλα της στο κατάστημα, στις παραγγελίες, στην εξυπηρέτηση των πελατισσών, στα λογιστικά, στα πάντα.
Η γιαγιά Ροζαλία Τρίτη και Παρασκευή 4-6 έκανε με το ποδήλατό της τις παραδόσεις των παραγγελιών κατ΄ οίκον.
Αυτή τη δουλειά την ανέλαβε η νεαρή Πολύμνια, ένα χρόνο αφ΄ότου ξεκίνησε η «επίσημη» επαγγελματική της ενασχόληση στο κατάστημα της μητέρας της.
Τρίτη και Παρασκευή 4-6 όλων τα μάτια ήτανε στραμμένα στο κατάστημα της κυρίας Ροζαλίας απ΄ όπου η Πολύμνια θα τοποθετούσε προσεκτικά στο καλάθι του παλιού ποδηλάτου τα δέματα με τις παραγγελίες και θα ξεκινούσε τις διαδρομές για την παράδοσή τους.
Ντυμένη πάντοτε απλά και φορώντας ένα ψάθινο καπελίνο με πράσινη κορδέλα τραβούσε σα μαγνήτης τα βλέμματα θαυμασμού χωρίς να έχει την παραμικρή συναίσθηση της ταραχής που προκαλούσε στον ανδρικό πληθυσμό και της ζήλιας που ξεσήκωνε σε ένα μεγάλο μέρος του γυναικείου….

Πριν συμπληρώσει καλά καλά τα 16 της χρόνια, τα προξενιά άρχισαν να έρχονται το ένα μετά το άλλο και τότε η γιαγιά Ροζαλία είπε: «Ακριβή μου κορούλα, μη βιαστείς, άφησε την θεία Πρόνοια να σε βοηθήσει στην επιλογή σου, και με την ευχή μου!!»


                                                                          Η Πολύμνια
Η πανέμορφη Πολύμνια με τα πράσινα μάτια , τα καστανοκόκκινα μαλλιά το λαμπερό χαμόγελο και τους ευγενικούς τρόπους είχε προ πολλού κινήσει το ενδιαφέρον των νέων και των λιγότερο νέων και δεν είχε μείνει αδιάφορη στις φλογερές ματιές και τα ραβασάκια που της έστελνε με την ξαδέλφη του τη Σοράγια, ο γιός του Ειρηνοδίκη ο Λέανδρος…!
Έτσι, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του Ειρηνοδίκη και της κυρίας του που έκαναν τη σχετική κριτική για την κόρη της εμπόρισσας, την ποδηλάτισσα, την άπροικη, την ορφανή, στην οποία όμως δεν είχαν να προσάψουν το παραμικρό, όσον αφορά τη συμπεριφορά ήθος, την εκτίμηση και το σεβασμό που απολάμβανε τόσο η ίδια όσο και η μητέρα της, από όλους ανεξαιρέτως, ενώ η οφθαλμοφανής εκθαμβωτική ομορφιά της δεν άφηνε περιθώρια για περισσότερες συζητήσεις…
Ο γάμος έγινε σε στενό κύκλο λόγω πένθους στην οικογένεια του γαμπρού, με μόνη απαίτηση από πλευράς της νύφης, να συνεχίσει να εργάζεται δίπλα στη μητέρα της στο κατάστημα «Μόδες ΡΟΖΑΛΙΑ» ενώ στο θέμα του ποδηλάτου και των κατ οίκον παραδόσεων υπήρξε μια μικρή υποχώρηση και αποφασίστηκε να γίνεται στο εξής από έναν νεαρό βοηθό που θα προσλάμβαναν γι αυτό το σκοπό. Τούς σύστησαν μάλιστα, ως πλέον κατάλληλο, τον Σπυράκο ,ένα δεκαεπτάχρονο ορφανό αγόρι , προστατευόμενο του κ. Ειρηνοδίκη.
Η κυρία Ροζαλία ποτέ δεν μπόρεσε στ΄ αλήθεια να αποδεχθεί αυτό τον αναγκαστικό όρο γιατί της ήτανε αδύνατον να κατανοήσει γιατί ήτανε προσβλητικό για τον κ. και την κ. Ειρηνοδίκη, η συμπεθέρα τους και η νύφη τους να συνεχίσουν να παραδίδουν τις παραγγελίες τους στις πελάτισσές τους με το ποδήλατό τους, όπως το έκαναν εδώ και χρόνια με αξιοπρέπεια και συνέπεια.
Ο μόνος λόγος που την έκανε να υποχωρήσει σε αυτό το θέμα δεν ήτανε άλλος από την ευτυχία της αγαπημένης της κόρης και η αμοιβαία συμπάθεια που δημιουργήθηκε ανάμεσα σ΄ εκείνη και το γαμπρό της, το Λέανδρο.
Τον Λέανδρο τον λάτρεψε η Ροζαλία από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε. Την κέρδισε η ευγένειά του, η καλλιτεχνική του φύση, ήτανε φωτογράφος σπουδασμένος στο Παρίσι και είχε ένα μικρό ΣΤΟΥΝΤΙΟ στην κοντινή πόλη, η λεπτότητά του, η μελένια ματιά του και η αγάπη που έβλεπε να ξεχειλίζει από μέσα του για την Πολύμνια….! Τι άλλο θα επιθυμούσε μια μητέρα για την μοναχοκόρη της;

Οι νεόνυμφοι εγκαταστάθηκαν σε ένα μικρό σπιτάκι με κήπο στην άκρη της μικρής πόλης και πολύ σύντομα η οικογένεια απέκτησε ένα ακόμη μέλος, τη μικρή Έλλη, ένα ροδαλό μωρό, με καστανοκόκκινα μαλλιά και μελιά μάτια, ίδια ακριβώς με του πατέρα της του Λέανδρου.
Αυτή η ευτυχία δεν ήτανε τυχερό να κρατήσει για πολύ. Η μοίρα άλλα είχε αποφασίσει για το νεαρό ζευγάρι και το κοριτσάκι τους…..
Ο Λέανδρος αρρώστησε βαριά και για έξι μήνες πάλευε να κρατηθεί στη ζωή. Φέρανε τους καλλίτερους γιατρούς, παραγγείλανε φάρμακα από το εξωτερικό….αλλά μάταια. Έσβησε ένα δειλινό αφήνοντας μόνη την αγαπημένη του σύζυγο και ορφανή την κορούλα του που τότε ήτανε μόλις 6 ετών…
Τα πεθερικά της Πολύμνιας έσπευσαν να προτείνουν επίμονα να πάνε να ζήσουνε μαζί τους, κυρίως λόγω της λατρείας που είχανε στη μικρή Έλλη, το μοναδικό εγγόνι τους, αλλά εκείνη αποφάσισε και το δήλωσε κατηγορηματικά ότι θα επέστρεφε στο σπίτι της μητέρας της πάνω από το κατάστημα της.
Έτσι έγινε, το παλιό παιδικό δωμάτιο της Πολύμνιας βάφτηκε και επιπλώθηκε με κάποια από τα έπιπλα του μικρού της σπιτιού, η φωτογραφία του Λέανδρου σε ασημένια κορνίζα τοποθετήθηκε στο μπουφέ της τραπεζαρίας δίπλα στην κορνίζα με τη φωτογραφία του παππού Κλεομένη και το μικρό πατάρι πάνω από τη σκάλα, διαμορφώθηκε με γούστο και περισσή φροντίδα σε δωμάτιο της Έλλης….
Σ΄αυτό το δωματιάκι με το τετράγωνο παράθυρο, η γιαγιά Ροζαλία και η Πολύμνια μεγαλούργησαν! Το έντυσαν με μια χαρούμενη ταπετσαρία, έβαλαν δαντελένιες κουρτίνες στο παράθυρο, έφτιαξαν οι δυό τους μετά από ατέλειωτες ώρες δουλειάς, ένα υπέροχο κεντημένο πάπλωμα για το κρεβάτι της μικρής, ενώ η άλλη γιαγιά, η κυρία Ειρηνοδίκη, όπως την αποκαλούσε η γιαγιά Ροζαλία, έφερε ένα χαλί σε τσαγαλί χρώμα σπαρμένο με κάθε λογίς λουλούδια μία επιτραπέζια μπρούτζινη λάμπα με γυαλί από ροζ οπαλίνα και μία μικρή γαλλική πολυθρόνα ντυμένη με βαθυπράσινο βελούδο.
Σε όλους τους τοίχους του σπιτιού και του μαγαζιού κρεμάστηκαν φωτογραφίες που είχε τραβήξει και εκτυπώσει ο Λέανδρος. Η Πολύμνια με το μωρό στην εξώπορτα, η Πολύμνια και το ποδήλατο κάτω από την ανθισμένη αγριοτριανταφυλλιά, η Έλλη και τα παιχνίδια της, η Έλλη και η Πολύμνια στην κουνιστή βιεννέζικη πολυθρόνα, η Πολύμνια μπροστά στο παράθυρο, ο Λέανδρος και η Πολύμνια σκυμμένοι στην κούνια του μωρού, ο Λέανδρος με την Έλλη αγκαλιά, η Πολύμνια με το νυφικό της φόρεμα, το ζευγάρι των νεόνυμφων μετά τη στέψη, η Πολύμνια και η Έλλη στο ποδήλατο, η Έλλη και το κουκλόσπιτό της…., η ΄Ελλη και το αρκουδάκι της…

Αφού ολοκληρώθηκε η εγκατάσταση της Πολύμνιας και της μικρής Έλλης στο σπίτι, η γιαγιά Ροζαλία ξαφνικά ένα πρωΐ ανακοίνωσε: « Σήμερα θα έρθει το καινούργιο ποδήλατο!! Βοηθείστε να ανεβάσουμε το παλιό εδώ , θα το κρεμάσω στον τοίχο πάνω από το πλατύσκαλο γιατί θέλω να το βλέπω όταν μπαίνω κι όταν βγαίνω από την κάμαρά μου…»
Η επιθυμία της πραγματοποιήθηκε άμεσα, είχε φροντίσει άλλωστε η ίδια, με κάθε μυστικότητα, να τοποθετηθούν από μέρες τα κατάλληλα στηρίγματα στον τοίχο και μόλις το παλιό ποδήλατο, παρά τις φθορές του χρόνου, καθαρισμένο και γυαλισμένο πήρε τη θέση του, δεν μπόρεσε να κρύψει ένα δάκρυ που κύλισε από τα βουρκωμένα μάτια της.
Αλλά και η Πολύμνια στάθηκε με συγκίνηση στο κάτω μέρος της σκάλας και ακουμπώντας στη χοντρή ξύλινη κουπαστή κατακλύστηκε από τις εικόνες που είχαν σημαδέψει τόσο την παιδική της ηλικία όσο και τα νεανικά της χρόνια….
Ένοιωσε το τράνταγμα των ώμων του πατέρα της όταν την κουβαλούσε στους ώμους του στο δρόμο προς την ακροποταμιά και ξεχώρισε τη γνώριμη φιγούρα της μητέρας της με το καπελίνο που προπορευότανε ποδηλατώντας… αισθάνθηκε τη θέρμη της αγκαλιάς της μητέρας της όταν την κρατούσε μπροστά της φυλακισμένη από τα μπράτσα της επάνω στο ποδήλατο πηγαίνοντας για ψώνια ή για τις παραδόσεις ..ένοιωσε τα βλέμματα να καρφώνονται στην πλάτη της όταν κοπελίτσα, μοίραζε η ίδια με το ποδήλατο τις παραγγελίες …..άκουσε σαν μακρινό μουρμουρητό και τα σχόλια που γίνονταν….. η ορφανή …σαν τα κρύα τα νερά…. τέτοια ομορφιά η κόρη της εμπόρισσας, ίδια η μάνα της….. δεν έχει ακουστεί πάντως… έχουνε να το λένε όλοι ….κι η μάνα της αρχοντογυναίκα, κυρία με Κ κεφαλαίο,……χήρεψε νέα και δεν έβαλε άλλο στεφάνι, μόνο το παιδί της και το μαγαζί της… άξια γυναίκα και σοβαρή …..τόσο αξιοπρεπής, τόσο δυναμική, τόσο άμεμπτη….
Από τη συγκίνηση της στιγμής και τις ονειροπολήσεις τις έβγαλε το χτύπημα στην πόρτα…..
Η Πολύμνια φώναξε: « έρχομαι….» και προχώρησε να ανοίξει ενώ ταυτόχρονα απευθυνόμενη στη μητέρα της είπε: « Μη βιαστείς μητέρα, θα ανοίξω εγώ…!»
Μόλις άνοιξε η πόρτα εμφανίστηκε ο Φανούρης, χαιρέτησε με σεβασμό τις δύο γυναίκες και με τη χαρακτηριστική φωνή του είπε: « να το φέρω μέσα ή θα το πάω στο μαγαζί;»
Η Πολύμνια στράφηκε στη μητέρα της και περίμενε την απάντησή της. Η Ροζαλία απάντησε ανυπόμονα: «στο μαγαζί βέβαια, κατεβαίνω…….»
Τότε έμαθε η Πολύμνια όλες τις λεπτομέρειες σχετικά με το καινούργιο ποδήλατο. Ο θείος Άγγελος από την Αλεξάνδρεια φρόντισε και το παράγγειλε στο Φανούρη «Διάλεξε το καλλίτερο του έγραψε και στείλε μου το λογαριασμό»…
Με τον Άγγελο και τη γυναίκα του δεν είχαν ειδωθεί ποτέ ξανά από τότε που έφυγαν και εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο, αλληλογραφούσαν όμως τακτικά και αντάλλασσαν κάρτες, δώρα και φωτογραφίες. Πέραν αυτών όμως, ο Άγγελος είχε στείλει ένα σημαντικό ποσό για το γάμο της Πολύμνιας και η Μυρόπη η γυναίκα του, έστειλε 10 τόπια λινά και βαμβακερά υφάσματα για τα προικιά της, κούτες με σερβίτσια και μαχαιροπήρουνα και πάντα στα γράμματά τους εξέφραζαν την έγνοια τους γι αυτές και τις προσκαλούσαν να τους επισκεφθούν στην Αλεξάνδρεια. ταξίδι που δεν κατάφεραν ποτέ να πραγματοποιήσουν, παρά την επιθυμία τους.
Από εκείνη την ημέρα οι παραδόσεις γίνονταν με το καινούργιο ποδήλατο…. Ο σκελετός του ήτανε βαμμένος σε ένα μπλέ φωτεινό χρώμα, τα καινούργια του λάστιχα κυλούσαν αθόρυβα, το καλάθι του, ειδική παραγγελία, στόλιζε το μπροστινό μέρος, το κουδούνι του είχε έναν μοναδικό ήχο και η Ροζαλία, παρά τις αντιρρήσεις της κόρης της, ανέβηκε στα κλεφτά να το δοκιμάσει κάνοντας ένα μικρό γύρο, αξημέρωτα σχεδόν, μια συννεφιασμένη Κυριακή, πριν πάει στην εκκλησία…..

Με αυτό το ποδήλατο η Πολύμνια πήγαινε τα απογεύματα του Σαββάτου στη Δανειστική Βιβλιοθήκη που στεγαζότανε στον πάνω όροφο του Ταχυδρομείου και πρόσφερε εθελοντικά τις υπηρεσίες της. Φανατική αναγνώστρια η ίδια, λάτρης της λογοτεχνίας, στη βιβλιοθήκη ένοιωθε πανευτυχής, έδινε συμβουλές, πρότεινε το κατάλληλο βιβλίο στον κατάλληλο αναγνώστη και είχε την ευκαιρία φυσικά να επιλέγει όσα ενδιέφεραν την ίδια, μιας και διέθετε όλο τον ελεύθερο χρόνο της…. στο διάβασμα και το κέντημα! Αργότερα, συνήθιζε να παίρνει και την Έλλη μαζί της, με αποτέλεσμα να της έχει μεταδώσει την αγάπη για τα βιβλία και τη λογοτεχνία από πολύ νωρίς.
Η Έλλη απέκτησε το πρώτο της ποδήλατο στα οκτώ της χρόνια, δώρο του παππού και της γιαγιάς, της κυρίας Ειρηνοδίκη, χειρονομία που δε συγχώρησε ποτέ η γιαγιά Ροζαλία στην κόρη της, γιατί ήθελε εκείνη να αγοράσει το πρώτο ποδήλατο της μικρής και συμφιλιώθηκε με την ιδέα, μόνο όταν η Πολύμνια τη διαβεβαίωσε ότι εκείνη θα αγόραζε σίγουρα το πρώτο «αληθινό» ποδήλατο της εγγονής της…
                                                                          Η ΄Ελλη

Η Έλλη έγινε αμέσως δεινή ποδηλάτισσα και δεν αποχωριζότανε στιγμή το κόκκινο ποδηλατάκι της, μαζί της το ανέβαζε κάθε βράδυ στην καμαρούλα της και το κατέβαζε πάλι κάθε πρωί στο κατάστημα όπου την περίμενε μέχρι την επιστροφή από το σχολείο για σουλατσάρισμα μέσα και έξω από το μαγαζί κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της μητέρας και της γιαγιάς της.
Στα δώδεκα η Έλλη απέκτησε το δεύτερο ποδήλατό της, από τύχη!
Ο κ. Ευλάμπιος ο δάσκαλος, αγόρασε ποδήλατο για τη μοναχοθυγατέρα του την 14χρονη Ευρυδίκη, αγνοώντας τις έντονες αντιρρήσεις της συμβίας του και δυστυχώς παρά τις καλές προθέσεις του, η Ευρυδίκη όχι μόνο δεν κατάφερε να ισορροπήσει στο εντυπωσιακό της ποδήλατο, αλλά γκρεμοτσακίστηκε τόσες φορές που στο τέλος αποφάσισε να παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια ενστερνιζόμενη την άποψη της μητέρας της ότι «μ΄αυτό το πράγμα αν δε σπάσεις το κεφάλι σου ή τα κόκκαλα σου, θα σημαδευτείς κι άντε μετά να παντρευτείς….»
Έτσι προς μεγάλη ανακούφιση της συζύγου του , ο κύριος Ευλάμπιος εμφανίστηκε αργά ένα συννεφιασμένο απόγευμα στο κατάστημα «Μόδες ΡΟΖΑΛΙΑ» και αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν ο μοναδικός πελάτης, εξιστόρησε βιαστικά και με στενοχώρια στην Ροζαλία και την Πολύμνια τα παθήματα της Ευρυδίκης και πρότεινε να τους δώσει το ποδήλατο γιατί του ήταν παντελώς άχρηστο….
Η πρόταση έγινε αποδεκτή, αφού βέβαια προηγουμένως η Πολύμνια έκανε μία προσπάθεια διαφορετικής προσέγγισης μήπως και άλλαζαν τα πράγματα αν επιχειρούσε η ίδια να εκπαιδεύσει την Ευρυδίκη, αλλά ο κ. Ευλάμπιος δήλωσε ότι η απόφασή τους ήτανε οριστική και αμετάκλητη……πάντως φροντίσανε να βγάλουνε την υποχρέωση γι΄αυτό το ανέλπιστο δώρο χαρίζοντας ένα ωραιότατο λινό ολοκέντητο τραπεζομάντηλο στη σύζυγο του κ. Ευλάμπιου και ένα κομψό καπελάκι στη θυγατέρα του.
Το άλλο πρωινό λοιπόν ξημέρωσε μια λαμπερή ηλιόλουστη ημέρα και το πορτοκαλί ποδήλατο με τις γρατζουνιές του και τα μικροβαθουλώματα του, βρισκότανε ακουμπισμένο δίπλα στην πόρτα του μαγαζιού και περίμενε την καινούργια ιδιοκτήτριά του!
Τα μελένια ματάκια της Έλλης έγιναν ολοστρόγγυλα από την έκπληξη ενώ η Πολύμνια και η γιαγιά Ροζαλία, αντάλλασαν συνωμοτικά βλέμματα παρακολουθώντας τα χοροπηδήματα της και τα επιφωνήματα της ασυγκράτητης χαράς της « Αλήθεια; μου το χάρισαν; Είναι δικό μου;» «Δεν το πιστεύω, δεν το πιστεύω…»
Απρόθυμα και γεμάτη έξαψη έφυγε για το σχολείο ενώ οι ώρες για την επιστροφή έμοιαζαν ατέλειωτες εκείνη την ημέρα…. δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στο μάθημα, ήταν αδύνατον να σκεφθεί οτιδήποτε άλλο , εκτός από το πορτοκαλί ποδήλατο !
Γύρισε στο σπίτι πετώντας σχεδόν, γεμάτη ενθουσιασμό και προσμονή , ανέβηκε δύο-δύο τα σκαλιά και όρμησε στην τραπεζαρία φωνάζοντας: «ήρθα! Πού είναι; Που το βάλατε;»
Η Ροζαλία με δυσκολία κρατούσε την ψυχραιμία της, βίωνε και η ίδια σε επανάληψη τα συναισθήματα που είχε νοιώσει όταν ο Κλεομένης της έλυσε το μεταξωτό μαντήλι από τα μάτια και της αποκάλυψε το θαυμάσιο , το μοναδικό, το μυστηριώδες δώρο που της έφερε από το Παρίσι….. εκτός από τις κολόνιες, τις τσάντες, τα γάντια, τα μαντήλια, τις εσάρπες, τα καπέλα…
Ένοιωθε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά και έσπευσε να δώσει τέλος στην αγωνία της μικρής λέγοντας: «Θα το πάρουμε το απόγευμα, η μητέρα σου το πήγε στον Φανούρη να κάνει τις απαραίτητες μικροεπισκευές, διάλεξε και ένα ωραίο καλάθι… έλα πλύνε τα χέρια σου και κάθισε να φάμε τώρα».
Όλη την ώρα του φαγητού η συζήτηση είχε ένα και μοναδικό θέμα : το θαυμάσιο , το αναπάντεχο, το εκπληκτικό γεγονός ,την εύνοια της τύχης που εκδηλώθηκε τόσο μοναδικά και τόσο γενναιόδωρα…
Η γιαγιά Ροζαλία και η Πολύμνια εξιστόρησαν για πολλοστή φορά και με κάθε λεπτομέρεια την επίσκεψη του κυρίου Ευλάμπιου, την πρότασή του, κάθε λέξη, περιέγραψαν κάθε κίνηση…. ώσπου ήρθε η ώρα να κατέβουν στο μαγαζί.
Η ώρα εξακολουθούσε να περνάει βασανιστικά αργά για την Ελλη που αδημονούσε να δει τη μητέρα της να απομακρύνεται από το πίσω μέρος του πάγκου και να φοράει το ψάθινο καπελίνο της, ενώ κάθε τόσο έριχνε κλεφτές ματιές στη γιαγιά της που κουβέντιαζε με τις πελάτισσες και τους αράδιαζε υπομονετικά κουτιά με κουμπιά και μπομπίνες με κορδέλες….
Επιτέλους ήρθε η πολυπόθητη στιγμή που η Πολύμνια της είπε: «Είσαι έτοιμη; σε δέκα λεπτά ξεκινάμε» Τινάχτηκε μονομιάς και προχώρησε στο πίσω μέρος του μαγαζιού, ξανάπλυνε τα χέρια της ,έσφιξε την αλογοουρά της και βγήκε από τη πίσω πόρτα στη μικρή αυλή περιμένοντας τη μητέρα της δίπλα στο μπλε ποδήλατο.
Σε λίγα μόλις λεπτά, που της φανήκανε αιώνες, εμφανίστηκε η Πολύμνια με το ψάθινο καπελίνο της και δύο μικρά πακέτα που τα τοποθέτησε προσεκτικά στο καλάθι.
Κάθισε με άνεση στη σέλλα , έπιασε το τιμόνι και στη συνέχεια έκανε το γνωστό νεύμα για να ανέβει πίσω της και η Έλλη. Όταν ήταν μικρούλα τη κρατούσε καθισμένη μπροστά της ασφαλισμένη με τα μπράτσα της, όπως έκανε και η δική της μητέρα, τώρα όμως που είχε μεγαλώσει είχαν προσθέσει μια ειδική σχάρα στο πίσω μέρος ώστε να μπορεί να κάθεται με σχετική άνεση και ασφάλεια εκεί. Η γιαγιά Ροζαλία είχε επιμείνει σ΄αυτό και είχε φροντίσει και η ίδια να κάνει κάτι ανάλογο και στο δικό της ποδήλατο πριν από χρόνια έτσι ώστε να μετακινούνται και οι δύο, με τον καλλίτερο και ασφαλέστερο τρόπο.
Ξεκίνησαν επιτέλους και αφού έκαναν μια ολιγόλεπτη στάση στο σπίτι των δίδυμων πελατισσών τους της δεσποινίδας Αρετής και της Δεσποινίδας Αύρας όπου παρέδωσαν τα πακέτα με τις παραγγελίες τους, έφθασαν στο κατάστημα-εργαστήριο του Φανούρη όπου τους περίμενε το πορτοκαλί ποδήλατο, γυαλισμένο, ξετσαλακωμένο, φρεσκοβαμμένο και με ένα θαυμάσιο καλάθι στερεωμένο μπροστά από το τιμόνι.
Ο Φανούρης τις υποδέχτηκε θερμά και με τη βραχνή ,τραγουδιστή φωνή του, ανήγγειλε : «Έτοιμο!!! Έγινε κουκλί!! ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ σας λέω ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ!!!» Ελάτε κυρία Πολύμνια , πάντα κυρία Πολύμνια την αποκαλούσε μετά το γάμο της, παρά τη μακρόχρονη γνωριμία τη φιλιά τους, να το δοκιμάσετε μετά θα βάλουμε και τη νεαρή !!!
Η Πολύμνια κοίταξε με φανερή ικανοποίηση το ποδήλατο και είπε : «Μπράβο Φανούρη, το έκανες πάλι το θαύμα σου, έβαλες όλη την τέχνη σου, καινούργιο το έκανες πράγματι!!!» έπειτα φώναξε την Έλλη, που δε χόρταινε να κοιτάζει το αστραφτερό ποδήλατο με μάτια που γυάλιζαν από έξαψη και προσμονή. « Έλα!» της είπε: «Εσύ θα το δοκιμάσεις!»
Χωρίς δεύτερη κουβέντα, η Έλλη βρέθηκε στη σέλλα του ποδηλάτου και κρατώντας σταθερά το τιμόνι έκανε δύο γύρους στο απλόχωρο εργαστήριο κάτω από το εξεταστικό βλέμμα του κυρ Φανούρη και της μητέρας της.
«Θέλει λίγο χαμήλωμα η σέλλα και προσαρμογή τα πετάλια» είπε ο κυρ Φανούρης και η Πολύμνια πρόσθεσε «Να της δείξεις λίγο και τα φρένα»
Αφού έγιναν οι απαραίτητες διορθώσεις η Έλλη έκανε μερικούς δοκιμαστικούς γύρους στο εργαστήριο και ρώτησε με ανυπομονησία «Μπορούμε να το πάρουμε τώρα;» Η Πολύμνια κοίταξε ερωτηματικά το Φανούρη κι εκείνος απάντησε «Όλα είναι εν τάξει και είναι πολύ καλό ποδήλατο… Γερμανικό από το καλύτερο εργοστάσιο… είσαι έτοιμη για απολαυστικές ποδηλατάδες μικρή μου…»
«Μια στιγμή… έχουμε να τακτοποιήσουμε το λογαριασμό πρώτα» είπε η Πολύμνια και ο Φανούρης απάντησε γελώντας «και βέβαια θα τον τακτοποιήσουμε, από βδομάδα που θα έρθει η γυναίκα μου η Αριστέα στο μαγαζί σας να ψωνίσει για την ίδια και για τα κορίτσια , ξέρεις πόσο μεγαλώσανε η Αναστασία και η Μελπομένη…. , δεν προλαβαίνει η ράφτρα να τους ράβει φουστάνια, λες και τις τραβάμε από τα μαλλιά…. Καλό δρόμο..!!
Η Πολύμνια και η Έλλη ανέβηκαν στα ποδήλατά τους, χαιρέτησαν και ευχαρίστησαν το Φανούρη που τις ξεπροβόδισε μέχρι την άκρη του δρόμου, παρακολουθώντας τες με το βλέμμα να κάνουν πετάλι, η μία πίσω από την άλλη, με τις πράσινες κορδέλες από το καπελίνο της Πολύμνιας ν΄ανεμίζουν προς τα πίσω ,ενώ η καστανοκόκκινη αλογοουρά της Έλλης πηγαινοερχότανε δεξιά-αριστερά, μέχρι που οι σιλουέτες τους χάθηκαν στη στροφή …..
Όταν έφθασαν στο μαγαζί, ευτυχώς δε υπήρχε κανένας πελάτης πιά και βιαστήκανε να κλείσουνε ώστε να έχουνε λίγο χρόνο πριν σκοτεινιάσει, να περιεργαστούν με την ησυχία τους το νέο απόκτημά τους στην πίσω αυλή.
Η Πολύμνια ακούμπησε το ποδήλατο της στη συνηθισμένη πλευρά του τοίχου και άρχισε να περιεργάζεται με προσοχή το πιθανό καταλληλότερο σημείο για το δεύτερο ποδήλατο.
Η Έλλη κρατώντας πάντα το πορτοκαλί ποδήλατο δίπλα της, φώναξε «Γιαγιά, έλα να δεις! Μη χασομεράς, έλα!!!»
Η Ροζαλία βγήκε στην αυλή και πλησίασε την εγγονή της , την αγκάλιασε από του ώμους κι απόθεσε ένα φιλί στη κορυφή του κεφαλιού της «Είναι πραγματικά θαυμάσιο! Εξαιρετικό! Εδώ θα το βάζεις» είπε και υπέδειξε με το χέρι ένα σημείο στην αριστερή πλευρά της αυλής. «Θα μετακινήσουμε αυτές τις γλάστρες, κι εκεί σ΄αυτή τη στεγασμένη εσοχή θα είναι ότι πρέπει» η Πολύμνια συγκατένευσε και έσπευσε να μετακινήσει τις τρείς γλάστρες για να ελευθερωθεί το σημείο που επέλεξε η μάνα της και μόλις έγινε αυτό, η Έλλη ακούμπησε προσεκτικά το πορτοκαλί ποδήλατο στον τοίχο.
Στάθηκαν και οι τρείς και το παρατηρούσαν, δεν χόρταιναν να το κοιτάζουν…. Η Πολύμνια έσπασε τη σιωπή «Τέτοια τύχη ποιός να το έλεγε… ο Φανούρης είπε ότι είναι πολύ καλό.. Γερμανικό..»η Έλλη, συμπλήρωσε: «μου αρέσει τόσο πολύ, το χρώμα του, το κουδούνι του, το καλάθι του, είναι τέλειο!!!» τέλος η Ροζαλία αγκαλιάζοντας την κόρη και την εγγονή της είπε: «Η μοίρα των γυναικών της οικογένειάς μας είναι κατά περίεργο τρόπο συνδεδεμένη με τα ποδήλατα!!! Δεν πάμε να τα βρούμε εμείς, έρχονται και μας βρίσκουν αυτά!! Αισθάνομαι πως ετούτο θα είναι το πιο καλότυχο από όλα τα προηγούμενα και θα χαρίσει στην Έλλη μοναδικές εμπειρίες!!! Πάμε στο σπίτι τώρα, πείνασα κι άρχισα να κρυώνω!»
Ανεβαίνοντας και οι τρείς τη σκάλα του σπιτιού το βλέμμα τους έπεσε αναπόφευκτα στο παλιό ποδήλατο που ήτανε στερεωμένο στον τοίχο πάνω από το πλατύσκαλο και η κάθε μία έκανε τη δική της σκέψη, χωρίς να βγάλει μιλιά..

-Η Πολύμνια σκέφτηκε, πόσα χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία φορά που ανέβηκε σ΄αυτό το ποδήλατο, πως την πλησίαζε με προφύλαξη και διακριτικότητα η εξαδέλφη του Λέανδρου και καλύτερη φίλη της, η Σοράγια, για να της δώσει τα τρυφερά του ραβασάκια, πόση συγκίνηση και προσμονή αισθανότανε όταν συναντιόντουσαν οι ματιές τους και χασομερούσε κάνοντας πετάλι αργά-αργά για να παρατείνει όσο μπορούσε περισσότερο αυτές τις στιγμές…
-Η Έλλη σκέφτηκε πόσο διαφορετικό ήτανε το δικό της καινούργιο πορτοκαλί ποδήλατο από αυτό το παλιομοδίτικο της γιαγιάς….
είχε τόσο άβολη σέλλα, το τιμόνι ήτανε σκληρό και άκαμπτο, οι ρόδες λεπτές, το χρώμα σκοτεινό…

-Η Ροζαλία, σκέφτηκε πως μετά την κόρη και την εγγονή της αυτό το ποδήλατο, ήτανε το πιο αγαπημένο της πράγμα. Το χάιδεψε τρυφερά με το βλέμμα της, όπως έκανε κάθε φορά που το αντίκριζε και ρίγησε ολόκληρη από την ανάμνηση του θερμού φιλιού που αντάλλαξε με τον Κλεομένη μόλις της έλυσε τα μάτια και της αποκάλυψε το αινιγματικό δώρο του!...

17 σχόλια:

  1. Όπως πάντα, με καθήλωσε η ιστορία σου Κλάυδια μου.
    Όπως έγραψα και στο φβ, ελπίζω η τύχη της Έλλης, να ήταν πιο καλή από της γιαγιάς της και της μαμάς της.
    Να είσαι καλά και καλές γιορτές.
    Πολλά φιλιά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μακάρι Ρένα μου, τα παιδιά όλου του κόσμου και τα δικά μας, να είναι καλότυχα και να ζήσουνε σ΄έναν καλύτερο κόσμο, σε ειρηνικούς καιρούς....

      Διαγραφή
  2. Φοβερή η ιστορία σου!!!

    Καλημέρα Κλαυδία μου ♥

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαίρομαι που σου άρεσε Ελένη μου, καλές γιορτές εύχομαι !!!

      Διαγραφή
  3. Ήρθα κι εγώ η "Ευρυδίκη" να προστεθώ στην παρέα εκείνων
    που δεν έμαθαν ποτέ ποδήλατο, μόνο γκρεμοτσακίστηκαν, κι όμως
    δεν τον ξεπέρασα ποτέ αυτόν τον καημό... Ακόμα βλέπω στον ύπνο μου
    όνειρα, όπου ξέρω ποδήλατο και είμαι ευτυχής.. Το κέντημα στην αρχή
    είναι υπέροχο, κάτι από εμένα, κάτι από αυτό που δεν έγινα.. Καλό σ/κ :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πετράδι μου φόρος τιμής στις "Ευρυδίκες" αλλά και στις ποδηλάτισσες, εγώ έχω συμβιβαστεί από πολύ καιρό η ρόδα δεν με πάει, δεν την πάω...ούτε αυτοκίνητο οδηγώ....μόνο το καροτσάκι της λαΐκής....

      Διαγραφή
  4. Η γλύκα στις ιστορίες σου είναι χαρακτηριστική ακόμα κι αν διηγείσαι τις αποτυχημένες προσπάθειες εκμάθησης ποδηλάτου. Εκείνο δε που τις απογειώνει, είναι τα σπάνια και εύηχα ονόματα των ηρώων σου, που αποτυπώνουν και τους χαρακτήρες τους.
    Καλές γιορτές Κλαυδία μου!
    Υ.Γ. Το κέντημα με την ποδηλάτισσα μου έφερε στο νου την Βίκυ μόλις το είδα. Τι ωραίο!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κανελάκι μου, τελικά συνειδητοποιώ ότι ένα βίτσιο το έχω με τα ονόματα....βαφτίζω τους ήρωες των ιστοριών μου με αυτά που μου αρέσουνε και είναι τόσα πολλά....(σχεδόν όλα).....και πράγματι έχεις δίκιο, η ιστορία μου πρέπει να αφιερωθεί στη Βίκυ την πραγματική ποδηλάτισσα !!!

      Διαγραφή
  5. Πολύ μου άρεσε η ιστορία που μας διηγήθηκες .Σπάνια ονόματα !Η αγάπη των κοριτσιών για το ποδήλατο πολύ μεγάλη ,τυχερές που είχαν γιατί εμένα μου
    έχει μείνει αποθημένο που δεν μου έκανα δώρο ενα ποδήλατο!Να είσαι καλά καλές γιορτές!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαίρομαι πολύ Μεταξία μου που οι ιστορίες μου διαβάζονται ευχάριστα από τους φίλους μου....όσο για τα ονόματα, έχω ένα πάθος, μου αρέσουνε όλα και με το ΜΕΤΑΞΙΑ σίγουρα θα βαφτίσω κάποια ηρωίδα μου....Το ποδήλατο όπως και το αυτοκίνητο δεν θέλω ούτε να τα ξέρω.... Καλές γιορτές με υγεία και χαρές !!!

      Διαγραφή
  6. Τι όμορφες ιστορίες έφτιαξες για να "ντύσεις" τις όμορφες κούκλες σου!
    Καλές και δημιουργικές γιορτές να έχεις!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Pippi μου αυτή η "μανία" με έχει κατακυριεύσει...δεν ξέρω πόσο θα διαρκέσει, αλλά μέχρι να ξεθυμάνει το διασκεδάζω τρελά....Καλές γιορτές σου εύχομαι και κάθε καλό στη ζωή σου !!!

      Διαγραφή
  7. Με συνεπήρε η ιστορία σου τελείως...μου θύμισε και το δικό μου πορτοκαλί ποδήλατο που είχα μικρή...
    Δημιουργείς μικρά θαύματα που γίνονται όμορφες κούκλες και καταπληκτικές ιστορίες!
    Φιλιά πολλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν ξέρω πόσο θα διαρκέσει αυτή η "πετριά" όμως στο μεταξύ το διασκεδάζω τρελά και χαίρομαι που το απολαμβάνουνε και οι φίλοι μου, όπως εσύ Μαρία μου....Καλές γιορτές σου εύχομαι !!! Σε φιλώ

      Διαγραφή
  8. Απαντήσεις
    1. Πολύ χαίρομαι που σου άρεσε, καλές γιορτές σου εύχομαι με υγεία και χαρές !!!

      Διαγραφή
  9. Δεν ξερω τι θα πεις οταν δεις μετα απο τόσο καιρό αφηνω σχόλιο εδώ.. μπορει να αργώ αλλα δεν αφηνω τιποτε δικο σου αδιαβαστο .. φιλη μου με συνεπειρε η ιστορια του ποδήλατου και πως μπορείς να κανεις τοσο ομορφες ιστορίες γυρω απο τις πανεμορφες πια κουκλες σου μα πόσες εχει κανει Κλαυδια μου; μου αρεσουν τοσο πολύ .. σιγουρα έχουν πολύ δουλεια..ισως του χρονου να προσπαθησω και εγω.. γιατι φετος εχω πολλα να κανω φίλη μου να περνας ομορφα οτι και να κανεις .. ναι; θα τα πουμε..καλό σου ξημέρωμα φιλακιαααα!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή